Η πιο οικονομικώς αποδοτική λύση για την παραγωγή ενέργειας στην Ευρώπη παραμένει η στροφή στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, παρά τα κόστη που αυτή συνεπάγεται τόσο σε ηλιακούς και αιολικούς σταθμούς παραγωγής όσο και σε δίκτυα. Αυτό προκύπτει από μεγάλη έρευνα της WindEurope, της ένωσης που εκπροσωπεί την ευρωπαϊκή αιολική βιομηχανία, σε συνεργασία με την Hitachi Energy, η οποία εξετάζει το συνολικό κόστος πέντε πιθανών ενεργειακών σεναρίων έως το 2050.
Η WindEurope επισημαίνει ότι ακόμη και όταν συνεκτιμώνται τα απαιτούμενα δίκτυα, οι υποδομές αποθήκευσης και οι εφεδρείες, το ενεργειακό σύστημα που βασίζεται σε υψηλή διείσδυση ΑΠΕ παραμένει με διαφορά το οικονομικότερο.
Τα πέντε σενάρια
Η μελέτη εξετάζει το συνολικό κόστος που απαιτείται για τον μετασχηματισμό του ευρωπαϊκού ενεργειακού συστήματος, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις κρίσιμες παραμέτρους: τα δίκτυα μεταφοράς και διανομής, τις υποδομές αποθήκευσης ενέργειας, τις εφεδρείες που διασφαλίζουν τη σταθερότητα του συστήματος, τις επενδύσεις που απαιτούνται για την ηλεκτροδότηση της βιομηχανίας και των μεταφορών, την αντικατάσταση χρήσεων που σήμερα βασίζονται σε ορυκτά καύσιμα, καθώς και τις τεχνολογίες δέσμευσης και αποθήκευσης άνθρακα (CCS) και το υπολειπόμενο κόστος καυσίμων που συνεχίζει να υφίσταται κατά τη διάρκεια της μετάβασης.
Η ανάλυση προσομοιώνει πέντε πιθανά σενάρια για την εξέλιξη του ευρωπαϊκού ενεργειακού συστήματος έως το 2050: Renewables+, Nuclear+, Hydrogen+, CCS+ και Slow Transition. Τα τέσσερα πρώτα σενάρια οδηγούν την Ευρώπη σε κλιματική ουδετερότητα εντός του προβλεπόμενου ορίζοντα, το καθένα με διαφορετικό ενεργειακό μείγμα και βαθμό τεχνολογικής ανάπτυξης. Αντίθετα, το Slow Transition περιγράφει μια πιο αργή πορεία, στην οποία οι κλιματικοί στόχοι δεν επιτυγχάνονται έως το 2050.
Τα ευρήματα
Σε ό,τι αφορά το συνολικό κόστος έως το 2050, η μελέτη καταγράφει σημαντικές διαφορές μεταξύ των σεναρίων. Τα Nuclear+, Hydrogen+ και CCS+ εμφανίζουν υψηλότερο ενεργειακό κόστος κατά 487–860 δισ. ευρώ σε σύγκριση με το Renewables+, σύμφωνα με τα συγκριτικά αποτελέσματα της μελέτης - η οποία πάντως δεν εξηγεί αναλυτικά τα αίτια αυτής της απόκλισης.
Το Slow Transition αποτελεί το πλέον δαπανηρό σενάριο, με συνολικό κόστος αυξημένο κατά 1,6 τρισ. ευρώ σε σχέση με το Renewables+. Σύμφωνα με τους συντάκτες της έκθεσης, η διαφορά αυτή οφείλεται κυρίως στις συνεχιζόμενες δαπάνες για καύσιμα και στο κόστος άνθρακα που επιβαρύνει ένα ενεργειακό σύστημα το οποίο δεν επιτυγχάνει καθαρή ουδετερότητα.
Η WindEurope σημειώνει ότι οι σωρευτικές εξοικονομήσεις ενός συστήματος βασισμένου στις ΑΠΕ αντιστοιχούν σε μέγεθος αντίστοιχο με τις ετήσιες δαπάνες υγείας της Ευρώπης και περίπου στο 9% του ΑΕΠ της ΕΕ - μια σύγκριση που αναδεικνύει το μακροοικονομικό όφελος της πράσινης μετάβασης. Επιπλέον, ήδη από το 2035, οι εξοικονομήσεις έναντι του Slow Transition αγγίζουν τα 331 δισ. ευρώ.
Ένα από τα σημαντικά ευρήματα της μελέτης είναι ότι το αυξημένο κόστος στα σενάρια που δεν βασίζονται κυρίως σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με τη διατήρηση υψηλής εξάρτησης από εισαγόμενα καύσιμα. Όσο καθυστερεί η υποκατάσταση του πετρελαίου και του φυσικού αερίου, τόσο ενισχύεται η συνολική επιβάρυνση της ευρωπαϊκής οικονομίας - τόσο λόγω των δαπανών προμήθειας καυσίμων όσο και εξαιτίας του κόστους που συνεπάγονται οι εκπομπές CO₂.
Επενδύσεις σε δίκτυα και αποθήκευση
Η έκθεση συνυπολογίζει και το κόστος ενίσχυσης των δικτύων μεταφοράς και διανομής, μια αναβάθμιση που καθίσταται αναγκαία καθώς αυξάνεται η διείσδυση των ΑΠΕ και απαιτείται μεγαλύτερη ευελιξία στο σύστημα. Οι σχετικοί υπολογισμοί βασίζονται σε αναλυτικά δεδομένα χωρών όπως η Γερμανία, τα οποία προσαρμόζονται στις ανάγκες του ευρωπαϊκού συστήματος.
Περιλαμβάνονται επίσης τα κόστη αποθήκευσης ενέργειας - είτε μέσω μπαταριών είτε μέσω υδρογόνου - καθώς και οι επενδύσεις για την ενίσχυση της διασυνδεσιμότητας των ευρωπαϊκών δικτύων.
Στο Renewables+ σενάριο η αιολική και η ηλιακή ενέργεια καλύπτουν το 83% της ευρωπαϊκής ηλεκτροπαραγωγής το 2050. Το κόστος παραγωγής από φωτοβολταϊκά εκτιμάται στα 23 €/MWh, ενώ η υπεράκτια αιολική ενέργεια κυμαίνεται μεταξύ 77–132 €/MWh.
Ενεργειακή ασφάλεια
Η μελέτη υπογραμμίζει ότι ένα ενεργειακό σύστημα βασισμένο σε ΑΠΕ διαθέτει πολύ υψηλό δείκτη ενεργειακής ασφάλειας και ανθεκτικότητας σε εξωτερικά σοκ - όπως εκείνα που προέκυψαν μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Στο σενάριο Renewables+, η εξάρτηση από εισαγωγές μειώνεται από 71% το 2030 σε μόλις 22% το 2050. Αντίθετα, στο Slow Transition, η Ευρώπη παραμένει εξαιρετικά εκτεθειμένη, με εξάρτηση 78% το 2030 και 54% το 2050. Με τη WindEurope να σημειώνει ότι η παραγωγή ενέργειας σε ένα σύστημα βασισμένο στις ΑΠΕ υπερβαίνει καθαρά τη ζήτηση, προσφέροντας υψηλό επίπεδο σταθερότητας.
Προτάσεις πολιτικής
Η μελέτη συνοδεύεται από ένα σύνολο συστάσεων προς την ΕΕ και τις εθνικές κυβερνήσεις, με στόχο την ταχύτερη αξιοποίηση των οφελών ενός ενεργειακού συστήματος βασισμένου στις ΑΠΕ.
Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται:
• Σημαντικές επενδύσεις στα ηλεκτρικά δίκτυα, με καλύτερο κεντρικό σχεδιασμό προσανατολισμένο στην επίτευξη κλιματικής ουδετερότητας και αποτελεσματικότερη διαχείριση της αναμονής σύνδεσης στο δίκτυο.
• Επιτάχυνση των αδειοδοτήσεων έργων ΑΠΕ μέσω πλήρους εφαρμογής των νέων ευρωπαϊκών κανόνων και ψηφιοποίησης των διαδικασιών, ώστε να περιοριστούν οι καθυστερήσεις.
• Μείωση του επενδυτικού ρίσκου με σταθερή ροή διαγωνισμών Contract for Difference (CfDs). Τα CfDs βελτιώνουν το κόστος κεφαλαίου, εξασφαλίζουν προβλεψιμότητα εσόδων και προσφέρουν σημαντική αξία για την κοινωνία.
• Ενίσχυση της ηλεκτροδότησης της ενεργειακής ζήτησης, με αξιοποίηση όλων των διαθέσιμων ευρωπαϊκών χρηματοδοτικών εργαλείων, συμπεριλαμβανομένης της Industrial Decarbonisation Bank, και με διατήρηση των υφιστάμενων πολιτικών για την απανθρακοποίηση των μεταφορών.
• Εναρμόνιση της ενεργειακής φορολογίας, ώστε να ενθαρρύνονται οι καταναλωτές να στραφούν στον ηλεκτρισμό, μεταξύ άλλων με την αφαίρεση χρεώσεων που δεν σχετίζονται με την ενέργεια από τους λογαριασμούς ηλεκτρικού ρεύματος.
• Ενίσχυση της ευρωπαϊκής αιολικής βιομηχανίας, με στόχο τη στήριξη της στρατηγικής αυτονομίας, την τόνωση της οικονομικής ανάπτυξης και τη διασφάλιση βιώσιμης βιομηχανικής παραγωγής στον εν λόγω τομέα.