Στα 3,4 δισ. ευρώ έφτασαν οι ληξιπρόθεσμες οφειλές των καταναλωτών προς τους προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας παρουσιάζοντας μεγαλύτερη καταγεγραμμένη αύξηση της τελευταίας δεκαετίας.
Πρόκειται για μια αύξηση 40% σε σχέση με πέρυσι, δημιουργώντας ένα μεγάλο κόστος για τις εταιρείες του κλάδου που τελικά επιβαρύνει τους συνεπείς καταναλωτές, μέσω υψηλότερων τιμολογίων και λιγότερων επιλογών.
Ειδικότερα, σε 1,65 δισ. ευρώ ανέρχονται τα χρέη των παλιών πελατών και 1,73 δισ. ευρώ των υφιστάμενων, τα οποία προέρχονται από 1.375.000 μετρητές.
Για να αυστηροποιηθεί το πλαίσιο και να περιοριστεί ο ενεργειακός τουρισμός χρειάζεται τροποποίηση στο άρθρο 42 του Κώδικα Προμήθειας.
Νέα μέτρα από το ΥΠΕΝ
Με στόχο την καταπολέμηση στων στρεβλώσεων και του έξτρα κόστους που δημιουργούν στο ηλεκτρικό σύστημα όσοι κάνουν ρευματοκλοπές ή αφήνουν απλήρωτους λογαριασμούς και αλλάζουν προμηθευτή, το υπουργείο Ενέργειας ετοιμάζει, σύμφωνα με πηγές, νέα σειρά μέτρων.
Με την τροποποίηση του άρθρου 42, στόχος είναι να αυστηροποιηθούν οι προϋποθέσεις αλλαγής προμηθευτή, ώστε να μειωθούν οι κακοπληρωτές, δηλαδή αυτοί που αλλάζουν εταιρεία προμήθειας αφήνοντας οφειλές στον προηγούμενο προμηθευτή.
Σημειώνεται ότι από τις αρχές του έτους βρίσκεται στο ΥΠΕΝ η εισήγηση της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας για την τροποποίηση του Κώδικα Προμήθειας που αφορά στην αλλαγή παρόχου από τους καταναλωτές, δηλαδή του άρθρο 42 του κώδικα προμήθειας, η οποία συζητείται τον τελευταίο ένα χρόνο στο υπουργείο.
Με βάση την εισήγηση της ΡΑΑΕΥ, η αλλαγή προμηθευτή θα επιτρέπεται πλην δύο περιπτώσεων. Δεν θα επιτρέπεται αν έχει επιβληθεί από τον προμηθευτή εντολή απενεργοποίησης μετρητή φορτίου και/αν υπάρχει εντολή επισήμανσης του πελάτη (flagging) ως υπερήμερου στο σύστημα του ΔΕΔΔΗΕ από τρεις διαφορετικούς προμηθευτές για ανείσπρακτες οφειλές που συντελέστηκαν από την 1 Ιανουαρίου του 2020 και μετά.
Τα στοιχεία της ΡΑΑΕΥ
Σύμφωνα με στοιχεία της ΡΑΑΕΥ, τα 1,6 δισ. ευρώ από τα συνολικά χρέη προέρχονται από καταναλωτές που έχουν ήδη αλλάξει πάροχο χωρίς να εξοφλήσουν τις προηγούμενες υποχρεώσεις τους.
Το φαινόμενο αυτό είναι γνωστό ως «ενεργειακός τουρισμός»: πελάτες που καταναλώνουν ρεύμα, αφήνουν χρέη πίσω τους και μετακινούνται ανενόχλητοι σε νέο προμηθευτή.
Η αύξηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών δημιουργεί ένα φαύλο κύκλο που στρεβλώνει τον ανταγωνισμό και τιμωρεί τους συνεπείς που καλούνται όλοι μαζί να καλύψουν τη μαύρη τρύπα που δημιουργείται.
Το πρόβλημα των ανεξόφλητων οφειλών εκτείνεται σε όλες τις κατηγορίες καταναλωτών, με τις μεγαλύτερες επιβαρύνσεις να καταγράφονται στα νοικοκυριά και τις μικρές επιχειρήσεις, οι οποίες τροφοδοτούνται από χαμηλή τάση. Ειδικότερα:
Χαμηλή τάση: 2,4 δισ. ευρώ (1 δισ. από νοικοκυριά και 900 εκατ. από μικρές επιχειρήσεις)
Μέση τάση (μεσαίες επιχειρήσεις): 600 εκατ. ευρώ
Υψηλή τάση (147 παροχές μεγάλων επιχειρήσεων): 350 εκατ. ευρώ
Πώς το θεσμικό πλαίσιο οδήγησε στην αύξηση των ληξιπρόθεσμων
Η απόφαση του ΣτΕ (1888/2020) το 2020 έπαψε να καλύπτει νομικά και επομένως να επιτρέπει στον προμηθευτή, στον οποίο υπάρχουν οφειλές από προηγούμενο πελάτη, να μπορεί να ζητήσει την απενεργοποίηση μετρητή για πελάτες οι οποίοι αλλάζουν πάροχο αφήνοντας ανεξόφλητες οφειλές.
Το αποτέλεσμα είναι το σημερινό θεσμικό πλαίσιο να μην επαρκεί για να προστατέψει τη λειτουργία της αγοράς και τους συνεπείς πελάτες.
Ο Ελληνικός Σύνδεσμος Προμηθευτών Ενέργειας (ΕΣΠΕΝ) ζητά διαχρονικά την άμεση τροποποίηση των άρθρων 39 και 42 του Κώδικα Προμήθειας, ώστε να αποκατασταθεί η δυνατότητα απενεργοποίησης του μετρητή σε περιπτώσεις ύπαρξης ληξιπρόθεσμων οφειλών από πελάτες οι οποίοι ασκούν το δικαίωμά τους στην αλλαγή προμηθευτή, πάντα φυσικά με σεβασμό στις αρχές της αναλογικότητας και της έννομης τάξης.
Επίσης, μερικές φορές, όταν οι πάροχοι ζητούν διακοπή, ο ΔΕΔΔΗΕ συχνά δεν ανταποκρίνεται, με αποτέλεσμα να μην εκτελούνται οι εντολές αποκοπής και να συνεχίζονται χρεώσεις που δεν πληρώνονται με αποτέλεσμα να επιβαρύνονται οικονομικά οι εταιρείες προμήθειας.
Για τον περιορισμό του φαινομένου ο ΕΣΠΕΝ προτείνει την καθιέρωση δεικτών απόδοσης (KPIs) και αντικινήτρων για τον Διαχειριστή, όπως ισχύει σε άλλα κράτη-μέλη της Ε.Ε., ώστε να διασφαλιστεί η συνέπεια, η διαφάνεια και η αποδοτικότητα.