Με τις υψηλές θερμοκρασίες να δημιουργούν φόβους για νέα ενεργειακή κρίση στη Νοτιοανατολική Ευρώπη μέσα στο καλοκαίρι, το ζήτημα των υψηλών τιμών ηλεκτρικής ενέργειας επανέρχεται δυναμικά στο προσκήνιο. Στο επίκεντρο του Συμβουλίου Υπουργών Ενέργειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που θα διεξαχθεί τη Δευτέρα 16 Ιουνίου στο Λουξεμβούργο, θα βρεθεί ο Έλληνας Υπουργός Ενέργειας, Σταύρος Παπασταύρου, προκειμένου να καταθέσει τις ελληνικές ανησυχίες και προτάσεις.
Η Ελλάδα, έχοντας βιώσει το περασμένο καλοκαίρι σοβαρές ενεργειακές αναταράξεις, προσέρχεται στο Συμβούλιο με βασική προτεραιότητα την αποφυγή νέου κύματος ακραίων τιμών τον φετινό Αύγουστο. Ο υπουργός αναμένεται να τονίσει την επιτακτική ανάγκη λήψης συντονισμένων ευρωπαϊκών μέτρων, που θα θωρακίσουν την περιφέρεια απέναντι στις πιέσεις που προκαλούν η υψηλή ζήτηση και οι περιορισμένες διασυνδέσεις με την υπόλοιπη Ευρώπη.
Η ελληνική πλευρά πρόκειται να αναδείξει την ανάγκη για μία ενιαία αγορά ενέργειας, που θα συμβάλει στην αποκλιμάκωση των τιμών και θα ενισχύσει τη σταθερότητα. Οι τιμές ενέργειας συνδέονται άμεσα με την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, όπως έχει ο υπουργός Ενέργειας και η εξασφάλιση των συνθηκών για να μην έχουμε αυξήσεις, αποτελούν προτεραιότητα για την ελληνική κυβέρνηση.
Από τη Σόφια στο Λουξεμβούργο με γεμάτη ατζέντα
Πριν μεταβεί στο Λουξεμβούργο, ο κ. Παπασταύρου θα εκπροσωπήσει τον Πρωθυπουργό στο επιχειρηματικό φόρουμ GTF 5.0 στη Σόφια, όπου θα συζητηθούν ζητήματα ανταγωνιστικότητας και καινοτομίας στη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Στο περιθώριο της εκδήλωσης, θα έχει συνάντηση με τον Βούλγαρο ομόλογό του Ζέτσο Στάνκοβ. Στο τραπέζι των συνομιλιών αναμένεται να τεθούν η ενεργειακή ασφάλεια, η σταθερότητα του εφοδιασμού και οι επιπτώσεις από τις υψηλές τιμές ρεύματος στις χώρες της Βαλκανικής.
Μεταξύ των προτάσεων που έχει ήδη καταθέσει η Ελλάδα, ξεχωρίζει η δημιουργία ειδικής task force της Κομισιόν, η οποία θα παρακολουθεί σε πραγματικό χρόνο το ευρωπαϊκό ηλεκτρικό σύστημα και θα παρεμβαίνει όταν εντοπίζονται προβλήματα στις διασυνοριακές ροές. Στόχος είναι η πλήρης αξιοποίηση των δυνατοτήτων μεταφοράς μεταξύ των κρατών-μελών.
Η Αθήνα τονίζει επίσης τη σημασία των ενεργειακών διασυνδέσεων, με έμφαση στα έργα που ενώνουν την ηπειρωτική Ευρώπη με την Κύπρο και άλλες απομονωμένες αγορές. Η χρηματοδότηση τέτοιων έργων κρίνεται καθοριστική για τη συνοχή και την ανθεκτικότητα της ευρωπαϊκής αγοράς.
Αυξημένοι κίνδυνοι, μειωμένα αποθέματα
Στο μεταξύ, τα σημάδια από την ενεργειακή προετοιμασία του καλοκαιριού κάθε άλλο παρά ενθαρρυντικά είναι. Η Ελλάδα, όπως και άλλες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, αντιμετωπίζει ενδεχόμενο εκτίναξης τιμών, λόγω της περιορισμένης ηλεκτρικής διασύνδεσης με τα δυτικοευρωπαϊκά δίκτυα. Ένα ενδεχόμενο θερμό κύμα ή τεχνικά προβλήματα, σε συνδυασμό με χαμηλή παραγωγή από ΑΠΕ, μπορεί να οδηγήσουν σε απότομη αύξηση του κόστους ενέργειας.
Επιπλέον, έντονη ανησυχία προκαλεί και η πτώση στα υδροηλεκτρικά αποθέματα της χώρας. Η ΔΕΗ καταγράφει μείωση 27% στην παραγωγή κατά το πρώτο τρίμηνο, με τα αποθέματα στα φράγματα να υπολείπονται κατά 16% σε σχέση με πέρυσι. Ο Μάιος, που παραδοσιακά χαρακτηρίζεται από υψηλές στάθμες λόγω του λιωσίματος των χιονιών, δεν επαλήθευσε φέτος τις προσδοκίες.
Το κλίμα αυτό απεικονίζεται στην αγορά παραγώγων. Στην Ουγγαρία, που αποτελεί βασικό κόμβο διασύνδεσης, οι τιμές ρεύματος για τους μήνες Μάιο έως Ιούλιο εμφανίζονται αυξημένες έως και 55%. Ανάλογες τάσεις παρατηρούνται και στη Γερμανία, με τις τιμές να κινούνται ανοδικά από τα 69,25 €/MWh τον Μάιο, έως τα 86,52 €/MWh για το τρίτο τρίμηνο.
→ Διαβάστε επίσης: ΔΕΗ: Ενας Powertech Ομιλος - Τα πλεονεκτήματα από την είσοδο στις τηλεπικοινωνίες
REPowerEU και ελληνικές προτάσεις
Στο Συμβούλιο της Δευτέρας, οι Υπουργοί θα εξετάσουν επίσης τον οδικό χάρτη REPowerEU, που στοχεύει στη σταδιακή απεξάρτηση της Ευρώπης από το ρωσικό φυσικό αέριο.
Στο πλαίσιο του REPowerEU, προωθείται νομοθεσία για την απαγόρευση νέων συμβάσεων εισαγωγής ρωσικού φυσικού αερίου, τόσο μακροπρόθεσμων όσο και μέσω spot αγορών. Η νομοθεσία για την πλήρη απεμπλοκή αναμένεται να ολοκληρωθεί έως το τέλος του 2025, προβλέποντας τη σταδιακή εφαρμογή της για να περιοριστούν οι επιπτώσεις στην αγορά.
Η στρατηγική στοχεύει στη διατήρηση της ενεργειακής ασφάλειας, με σεβασμό στο ευρωπαϊκό και διεθνές δίκαιο, και παράλληλα στη μείωση της γεωπολιτικής εξάρτησης. Η σταδιακή μετάβαση εκτιμάται πως θα επιτρέψει στους παρόχους να προσαρμοστούν ομαλά στη νέα πραγματικότητα.