Κοντά στην υιοθέτηση ενός εργαλείου για την αντιμετώπιση του ενεργειακού κόστους για τη βιομηχανία βρίσκεται η ελληνική κυβέρνηση. Το ιταλικό μοντέλο, που εξασφαλίζει σταθερό κόστος ενέργειας για τη βιομηχανία για μια τριετία, συζητείται στη σημερινή συνεδρίαση της Διυπουργικής Επιτροπής υπό τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Κωστή Χατζηδάκη, με τη συμμετοχή των υπουργών Εθνικής Οικονομίας Κυριάκου Πιερρακάκη, Ανάπτυξης Τάκη Θεοδωρικάκου και Περιβάλλοντος και Ενέργειας Σταύρου Παπασταύρου.
Οι ελληνικές βιομηχανίες βιώνουν εδώ και χρόνια το «σοκ» της χονδρεμπορικής αγοράς. Οι τιμές του ρεύματος στη χώρα είναι συχνά διπλάσιες ή και τριπλάσιες από εκείνες που ισχύουν σε χώρες της κεντρικής και δυτικής Ευρώπης. Αυτό σημαίνει ότι προϊόντα με μικρά περιθώρια κέρδους, όπως ο χάλυβας ή το τσιμέντο, δύσκολα μπορούν να σταθούν σε διεθνείς αγορές.
Την ίδια στιγμή, κράτη όπως η Γερμανία, η Γαλλία και η Ισπανία έχουν υιοθετήσει αντίστοιχα μέτρα στήριξης για τις βιομηχανίες τους, ενώ ακόμα και η γειτονική Βουλγαρία διαθέτει χαμηλότερο ενεργειακό κόστος. Στον ανταγωνισμό μπαίνει και η Τουρκία, όπου οι τιμές ηλεκτρικής ενέργειας το 2025 κινήθηκαν γύρω στα 60–70 €/MWh, με ακόμα χαμηλότερα επίπεδα σε ώρες αιχμής.
Το πλεονέκτημα του ιταλικού μοντέλου
Η πρόταση στηρίζεται στα Συμβόλαια Διαφοράς (Contracts for Difference – CfDs), ένα εργαλείο που έχει ήδη υιοθετήσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Ο μηχανισμός δίνει τη δυνατότητα σε ενεργοβόρες βιομηχανίες να εξασφαλίσουν σταθερή τιμή ηλεκτρικής ενέργειας για παράδειγμα στα 60 €/MWh για τρία χρόνια, μέσω του ΔΑΠΕΕΠ, ο οποίος διαχειρίζεται μεγάλες ποσότητες ενέργειας από ΑΠΕ. Το ποσό θεωρείται ανταγωνιστικό σε ευρωπαϊκό επίπεδο και ιδιαίτερα ελκυστικό για κλάδους όπως η μεταλλουργία, τα χημικά, η τσιμεντοβιομηχανία και η χαλυβουργία.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, το κόστος για την πρώτη τριετία δεν θα ξεπεράσει τα 250 εκατ. ευρώ ετησίως – ποσό που χαρακτηρίζεται απολύτως διαχειρίσιμο αν ληφθούν υπόψη τα οφέλη για την οικονομία και την απασχόληση. Υπολογίζεται ότι περίπου 60 μεγάλες επιχειρήσεις Υψηλής και Μέσης Τάσης, με συνολική κατανάλωση 7,4 TWh, θα μπορούν να ενταχθούν στο νέο πλαίσιο.
Η επιστροφή του οφέλους μέσω ΑΠΕ
Το ιταλικό μοντέλο δεν μένει μόνο στη στήριξη των επιχειρήσεων. Προβλέπει ότι το όφελος της πρώτης τριετίας θα επιστραφεί σε βάθος 20 ετών, μέσω της ανάπτυξης νέων έργων Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας. Οι βιομηχανίες θα έχουν την υποχρέωση να κατασκευάσουν ή να χρηματοδοτήσουν ΑΠΕ, αποδίδοντας ισοδύναμη ποσότητα ενέργειας στο σύστημα.
Μάλιστα, για το ήμισυ της ισχύος αυτής θα εφαρμόζεται Συμβόλαιο Διαφοράς με σταθερή τιμή, ενώ το υπόλοιπο θα μπορεί να διατίθεται μέσω μακροχρόνιων PPAs. Με αυτόν τον τρόπο, το μέτρο συνδέεται άμεσα με την πράσινη μετάβαση, δημιουργώντας νέες επενδυτικές ευκαιρίες και ενισχύοντας τη βιωσιμότητα της ελληνικής οικονομίας.
Η Ιταλία εφάρμοσε το σχήμα το καλοκαίρι του 2024 χωρίς να περιμένει επίσημη έγκριση της Κομισιόν, προκαλώντας τότε αντιδράσεις. Ωστόσο, μετά από πολύμηνες διαπραγματεύσεις και την παρουσίαση στοιχείων που έδειξαν πως το όφελος αποπληρώνεται πλήρως σε βάθος χρόνου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσε τον Ιούνιο του 2025 επιστολή «καθησυχασμού», κρίνoντας το μέτρο συμβατό με τους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων. Η εξέλιξη αυτή άνοιξε τον δρόμο και για την Ελλάδα.