Στην «μάχη» για την κυριαρχία της παγκόσμιας αγοράς εμβολίων μπαίνουν Sanofi και GlaxoSmithKline οι οποίες έχουν ενώσει τις δυνάμεις τους για να κερδίσουν το χαμένο έδαφος και να βγάλουν στην αγορά το δικό τους εμβόλιο για τον κορονοιό.
Η Γαλλική Sanofi και η βρετανική GlaxoSmithKline (GSK), μετά τις πρώτες αποτυχημένες προσπάθειες τους για την παραγωγή του εμβολίου, που τις «πέταξε» έξω από το παιχνίδι των δις ευρώ για τα εμβόλια, ανακοίνωσαν τα πρώτα θετικά αποτελέσματα κλινικής δοκιμής για το εμβόλιο κατά της Covid-19.
Τα ενδιάμεσα αποτελέσματα αυτής της δοκιμής φάσης 2 στον άνθρωπο δείχνουν πως η χορήγηση αυτού του εμβολίου «προκάλεσε την παραγωγή αυξημένων συγκεντρώσεων εξουδετερωτικών αντισωμάτων στους ενηλίκους όλων των ηλικιών σε επίπεδα συγκρίσιμα με αυτά που παρατηρήθηκαν σε πρόσωπα που είχαν αναρρώσει από μόλυνση» Covid, αναφέρει το εργαστήριο στη σημερινή ανακοίνωσή του.
Μια μελέτη φάσης 3, η τελευταία στον άνθρωπο πριν από ενδεχόμενη έγκριση αυτού του εμβολίου που βασίζεται σε ανασυνδυασμένη πρωτεΐνη, πρόκειται να αρχίσει μέσα στις προσεχείς εβδομάδες, διευκρινίζει η Sanofi, η οποία θα αρχίσει παράλληλα παραγωγή.
Τα ενδιάμεσα αποτελέσματα δείχνουν παραγωγή αντισωμάτων στο 95% έως 100% των περιπτώσεων μετά τη χορήγηση μιας δεύτερης δόσης σε όλες τις ηλικιακές ομάδες (18 έως 95 ετών) και για όλες τις δόσεις που μελετήθηκαν.
Εξάλλου σε όσους από τους συμμετέχοντες είχαν ήδη μολυνθεί από την Covid-19, μία μόνο δόση του εμβολίου προκάλεσε την παραγωγή αυξημένων συγκεντρώσεων εξουδετερωτικών αντισωμάτων, «κάτι που υπογραμμίζει το ενδιαφέρον που έχει η ανάπτυξή του για τον αναμνηστικό εμβολιασμό», αναφέρει η Sanofi.
Το υποψήφιο εμβόλιο των Sanofi και GSK χρησιμοποιεί την ίδια τεχνολογία με τα εμβόλια της Sanofi κατά της εποχικής γρίπης. Θα συνδυασθεί με ένα βοηθητικό φάρμακο, μια ουσία που δρα ως ενισχυτής του εμβολίου, η οποία παράγεται από την GSK.
Η σημερινή ανακοίνωση είναι μια ανακούφιση για τις Sanofi και GSK αφού αναγκάσθηκαν τον περασμένο Δεκέμβριο να ξαναρχίσουν τη δοκιμή τους και να καθυστερήσουν την κυκλοφορία του εμβολίου, όταν αυτό έδειξε χαμηλή ανοσολογική απόκριση σε μεγαλύτερους ενηλίκους ως αποτέλεσμα ασθενούς σχηματισμού αντιγόνων.