Σε υψηλά μεγέθη αναμένεται να κινηθεί ο κλάδος Ψηφιακής Τεχνολογίας και Τεχνολογιών Πληροφορικής και Επικοινωνιών (ΤΠΕ) στην Ελλάδα με ορίζοντα το 2030, προσεγγίζοντας σε αξία τα €13,5 δισ., ή περίπου το 6% του προβλεπόμενου εθνικού ΑΕΠ.
Παράλληλα, οι έμμεσες και επαγόμενες οικονομικές επιπτώσεις του κλάδου εκτιμάται ότι θα ανέλθουν στα €27,8 δισ., επιβεβαιώνοντας τον πολλαπλασιαστικό του ρόλο στην ελληνική οικονομία και τη σύνδεσή του με ένα ευρύ φάσμα παραγωγικών δραστηριοτήτων.
Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει η νέα μελέτη της Deloitte, που εκπονήθηκε για λογαριασμό του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Πληροφορικής και Επικοινωνιών (ΣΕΠΕ), με τίτλο «Ψηφιακή Ελλάδα 2025 – Από τη Στρατηγική στην Υλοποίηση».
Η μελέτη αξιολογεί την πρόοδο σειράς προτάσεων που είχαν τεθεί προς την πολιτική ηγεσία στο πλαίσιο προηγούμενων παρεμβάσεων του κλάδου, τόσο της μελέτης του 2019 για τον στρατηγικό σχεδιασμό των ΤΠΕ όσο και της μελέτης του 2024 για τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές του τομέα.
Τέσσερις πυλώνες για τον ψηφιακό μετασχηματισμό
Η ανάλυση της Deloitte εστιάζει σε τέσσερις βασικούς πυλώνες πολιτικής, οι οποίοι θεωρούνται καθοριστικοί για τη βιώσιμη ανάπτυξη του κλάδου: την ενίσχυση του ανθρώπινου δυναμικού και των δεξιοτήτων, την προώθηση της καινοτομίας και της έρευνας, την επιτάχυνση της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης και την ενίσχυση της εξωστρέφειας και της ανταγωνιστικότητας.
Σύμφωνα με τη μελέτη, ο πρώτος πυλώνας αφορά την ανάπτυξη ενός ισχυρού «ψηφιακού προσανατολισμού» στο εκπαιδευτικό σύστημα, καθώς και την προσέλκυση και διατήρηση ταλέντων στον κλάδο ΤΠΕ.
Ειδικότερα, έχει αναγνωριστεί η ανάγκη για περισσότερους από 1.000 αποφοίτους ετησίως έως το 2030, μέσω της δημιουργίας νέων Μεταπτυχιακών Προγραμμάτων Σπουδών, που θα καλύπτουν σύγχρονες ανάγκες της αγοράς.
Παράλληλα, προβλέπεται η επιλογή τριών περιοχών που θα αναπτυχθούν ως digital nomads’ hubs, στο πλαίσιο μιας ολοκληρωμένης εθνικής στρατηγικής προσέλκυσης ψηφιακών νομάδων, με έμφαση σε αγγλόφωνα σχολεία, υψηλού επιπέδου υπηρεσίες υγείας και ποιοτικές κατοικίες.
Στόχος το 3% του ΑΕΠ
Στον δεύτερο πυλώνα, η μελέτη δίνει έμφαση στη δημιουργία ενός ενισχυμένου οικοσυστήματος έρευνας και καινοτομίας, ικανού να στηρίξει τόσο την εφαρμοσμένη έρευνα όσο και την επιχειρηματική αξιοποίησή της.
Έως το 2030 αναμένονται σημαντικές επενδύσεις σε εξοπλισμό και νέες υποδομές, οι οποίες θα συμβάλουν στην αύξηση των δαπανών για Έρευνα και Ανάπτυξη ως ποσοστό του ΑΕΠ, με στόχο την επίτευξη του 3%, σύμφωνα με τις ευρωπαϊκές κατευθύνσεις.
Ταυτόχρονα, τίθεται ως επιδίωξη η βελτίωση της θέσης της Ελλάδας κατά τουλάχιστον 9 θέσεις στον δείκτη European Innovation Scoreboard, ώστε η χώρα να προσεγγίσει τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Με βάση αυτό το σενάριο, η Ελλάδα θα μπορούσε να καταταγεί στην κατηγορία των “Strong Innovators”, ενισχύοντας τη διεθνή της εικόνα και την ελκυστικότητά της για επενδύσεις υψηλής τεχνολογίας.
Gov.gr, χρηματοδότηση και «predictive government»
Ιδιαίτερη βαρύτητα δίνεται και στον τρίτο πυλώνα, αυτόν της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης, όπου καταγράφεται ήδη σημαντική πρόοδος τα τελευταία χρόνια.
Με περισσότερες από 2.200 διαθέσιμες υπηρεσίες στο Gov.gr, νέες ψηφιακές λειτουργίες και συνεργασίες, η αναβάθμιση της ψηφιακής σχέσης κράτους – πολίτη θεωρείται ένα από τα πλέον απτά αποτελέσματα του ψηφιακού μετασχηματισμού.
Ωστόσο, με ορίζοντα το 2030, η μελέτη υπογραμμίζει την ανάγκη για 100% ετήσια χρηματοδότηση των αναγκών συντήρησης, λειτουργίας και επέκτασης των συστημάτων ΤΠΕ της Δημόσιας Διοίκησης.
Στόχος είναι η πλήρης ψηφιοποίηση όλων των δημόσιων υπηρεσιών και η μετάβαση σε ένα μοντέλο προληπτικής Δημόσιας Διοίκησης (predictive government), που θα αξιοποιεί δεδομένα για έγκαιρες και αποτελεσματικές παρεμβάσεις.
Στο ίδιο πλαίσιο, προτείνεται από τον ΣΕΠΕ η δημιουργία ενός «Παρατηρητηρίου Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης», το οποίο θα διασφαλίζει συνεχή παρακολούθηση και αξιολόγηση της αξίας κάθε έργου ψηφιακού μετασχηματισμού.
Ο τέταρτος πυλώνας αφορά την ενίσχυση της εξωστρέφειας και της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών επιχειρήσεων ΤΠΕ, με έμφαση στη διεθνή παρουσία και στη δημιουργία προστιθέμενης αξίας.
Μεταξύ των προτεινόμενων δράσεων περιλαμβάνεται η ανάπτυξη ενός ισχυρού εθνικού brand σε υπο-τομείς όπου η Ελλάδα μπορεί να αποκτήσει συγκριτικό πλεονέκτημα, όπως η υγεία, ο πολιτισμός και η βιωσιμότητα.
Παράλληλα, προτείνεται η δημιουργία ψηφιακής πλατφόρμας εγγραφής και παρουσίασης των εταιρειών του ελληνικού κλάδου ΤΠΕ, με στόχο την ενίσχυση συνεργασιών και την προώθηση επιχειρηματικών ευκαιριών σε εθνικό και διεθνές επίπεδο.
Στις παρεμβάσεις περιλαμβάνεται επίσης η παροχή 100% φορολογικής υπερέκπτωσης για επενδύσεις και δράσεις κατάρτισης σε τεχνολογίες αιχμής, καθώς και η δημιουργία πλατφόρμας open data που θα συγκεντρώνει δεδομένα από όλες τις «έξυπνες» πόλεις της χώρας.
Γραφειοκρατία και έλλειψη προσωπικού οι μεγαλύτερες προκλήσεις
Η πρωτογενής έρευνα που διενεργήθηκε σε στελέχη του κλάδου ΤΠΕ αναδεικνύει ότι, παρά την πρόοδο, παραμένουν σημαντικές προκλήσεις.
Η υψηλή γραφειοκρατία καταγράφεται ως το μεγαλύτερο εμπόδιο, με ποσοστό 48,9%, ακολουθούμενη από την έλλειψη ανθρώπινου δυναμικού (47,9%) και τις καθυστερήσεις στην υλοποίηση έργων ψηφιακού μετασχηματισμού (43,2%).
Την ίδια στιγμή, το 84% των συμμετεχόντων δηλώνει ικανοποιημένο από την πρόοδο της Πολιτείας στην επιτάχυνση της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης, ενώ το ποσοστό ικανοποίησης για την ενίσχυση της εξωστρέφειας και της ανταγωνιστικότητας διαμορφώνεται στο 51%.
Χαμηλότερα κινούνται τα ποσοστά ικανοποίησης για την ενίσχυση του ανθρώπινου δυναμικού και των δεξιοτήτων (40%) και για την προώθηση της καινοτομίας και της έρευνας (35%).
Θετική αποτίμηση της πορείας από το 2019
Σε ό,τι αφορά την ταχύτητα υλοποίησης του ψηφιακού μετασχηματισμού στο Δημόσιο, το 36% των ερωτηθέντων θεωρεί τη διαδικασία αρκετά γρήγορη, ενώ το 23,2% εκτιμά ότι υπάρχει μερική πρόβλεψη αλλά ανεπαρκείς πόροι για τη συντήρηση και λειτουργία των πληροφοριακών συστημάτων.
Μόλις το 3% θεωρεί ότι υπάρχει επαρκής χρηματοδότηση με σαφή προγραμματισμό, στοιχείο που αναδεικνύει την ανάγκη για πιο σταθερό και μακροπρόθεσμο πλαίσιο.
Παρά τις αδυναμίες, η συνολική αποτίμηση της πορείας του κλάδου από το 2019 έως σήμερα είναι θετική, με το 68% των στελεχών να εκτιμά ότι έχει σημειωθεί πρόοδος σε μεγάλο ή πολύ μεγάλο βαθμό.