Η απόκτηση κατοικίας μετατρέπεται σε ολοένα πιο δύσκολη διαδικασία για τον μέσο Έλληνα, καθώς η αύξηση των τιμών και η στασιμότητα των εισοδημάτων διευρύνουν σταθερά το χάσμα μεταξύ δυνατοτήτων και πραγματικού κόστους.
Η φετινή έρευνα της Deloitte για την ευρωπαϊκή αγορά κατοικίας αποτυπώνει καθαρά το μέγεθος του προβλήματος: η Αθήνα κατατάσσεται πλέον στη δεύτερη θέση των ακριβότερων πόλεων για αγορά νεόδμητης κατοικίας, αμέσως μετά το Άμστερνταμ. Για ένα διαμέρισμα 70 τ.μ. απαιτείται εισόδημα 15,3 ετών εργασίας, γεγονός που καθιστά την ιδιοκατοίκηση σχεδόν απρόσιτη.
Οι πιέσεις πέρα από την Αθήνα
Η πίεση δεν περιορίζεται στο Λεκανοπέδιο. Η Θεσσαλονίκη εμφανίζεται στην πρώτη δεκάδα των πιο δυσπρόσιτων ευρωπαϊκών πόλεων, με απαιτούμενους μισθούς 11,4 ετών για νεόδμητο σπίτι παρόμοιας επιφάνειας. Στην Πάτρα, αν και το επίπεδο τιμών είναι χαμηλότερο (1.457 ευρώ/τ.μ.), το μέτρο προσιτότητας επιβαρύνεται από τα πιο περιορισμένα εισοδήματα, ανεβάζοντας τις ανάγκες σε 8,1 έτη εργασίας. Το συμπέρασμα είναι σαφές: η στεγαστική κρίση τείνει να καλύψει ολόκληρη τη χώρα.
Η αγορά της Αττικής
Οι τιμές στην Αττική αντικατοπτρίζουν την έντονη ανισορροπία της εγχώριας αγοράς. Η μέση αξία αγοράς κατοικίας στην Αθήνα φτάνει τα 8.475 ευρώ/τ.μ., με ετήσια άνοδο 10,1%, ενώ οι νεόδμητες κατοικίες στην Αττική διατίθενται πλέον στα 4.100 ευρώ/τ.μ., δηλαδή περίπου 287.000 ευρώ για διαμέρισμα 70 τ.μ. Το ποσό είναι 2,3 φορές υψηλότερο από τον εθνικό μέσο όρο, στοιχείο που αναδεικνύει τον βαθμό συγκέντρωσης ζήτησης στο Λεκανοπέδιο και την αδυναμία της περιφέρειας να λειτουργήσει ως αντίβαρο.
Ανάλογες τάσεις παρατηρούνται και στην υπόλοιπη Ευρώπη, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το Παρίσι, όπου οι τιμές κατοικίας υπερβαίνουν κατά 3,3 φορές τον εθνικό μέσο όρο. Ωστόσο, η Ελλάδα διαφοροποιείται εξαιτίας της έντονης συρρίκνωσης των εισοδημάτων την τελευταία δεκαετία. Όπως αναφέρει ο Γιάννης Δεληκανάκης της Southrock Asset Management, το διαθέσιμο εισόδημα των ελληνικών νοικοκυριών έχει υποχωρήσει στο 68% του επιπέδου του 2010, την ώρα που σε χώρες όπως η Ρουμανία και η Τσεχία έχει αυξηθεί στο 140% και 130% αντίστοιχα. «Η απουσία αγοραστικής δύναμης καθιστά αναπόφευκτη τη στεγαστική κρίση», επισημαίνει, υπογραμμίζοντας ότι οι αυξήσεις σε τιμές πώλησης, ενοικίων, οικοπέδων και υλικών έχουν δημιουργήσει ένα εντελώς δυσπρόσιτο περιβάλλον.
→ Διαβάστε επίσης: Ακίνητα: Νέο κίνητρο για κενά διαμερίσματα και AirBnb - Ποιοι δικαιούνται τριετή φοροαπαλλαγή
Η περιορισμένη προσφορά
Την ίδια ώρα, η προσφορά νέων κατοικιών παραμένει περιορισμένη. Αν και το 2024 καταγράφηκε άνοδος της ιδιωτικής οικοδομικής δραστηριότητας, η Ελλάδα εξακολουθεί να βρίσκεται χαμηλά στον ευρωπαϊκό δείκτη παραγωγής νέων κατοικιών, με μόλις 2,95 νέες μονάδες ανά 1.000 κατοίκους. Το 2025 μάλιστα εμφανίζει πτώση, καθώς το κενό που δημιουργήθηκε μετά την κατάργηση των μπόνους δόμησης του ΝΟΚ οδήγησε σε μείωση των οικοδομικών αδειών κατά 10% στο πρώτο επτάμηνο, αλλά και σε σημαντική υποχώρηση επιφάνειας και όγκου (18,4% και 11,3% αντίστοιχα).
Οι ειδικοί προειδοποιούν ότι η έλλειψη κινήτρων για νέες κατασκευές, σε συνδυασμό με την αδυναμία αποκέντρωσης, θα διατηρήσουν την πίεση στην αγορά κατοικίας. Χωρίς ενίσχυση της προσφοράς, χωρίς σταδιακή αποσυμφόρηση του αστικού κέντρου και χωρίς ουσιαστικές παρεμβάσεις στο εισόδημα, η στεγαστική κρίση αναμένεται να παραμείνει από τα πιο σύνθετα και επίμονα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας.