Στον χώρο όπου διαχρονικά διαμορφώνονται οι πιο κρίσιμες πολιτικές ισορροπίες, τον ευρύ κεντρώο και κεντροαριστερό χώρο, εξελίσσεται το τελευταίο διάστημα ένα σιωπηλό αλλά πολυεπίπεδο παιχνίδι στρατηγικών που αφορά άμεσα τόσο στη Νέα Δημοκρατία, όσο και το ΠΑΣΟΚ. Οι κινήσεις των δύο κομμάτων, άλλοτε εμφανείς και άλλοτε υπόγειες, καθορίζονται σε μεγάλο βαθμό από την επανεμφάνιση του Αλέξη Τσίπρα στο πολιτικό προσκήνιο και τον τρόπο με τον οποίο η παρουσία του απειλεί, πιέζει ή ενεργοποιεί πολιτικά αντανακλαστικά.
Για τη Νέα Δημοκρατία, η οποία αυτή τη στιγμή απέχει αρκετά από το διακηρυγμένο στόχο της για αυτοδυναμία, όπως παραδέχονται ακόμα και στελέχη της, το κεντρογενές ακροατήριο αποτελεί αναγκαία δεξαμενή ενίσχυσης. Οι πρόσφατες δηλώσεις του Άδωνι Γεωργιάδη και του Μάξιμου Χαρακόπουλου περί μετεκλογικής συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ δεν αποτελούν μεμονωμένα επεισόδια. Για πολλούς ήταν ενδεικτικές μιας προσεκτικά μελετημένης τακτικής διεμβολισμού του ΠΑΣΟΚ.
Η ΝΔ, αξιοποιώντας στελέχη του λεγόμενου «σημιτικού χώρου» αλλά και πιο ηχηρές μεταγραφές όπως του Ανδρέα Λοβέρδου, χτίζει συστηματικά γέφυρες με το τμήμα εκείνο των της σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας που δεν θέλει καμία σχέση με την Αριστερά και, κυρίως, με τον ίδιο τον Αλέξη Τσίπρα.
Ταυτόχρονα, το κυβερνητικό στρατόπεδο προσπαθεί να αναζωπυρώσει το «αντιΤσίπρα» μέτωπο, φέρνοντας ξανά στο προσκήνιο το 2015, τα κλειστά ATM και το τρίτο μνημόνιο, δηλαδή εργαλεία που η ΝΔ θεωρεί ότι συσπειρώνουν την παραδοσιακή της βάση αλλά λειτουργούν και ως επιπλέον μοχλός πίεσης προς τους κεντρογενείς του ΠΑΣΟΚ, αναγκάζοντάς το να ξεκαθαρίσει αν βλέπει τον πρώην πρωθυπουργό ως σύμμαχο ή εμπόδιο.
Η στρατηγική της ΝΔ, εστιάζοντας σε ένα Κέντρο που κλυδωνίζεται από αναποφασιστικότητα και πολιτική κόπωση, προσομοιάζει με επιχείρηση απορρόφησης όσο το δυνατόν μεγαλύτερου τμήματος του μετριοπαθούς αυτού χώρου. Από τα στοιχεία των δημοσκοπήσεων, μάλιστα, προκύπτει ότι οι πολίτες παραμένουν δυσαρεστημένοι από τα «πρακτικά θέματα», ακρίβεια, διαφθορά, καθημερινότητα, που επηρεάζουν άμεσα τη συμπεριφορά τους στις κάλπες, ενώ ο Κυριάκος Μητσοτάκης ανταγωνίζεται τον «κανένα» στην καταλληλότητα για πρωθυπουργία, γεγονός που ωθεί το κυβερνών κόμμα σε ακόμη πιο επιθετικές τακτικές προσέγγισης ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ.
Από την άλλη πλευρά, η Χαριλάου Τρικούπη βρίσκεται μπροστά στη μεγαλύτερη ίσως πρόκληση της ηγεσίας Ανδρουλάκη: να παραμείνει δεύτερο κόμμα, να μην αφήσει τον Αλέξη Τσίπρα να ανακαταλάβει τον χώρο της Κεντροαριστεράς και παράλληλα να αναχαιτίσει την πίεση της ΝΔ προς το Κέντρο.
Το ΠΑΣΟΚ βρίσκεται σε κατάσταση «αυξημένης επαγρύπνησης», όπως παραδέχονται στελέχη του, καθώς θεωρεί ότι η υπερπροβολή της επανόδου Τσίπρα από τα ΜΜΕ αποτελεί όχι μόνο επικοινωνιακή στρέβλωση αλλά και συνειδητή υπονόμευση της δικής του δυναμικής.
Ο Νίκος Ανδρουλάκης επιχειρεί να υψώσει τείχος, όταν αποδομεί την επιχειρηματολογία του πρώην πρωθυπουργού ότι «δεν υπάρχει αντιπολίτευση», υπενθυμίζοντας ότι ο Τσίπρας έχασε με 24 μονάδες, τη μεγαλύτερη ήττα της μεταπολίτευσης, και υποστηρίζοντας ότι η παντοδυναμία της ΝΔ ήταν «έργο Τσίπρα» που άφησε πίσω του κενό, το οποίο καλύπτει σήμερα το ΠΑΣΟΚ.
Παράλληλα, ο πρόεδρος του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, σπεύδει να αποκλείσει οποιοδήποτε σενάριο συγκυβέρνησης με τη ΝΔ, χαρακτηρίζοντάς το ασύμβατο με την ανάγκη πολιτικής αλλαγής και «αποκατάστασης της θεσμικής κανονικότητας».
Οι εσωτερικές ισορροπίες, ωστόσο, δεν είναι λιγότερο εύθραυστες. Η παρέμβαση του Οδυσσέα Κωνσταντινόπουλου άνοιξε ξανά τη συζήτηση περί ηγεσίας, έστω και συγκαλυμμένα, ενώ και άλλες τάσεις, όπως εκείνες γύρω από τον Χάρη Δούκα ή τον Παύλο Γερουλάνο, κινούνται με δικές τους στοχεύσεις, βλέποντας το συνέδριο του Μαρτίου ως το μεγάλο ορόσημο για αναδιάταξη δυνάμεων στο εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο παράγοντας Τσίπρας λειτουργεί ως διπλή απειλή: από τη μία πιέζει το ΠΑΣΟΚ από τα αριστερά, επιχειρώντας να ανακτήσει τη χαμένη αίγλη του χώρου. Από την άλλη ενισχύει εξ αντανακλάσεως τη ΝΔ, η οποία αξιοποιεί το «φάντασμα του 2015» για να ανασυστήσει το αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο, ως «αντιΤσίπρα» αυτή τη φορά.
Η Νέα Δημοκρατία εκτιμά ότι ο Αλέξης Τσίπρας θα πιέσει κυρίως το ΠΑΣΟΚ, και γι’ αυτό σπεύδει όχι μόνο να διεκδικήσει αλλά και να απορροφήσει όσους κεντρογενείς ψηφοφόρους αποστρέφονται οποιαδήποτε πιθανή συμπόρευση με την Αριστερά.
Την ίδια στιγμή, ο Νίκος Ανδρουλάκης γνωρίζει ότι το στοίχημα είναι υπαρξιακό: αν δεν μπορέσει να υπερασπιστεί τον χώρο του από την απειλή Τσίπρα και να ανακόψει τον διεμβολισμό από τη ΝΔ, τότε όχι μόνο το μέλλον του ΠΑΣΟΚ αλλά και το δικό του πολιτικό μέλλον θα απειληθεί σοβαρά.
Το αποτέλεσμα είναι μια πρωτοφανής ρευστότητα στον χώρο που άλλοτε ονομάζαμε «Κέντρο». Ρευστότητα που μοιάζει με παιχνίδι τριών παικτών, όπου κανείς δεν μπορεί να κερδίσει χωρίς να κόψει κομμάτια από τους άλλους. Κι αν κάτι προδιαγράφεται βέβαιο σε αυτόν τον άτυπο, πολύμηνο προεκλογικό αγώνα, είναι ότι ο χώρος αυτός θα είναι το μεγάλο πεδίο μάχης που θα κρίνει την επόμενη κάλπη.