Οταν ο Stéphane de La Faverie ανέλαβε τα ηνία της Estée Lauder τον Ιανουάριο, έθεσε ως προτεραιότητα τη ριζική ανανέωση του ομίλου, με στόχο να καλυφθεί το χαμένο έδαφος στις πωλήσεις και να προσελκύσει νεότερες γενιές καταναλωτών. Αν και ο Όμιλος πολυτελών καλλυντικών άργησε να στραφεί στο ηλεκτρονικό εμπόριο, τώρα δείχνει αποφασισμένος να καλύψει το κενό. Και όπως όλα δείχνουν, βρήκε τον άνθρωπο που θα την οδηγήσει στο ψηφιακό της μέλλον: την Aude Gandon.
Η εταιρεία, σε μια προσπάθεια να αναστρέψει την πολυετή κάμψη των πωλήσεών της, προχωρά σε μία δυναμική ψηφιακή ώθηση, ενισχύοντας τη στρατηγική της για την προσέγγιση του σύγχρονου καταναλωτή, αλλά και της νέας γενιάς. Με την τιμή της μετοχής να έχει υποχωρήσει τα τελευταία χρόνια και τις προκλήσεις της κινεζικής αγοράς να παραμένουν, η Estée Lauder εισέρχεται σε μία νέα εποχή, ποντάροντας στη δυναμική της ψηφιακής στρατηγικής και στη νέα ηγέτιδα του μετασχηματισμού.
Η επιλογή της Gandon δεν είναι απλώς μια ακόμα πρόσληψη ενός στελέχους. Είναι η δήλωση του ομίλου πως η ψηφιακή καθυστέρηση τελείωσε, και η μάχη για τον σύγχρονο καταναλωτή ξεκινά τώρα.

Ποια είναι η Aude Gandon
Η Aude Gandon θα αναλάβει επίσημα καθήκοντα την 1η Αυγούστου στη νεοσύστατη θέση της Chief Digital & Marketing Officer – μια κίνηση-ορόσημο που σηματοδοτεί τη νέα κατεύθυνση της εταιρείας. Θα αναφέρεται απευθείας στον CEO, de La Faverie.
Με προηγούμενη θητεία ως Global Chief Marketing Officer στη Nestlé, η Gandon έρχεται με ισχυρό βιογραφικό: ηγήθηκε ψηφιακού μετασχηματισμού σε 188 αγορές και πάνω από 2.000 brands, συνεργαζόμενη με τεχνολογικούς κολοσσούς όπως Google, Meta, Amazon και Netflix. Έχει επίσης διατελέσει κορυφαίο στέλεχος στην Google και έχει συνεργαστεί με μεγάλα beauty brands σε διαφημιστικούς κολοσσούς όπως Publicis, McCann και Leo Burnett.
Η αποστολή της είναι ξεκάθαρη: να οδηγήσει την Estée Lauder σε μια πλήρως ψηφιακή, καταναλωτοκεντρική εποχή, συνδέοντας τα brands του οίλου (MAC, Clinique, Smashbox, Tom Ford και Aveda) με το κοινό, να ενδυναμώσει την απόδοση των ψηφιακών καναλιών και να συμβάλει στην ενίσχυση της αναγνωρισιμότητας και αξιοπιστίας των προϊόντων παγκοσμίως. Η ίδια δήλωσε:«Είμαι ενθουσιασμένη που εντάσσομαι στην Estée Lauder, μια εταιρεία με απαράμιλλη κληρονομιά και χαρτοφυλάκιο εμβληματικών brands. Ανυπομονώ να συνεργαστώ με τις ομάδες για να ενισχύσουμε τις ψ ηφιακές μας δυνατότητες, να εμβαθύνουμε τις σχέσεις με τους καταναλωτές και να οδηγήσουμε την ανάπτυξη σε όλα τα κανάλια».
Ψηφιακή-first γενιά, χωρίς αναμονές
Όπως ανέφερε και σχετική ανάλυση της PYMNTS, οι νεότεροι καταναλωτές —ιδίως η Γενιά Ζ (Gen Z)— υιοθετούν μια στάση “digital-first” και “instant-everything”, απαιτώντας άμεση ικανοποίηση και ταχύτατες αγοραστικές εμπειρίες.
«Πρόκειται για μια γενιά που ζει στο τώρα. Αν δεν γίνει κάτι άμεσα, δεν έχει νόημα να γίνει αργότερα», σχολίασε η Elena Casal, Chief Client Officer της The Clearing House.
Σύμφωνα με έρευνα της PYMNTS σε συνεργασία με την Adobe:
- Το 43% των καταναλωτών Gen Z προτιμά να αγοράζει απευθείας από τα sites των brands, σε ποσοστό σαφώς υψηλότερο από άλλες ηλικιακές ομάδες.
- Το 15% αυτών δήλωσε ότι η εμπιστοσύνη είναι ο βασικός λόγος για τον οποίο αποφεύγει τις πλατφόρμες τρίτων (όπως marketplaces), προτιμώντας την απευθείας επαφή με τα επίσημα brand websites.
Ο νέος CEO της Estée Lauder περιέγραψε το μέλλον της βιομηχανίας καλλυντικών ως μια phygital «συγχώνευση του ψηφιακού και του φυσικού κόσμου». Επισήμανε ότι η τεχνητή νοημοσύνη, μεταμορφώνει τον τρόπο με τον οποίο οι καταναλωτές επιλέγουν και αγοράζουν προϊόντα ομορφιάς.
Estee Lauder Hellas: Επιστροφή στα κέρδη, αλλά μακριά από τα €90 εκατ.
Σε τροχιά ανάκαμψης βρίσκεται η Estée Lauder Hellas, με αύξηση 20% στον τζίρο για τη χρήση έως 30 Ιουνίου 2024, φτάνοντας τα €66,38 εκατ. και επιστροφή σε προ φόρων κέρδη €693.000, μετά από ζημιές σχεδόν €8 εκατ. το 2022/2023.
Παρά τη θετική πορεία, η εταιρεία παραμένει μακριά από τις επιδόσεις του παρελθόντος, όταν ο τζίρος ξεπερνούσε τα €90 εκατ. και τα κέρδη άγγιζαν τα €10 εκατ.
Η μείωση κόστους, η ενίσχυση των εξαγωγών και το «Project Olympic» – με την Ελλάδα να εξυπηρετεί πλέον και τη Ρουμανία – συνέβαλαν στην ανάκαμψη και δημιουργούν προοπτικές για βιώσιμη ανάπτυξη.