Το ελληνικό ΑΕΠ σημείωσε το 1ο τρίμηνο του 2025 πραγματική αύξηση κατά 2,2% σε ετήσια βάση, επιβραδυνόμενο ελαφρά από το (αναθεωρημένο) +2,5% στο 4ο τρίμηνο του 2024, ενώ παρέμεινε στάσιμο (+0,04%) σε τριμηνιαία βάση.
Για ένα ακόμη τρίμηνο, η ανάπτυξη σε σημαντικό βαθμό στηρίχθηκε στην αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης, η οποία επιταχύνθηκε στο 1,9% YoY (+1,3% QoQ), εξέλιξη συμβατή με την αύξηση των δεικτών του λιανεμπορίου και της καταναλωτικής εμπιστοσύνης την ίδια περίοδο.
Χαμηλά οι επενδύσεις
Αντίθετα, οι επενδύσεις αυξήθηκαν κατά μόλις 4,1% YoY (μείωση κατά -10,9% σε τριμηνιαία βάση), ενώ αν αφαιρεθεί η συσσώρευση αποθεμάτων, οι επενδύσεις παγίων μειώθηκαν κατά -3,2% YoY (-6,1% QoQ). Δεδομένου ότι οι επενδύσεις λαμβάνουν συνεισφορές από την εκτέλεση των έργων του ΤΑΑ, αυτό υποδηλώνει μία αδύναμη εξέλιξη των ιδιωτικών επενδύσεων.
Μεταξύ των βασικών κατηγοριών ακαθάριστου σχηματισμού πάγιου κεφαλαίου, η μείωση σε σύγκριση με το προηγούμενο τρίμηνο προήλθε κυρίως από τις κατοικίες (-18,7%), ακολουθούμενες από το μηχανολογικό εξοπλισμό-οπλικά συστήματα (-8,1%) και τις λοιπές κατασκευές (-8,5%). Ανοδικά κινήθηκε μόνο ο μεταφορικός εξοπλισμός (+6,8%).
Ο εξωτερικός τομέας είχε για ένα ακόμη τρίμηνο αρνητική συνεισφορά στην ανάπτυξη, καθώς οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών αυξήθηκαν με βραδύτερο ρυθμό (+2,2% YoY) σε σχέση με τις εισαγωγές (+2,4% YoY).
Συνολικά, από τις 2,6 π.μ. της ανάπτυξης, οι περίπου 1,3 π.μ. προήλθαν από την ιδιωτική κατανάλωση, 1,3 π.μ. από την αύξηση των αποθεμάτων, ενώ αρνητική συνεισφορά είχαν, τόσο οι καθαρές εξαγωγές κατά 0,3 π.μ., όσο και οι επενδύσεις παγίων κατά 0,5 π.μ.
Η ζημιά του ΝΟΚ
Μετρώντας την εγχώρια οικονομική δραστηριότητα σε όρους παραγωγής, η πραγματική ακαθάριστη προστιθέμενη αξία (ΑΠΑ) μειώθηκε σε τριμηνιαία βάση κατά -0,4% το α’ τρίμηνο 2025, από αύξηση 0,7% το δ’ τρίμηνο 2024 (1,5% από 1,9% σε ετήσια βάση).
Αυτό, σε μεγάλο βαθμό, οφείλεται στους κλάδους των κατασκευών και της διαχείρισης ακίνητης περιουσίας, των οποίων η ΑΠΑ μειώθηκε κατά -18,6% QoQ και -2,5% QoQ αντίστοιχα, αφαιρώντας συνολικά -0,8 π.μ. από τον τριμηνιαίο πραγματικό ρυθμό μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας.
Αυτό, σε ένα βαθμό, συναρτάται και με την αβεβαιότητα την οποίαν προκάλεσε η ακύρωση από το ΣτΕ του Νέου Οικοδομικού Κανονισμού (ΝΟΚ), καθώς τα ωφελήματα που αυτός επιχείρησε να δώσει στις κατασκευές, κρίθηκαν αντισυνταγματικά.
Είναι σημαντικό η όποια νέα ρύθμιση να μην έχει εκ νέου προβλήματα νομιμότητας, ειδάλλως η αρνητική επίπτωση στην οικοδομική δραστηριότητα μπορεί να συνεχιστεί και τα επόμενα τρίμηνα.
Στη θετική πλευρά των αποτελεσμάτων ήταν η αύξηση της παραγωγής στον κλάδο της γεωργίας, δασοκομίας και αλιείας για 2ο τρίμηνο (9,3% το δ’ τρίμηνο 2024 και 4,8% το α’ τρίμηνο 2025).
Η αγορά εργασίας
Το μη εποχικά προσαρμοσμένο ποσοστό ανεργίας περιορίστηκε το 1ο τρίμηνο στο 10,4% του εργατικού δυναμικού, από 12,1% το αντίστοιχο τρίμηνο του 2024, ενώ οι άνεργοι περιορίστηκαν κατά 86,0 χιλ. (στους 488,1) με το ποσοστό συμμετοχής στην αγορά εργασίας να κατέρχεται στο 52,2%, από 52,6%, και να παραμένει από τα χαμηλότερα στην ΕΕ-27.
Η διαφορά στα ποσοστά ανεργίας μεταξύ γυναικών και ανδρών έχει περιοριστεί στις 4,6 π.μ., καθώς η ανεργία μειώνεται ταχύτερα στις γυναίκες, όπου καταγράφονται και τα μεγαλύτερα ποσοστά ανεργίας.
Ανθεκτικότητα αλλά ανάγκη δομικού μετασχηματισμού
Συμπερασματικά, η ελληνική οικονομία συνεχίζεται να υπεραποδίδει σε όρους ανάπτυξης από την λοιπή Ευρωζώνη (+0,3% YoY το πρώτο τρίμηνο του 2025), επιδεικνύοντας μία ανθεκτικότητα παρά το αδύναμο εξωτερικό περιβάλλον, λαμβάνοντας στηρίξεις και από την εκτέλεση του ΤΑΑ, ενώ το επόμενο διάστημα αναμένεται να τονωθεί επιπλέον από την καλή πορεία του τουρισμού.
Ωστόσο, τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της ανάπτυξης εξακολουθούν να μην υποδηλώνουν κάποιον δομικό μετασχηματισμό του ελληνικού υποδείγματος ανάπτυξης, στο βαθμό που η βασική κινητήρια δύναμη παραμένει η ιδιωτική κατανάλωση.
Αντίθετα, οι ιδιωτικές επενδύσεις είναι υποτονικές και ο εξωτερικός τομέας καταγράφει μία αυξανόμενα αρνητική συνεισφορά.
Η εικόνα αυτή τονίζει την ανάγκη επιτάχυνσης εκείνων των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που θα συνεισφέρουν στην προσέλκυση επενδύσεων παραγωγικού χαρακτήρα, καθώς και στην αύξηση και ποιοτική αναβάθμιση των εξαγωγών.
Αυτά είναι αναγκαίες προϋποθέσεις ώστε η ανάπτυξη να αποδειχτεί διατηρήσιμη στο μακροχρόνιο διάστημα.
Ο κ. Τάσος Αναστασάτος είναι Chief Economist της Eurobank