Σε μια νέα εποχή μπαίνουν οι ενεργειακές σχέσεις Ελλάδας – ΗΠΑ, εν όψει της οριστικής απεξάρτησης μέχρι το 2027 από το ρωσικό αέριο, συγκυρία την οποία αξιοποιεί η επίσκεψη του Έλληνα υπουργού Ενέργειας Σταύρου Παπασταύρου στις ΗΠΑ, κατά την οποία πραγματοποίησε σημαντικές συναντήσεις με τους επικεφαλής των εταιρειών Chevron, ExxonMobil και Cheniere.
Με φόντο τη διαρκώς εντεινόμενη αποδέσμευση της Ευρώπης από τους ρωσικούς ενεργειακούς πόρους, η Αθήνα εντείνει τις κινήσεις για ενίσχυση των δεσμών με τους αμερικανικούς ενεργειακούς κολοσσούς. Η επίσκεψη υψηλού επιπέδου του υπουργού Ενέργειας Σταύρου Παπασταύρου στο Τέξας, συνοδεία του υφυπουργού Ενέργειας Νίκου Τσάφου και του επικεφαλής της ΕΔΕΥΕΠ Άρη Στεφάτου, σηματοδότησε την πρώτη φορά που ελληνική κυβερνητική αποστολή συναντάται απευθείας με τα ηγετικά στελέχη της Cheniere, της Chevron και της Exxon Mobil στην «καρδιά» της αμερικανικής ενεργειακής βιομηχανίας.
Σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες, βασικός άξονας των επαφών αποτέλεσε η ενίσχυση της προμήθειας LNG μέσω στρατηγικών συμφωνιών, καθώς και η επίσπευση των διαδικασιών που σχετίζονται με το upstream και τις έρευνες υδρογονανθράκων στον ελληνικό θαλλάσιο χώρο.
Σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές, στόχος είναι να έχουν υπογραφεί συμβάσεις με τη Chevron μέχρι το τέλος του 2025 και να ξεκινήσουν σεισμικές έρευνες εντός 2026.
Cheniere: Συζητήσεις για αύξηση εισαγωγών LNG
Η ελληνική πλευρά κατέθεσε σαφές ενδιαφέρον για περαιτέρω αύξηση εισαγωγών LNG από τις ΗΠΑ, με στόχο όχι μόνο την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών, αλλά και την ενίσχυση της γεωπολιτικής θέσης της χώρας ως κόμβου μεταφοράς ενέργειας στην ευρύτερη περιοχή. Η Cheniere, ως ο μεγαλύτερος εξαγωγέας LNG στις ΗΠΑ, αποτελεί το φυσικό εταίρο σε αυτόν τον σχεδιασμό.
Τα στατιστικά είναι αποκαλυπτικά: το 75% του εισαγόμενου LNG στην Ελλάδα προέρχεται από τις ΗΠΑ και μεταφέρεται με ελληνικά πλοία. Τον Ιανουάριο του 2025 οι ελληνικές εισαγωγές από τη Cheniere έφτασαν επίπεδα-ρεκόρ, ενώ η παρουσία της εταιρείας στη νέα μονάδα FSRU στην Αλεξανδρούπολη υπογραμμίζει τη διεύρυνση της συνεργασίας.
Όπως έγραψε η «Η» στόχος της ελληνικής πλευράς είναι να παρακινήσει τους Αμερικάνους να συνάψουν περισσότερες συμφωνίες με ελληνικές εταιρείες.

Η Cheniere Energy είναι η μεγαλύτερη παραγωγός υγροποιημένου φυσικού αερίου της Αμερικής και η ελληνική αντιπροσωπεία συναντήθηκε με τον Αντιπρόεδρο της εταιρείας, κ. Anatol Feygin.
Κατά τη διάρκεια της συζήτησης, οι δύο πλευρές αντάλλαξαν απόψεις για τις εξελίξεις στην ελληνική, ευρωπαϊκή και παγκόσμια αγορά φυσικού αερίου, τη σημασία των υποδομών που έχει αναπτύξει η χώρα μας, καθώς και για τις νομοθετικές ρυθμίσεις στις δύο πλευρές του Ατλαντικού που θα επηρεάσουν την αγορά του φυσικού αερίου, αλλά και την παγκόσμια ναυτιλία.
Πρόκειται ουσιαστικά για μια διπλή ψήφο εμπιστοσύνης: αφενός προς την ετοιμότητα της Ελλάδας να λειτουργήσει ως πύλη εισόδου ενέργειας, αφετέρου ως πεδίο μακροχρόνιων επενδύσεων στις έρευνες υδρογονανθράκων.
Υδρογονάνθρακες: Chevron και Exxon στην «πρώτη γραμμή»
Παράλληλα, η Αθήνα φαίνεται αποφασισμένη να «τρέξει» τις διαδικασίες για την εκμετάλλευση πιθανών κοιτασμάτων υδρογονανθράκων. Στη συνάντηση με τη Chevron αναδείχθηκε η ετοιμότητα της εταιρείας να επενδύσει στην Ελλάδα, εντάσσοντάς τη στο ευρύτερο πλέγμα της Ανατολικής Μεσογείου. Με ήδη ισχυρή παρουσία σε Ισραήλ, Κύπρο και Αίγυπτο, η Chevron επιδιώκει να συμπληρώσει το «ενεργειακό παζλ» μέσω της συμμετοχής της σε διαγωνισμούς για τα blocks νότια της Κρήτης και της Πελοποννήσου.
Σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές, στόχος είναι να έχουν υπογραφεί συμβάσεις μέχρι το τέλος του 2025 και να ξεκινήσουν σεισμικές έρευνες εντός 2026.

Όπως έγραψε η «Η» η συνάντηση της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας με την διοικητική ηγεσία του αμερικανικού κολοσσού Chevron στο Τέξας των ΗΠΑ, πήγε εξαιρετικά καλά, καθώς έγινε φανερό πως οι Αμερικάνοι «έχουν σοβαρό ενδιαφέρον και θέλουν να προχωρήσουν γρήγορα, να μην χάσουν χρόνο», κάτι που είναι ζητούμενο και για την ελληνική πλευρά.
Η Ελλάδα, άλλωστε, ολοκλήρωσε σε χρόνο εξπρές τις απαιτούμενες ενέργειες από την δική της πλευρά, κάτι που επεσήμανε ο κ. Παπασταύρου στους αμερικανούς, υπογράφοντας τρεις υπουργικές αποφάσεις σε χρόνους... ιδιωτικού τομέα.
Η Chevron και η Exxon εντάσσουν την Ελλάδα σε περιοχή υψηλής προτεραιότητας. Η Cheniere διευρύνει τις γραμμές εφοδιασμού της στην Ευρώπη μέσω Ρεβυθούσας και Αλεξανδρούπολης.
Exxon Mobil
Ανάλογο ενδιαφέρον φέρεται να επιδεικνύει και η Exxon Mobil, με τους επιτελείς της να ενημερώνονται αναλυτικά για το ρυθμό προόδου στον διεθνή διαγωνισμό.
Η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας συναντήθηκαν με τον αντιπρόεδρος της εταιρείας, Dr. John Ardill, ο οποίος και ενημέρωσε την ελληνική αντιπροσωπεία για τις στρατηγικές προτεραιότητες της ExxonMobil και για τη πρόθεση της εταιρείας να αυξήσει την παραγωγή της από πετρέλαιο και φυσικό αέριο, με ορίζοντα το 2030.
Η συζήτηση επικεντρώθηκε στην αξιολόγηση των δεδομένων που συνέλεξε η εταιρεία μέσα στο 2024 και η οποία θα αποτελέσει τη βάση για τη μελλοντική δραστηριότητα της ExxonMobil στη χώρα μας. Οι δύο πλευρές συμφώνησαν να διατηρήσουν τακτική επικοινωνία, όσο η εταιρεία προχωρά στην αξιολόγηση των γεωλογικών και γεωφυσικών δεδομένων.
Το στοίχημα της επόμενης μέρας
Η στρατηγική των ΗΠΑ να εδραιώσουν την παρουσία τους σε κρίσιμα σημεία διακίνησης ενέργειας στην Ευρώπη φαίνεται να ευθυγραμμίζεται πλήρως με τη γεωγραφική και ενεργειακή δυναμική της Ελλάδας. Η Chevron και η Exxon εντάσσουν την Ελλάδα σε περιοχή υψηλής προτεραιότητας. Η Cheniere διευρύνει τις γραμμές εφοδιασμού της στην Ευρώπη μέσω Ρεβυθούσας και Αλεξανδρούπολης.

Πρόκειται ουσιαστικά για μια διπλή ψήφο εμπιστοσύνης: αφενός προς την ετοιμότητα της Ελλάδας να λειτουργήσει ως πύλη εισόδου ενέργειας, αφετέρου ως πεδίο μακροχρόνιων επενδύσεων στις έρευνες υδρογονανθράκων.
Η επόμενη κρίσιμη καμπή έρχεται στο τέλος του 2025, όταν κάθε κράτος-μέλος της Ε.Ε. θα πρέπει να καταθέσει αναλυτικό χρονοδιάγραμμα απεξάρτησης από ρωσικό αέριο, πετρέλαιο και πυρηνικά. Η Ελλάδα, με τις τελευταίες κινήσεις, επιδιώκει να βρίσκεται μπροστά από τις εξελίξεις.
Η στροφή προς τις ΗΠΑ στον τομέα της ενέργειας δεν αποτελεί συγκυριακή επιλογή, αλλά αποτέλεσμα μιας προσεκτικής γεωστρατηγικής εξίσωσης. Και αυτή τη φορά, η Αθήνα δείχνει διατεθειμένη όχι απλώς να παρακολουθήσει τις εξελίξεις, αλλά να τις διαμορφώσει.
Στην Αθήνα η Διεθνής των υπουργών Ενέργειας
Στο πλαίσιο αυτό, ο κ. Παπασταύρου είχε τηλεφωνική επικοινωνία με τον Υπουργό Ενέργειας των ΗΠΑ, κ. Chris Wright για τις εξελίξεις στον τομέα της ενέργειας στην Ανατολική Μεσόγειο αλλά και τα ασυμπεράσματα που προέκυψαν από το ταξίδι της ελληνικής αντιπροσωπείας στο Χιούστον για την ανάπτυξη του τομέα των υδρογονανθράκων.
Παράλληλα, οι δύο πλευρές συζήτησαν για τη δραστηριότητα που αναπτύσσει η διακυβερνητική διατλαντική συνεργασία για την ενέργεια (P-TECC), που συντονίζει το Υπουργείο Ενέργειας των ΗΠΑ, μέλος της οποίας είναι και η Ελλάδα.
Ο κ. Παπασταύρου απηύθυνε πρόσκληση η επόμενη συνεδρίαση των Υπουργών της διακυβερνητικής αυτής συνεργασίας να λάβει χώρα στην Αθήνα, πρόσκληση την οποία και έκανε δεκτή ο κ. Wright, με τους δύο Υπουργούς να προσδιορίζουν την διεξαγωγή της συνεδρίασης μέσα στον ερχόμενο Νοέμβριο.
Η Σύμπραξη για τη Διατλαντική Συνεργασία στην Ενέργεια και το Κλίμα (P-TECC) είναι μια πρωτοβουλία του Υπουργείου Ενέργειας των Ηνωμένων Πολιτειών που ενισχύει τη διατλαντική συνεργασία για την ανθεκτικότητα των ενεργειακών συστημάτων, τον εκσυγχρονισμό των δικτύων και την απανθρακοποίηση των τομέων ηλεκτροπαραγωγής στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη.
Συμμετέχουν οι χώρες: Αλβανία, Αυστρία, Βοσνία και Ερζεγοβίνη, Βουλγαρία, Κροατία, Κύπρος, Τσεχία, Εσθονία, Ευρωπαϊκή Ένωση, Γεωργία, Γερμανία, Ελλάδα, Ουγγαρία, Κόσοβο, Λετονία, Λιθουανία, Μολδαβία, Μαυροβούνιο, Βόρεια Μακεδονία, Πολωνία, Ρουμανία, Σερβία, Σλοβακία, Σλοβενία, Ουκρανία και Ηνωμένες Πολιτείες.
Αύριο, Δευτέρα 12 Μάϊου, ο κ. Παπασταύρου θα μεταβεί στην Ουάσιγκτον,όπου θα έχει συνάντηση με τον Υπουργό Εσωτερικών των ΗΠΑ και επικεφαλής του Εθνικού Συμβουλίου Ενεργειακής Κυριαρχίας, κ. DougBurgum. Θα πραγματοποιήσει, επίσης, συναντήσεις με τον ΡεπουμπλικανόΓερουσιαστή και μέλος της Επιτροπής Ενέργειας και Φυσικών Πόρων, κ. JohnBarrasso, δεύτερο στην ιεραρχία της ηγεσίας του Ρεπουμπλικανικού κόμματος στη Γερουσία, καθώς και με το μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων των Ρεπουμπλικανών, κ. Mike Haridopoulos.