Η πράσινη μετάβαση έχει δώσει ώθηση στην ελληνική βιομηχανία και πρέπει να μετατραπεί σε αναπτυξιακή ευκαιρία, αναφέρει το ΙΟΒΕ σε σχετική ανάλυσή του στο πλαίσιο μίας ευρύτερης μελέτης του για την εκτίμηση των επιδράσεων της κλιματικής αλλαγής σε επιλεγμένους τομείς υψηλής σημασίας για την ελληνική οικονομία.
«Η πράσινη μετάβαση και η μείωση του ανθρακικού αποτυπώματος της ελληνικής βιομηχανίας δεν αποτελούν μόνο πρόκληση, αλλά και αφετηρία για την ανάπτυξη νέων βιομηχανικών δραστηριοτήτων σε κλάδους όπως οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, η παραγωγή και αποθήκευση υδρογόνου, η κυκλική οικονομία και τα προηγμένα υλικά χαμηλών εκπομπών.
Η ενίσχυση των εν λόγω βιομηχανικών κλάδων μπορεί να προσδώσει προστιθέμενη αξία στην ελληνική οικονομία, ενώ παράλληλα να στηρίξει τη συνολική μετάβαση της Ευρώπης προς ένα κλιματικά ουδέτερο παραγωγικό υπόδειγμα».
Σε αυτό το πλαίσιο, το ΙΟΒΕ κατάρτισε τρία διαφορετικά σενάρια και με τη χρήση του υποδείγματος εισροών- εκροών που έχει διαμορφώσει για την ελληνική οικονομία, εκτιμήθηκε η επίδραση σε βασικά μακροοικονομικά μεγέθη από την ενίσχυση της παραγωγής συγκεκριμένων βιομηχανικών τομέων.
Από τα σενάρια αυτά προκύπτει ότι η αύξηση της παραγωγικής δραστηριότητας σε στρατηγικούς κλάδους συνδεδεμένους με την πράσινη μετάβαση – όπως η κατασκευή μπαταριών, ηλεκτρολυτών, καλωδίων και μεταλλικών υποδομών για ΑΠΕ – μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση του ΑΕΠ κατά τουλάχιστον 2,2 δισ. ευρώ και στη δημιουργία περισσότερων από 41,6 χιλιάδων νέων θέσεων εργασίας πλήρους απασχόλησης.

Επιπλέον, η περαιτέρω ενίσχυση της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ, όπως προβλέπεται στους στόχους του ΕΣΕΚ, αναμένεται να προσθέσει 2,4 δισ. ευρώ στο ΑΕΠ και 25,2 χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας.

Τα πολλαπλασιαστικά οφέλη από την ενίσχυση των συγκεκριμένων κλάδων εκτείνονται σε ολόκληρη την αλυσίδα αξίας της ελληνικής οικονομίας, ενισχύοντας την ανθεκτικότητα του παραγωγικού της ιστού.
Ανάπτυξη των κατάλληλων υποδομών
Το ΙΟΒΕ τονίζει ότι η μετάβαση σε μια πράσινη και ανταγωνιστική βιομηχανία προϋποθέτει εκτεταμένες επενδύσεις σε σύγχρονες υποδομές – ενεργειακές, μεταφορικές και ψηφιακές – οι οποίες εξακολουθούν να παρουσιάζουν σημαντικά ελλείμματα σε πολλές περιοχές της χώρας.
Η ενίσχυση των δικτύων ενέργειας, ιδίως σε περιοχές με αναδυόμενη βιομηχανική δραστηριότητα, αποτελεί προτεραιότητα για την απρόσκοπτη τροφοδοσία παραγωγικών μονάδων με ηλεκτρική ενέργεια από ΑΠΕ.
Παράλληλα, η ανάπτυξη έξυπνων δικτύων, που ενσωματώνουν τεχνολογίες αποθήκευσης και ευελιξίας, είναι κρίσιμη για τη σταθερότητα του συστήματος και τη μείωση του κόστους για τις επιχειρήσεις.
Περιβαλλοντικός αντίκτυπος της ελληνικής βιομηχανίας
Τα τελευταία χρόνια, αναφέρει το ΙΟΒΕ, η ελληνική βιομηχανία επιτυγχάνει σημαντική πρόοδο στη μείωση του περιβαλλοντικού της αποτυπώματος, μειώνοντας τη συμβολή της στις εκπομπές αερίων θερμοκηπίου με ταχύτερο ρυθμό από την ΕΕ-27, συγκλίνοντας σταδιακά προς τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Συγκεκριμένα, οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου από τον βιομηχανικό τομέα της χώρας κατέγραψαν μείωση κατά 57,3% την περίοδο 2008–2023, γεγονός που αντανακλά την επιχειρούμενη σταδιακή αποσύνδεση της βιομηχανικής παραγωγής από τις εκπομπές ρύπων.
Παράλληλα, το μερίδιο της βιομηχανίας στις συνολικές εκπομπές της χώρας περιορίστηκε από 71,2% το 2008 σε 55,6% το 2023, αποδεικνύοντας τη σημαντική συμβολή του τομέα στην εθνική προσπάθεια για την κλιματική ουδετερότητα.

Η πρόοδος αυτή οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην αυξημένη διείσδυση των ΑΠΕ και στη σταδιακή απολιγνιτοποίηση της ηλεκτροπαραγωγής. Το 2023, το μερίδιο των ΑΠΕ στην τελική κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας ανήλθε στο 48,2%, από μόλις 7,8% το 2004, τοποθετώντας την Ελλάδα στη 10η θέση μεταξύ των χωρών της ΕΕ.
Παράλληλα, η συμμετοχή του λιγνίτη στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας περιορίστηκε στο 9,2% το 2023, έναντι περίπου 70% κατά τη δεκαετία του 1990.
Η εικόνα ως προς την ένταση εκπομπών της βιομηχανίας εμφανίζεται μικτή, καθώς διαμορφώνεται από αποκλίνουσες τάσεις μεταξύ των επιμέρους κλάδων. Στον ενεργειακό κλάδο, η μέση ένταση εκπομπών προσεγγίζει τον μέσο όρο της ΕΕ-27, υποδηλώνοντας πρόοδο ως προς την αποδοτικότητα.
Αντιθέτως, στους κλάδους της μεταποίησης και της διαχείρισης αποβλήτων, η ένταση παραμένει σημαντικά υψηλότερη από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, παρά τις ενδείξεις μερικής σύγκλισης.
Η εικόνα αυτή καταδεικνύει την ανάγκη για επιτάχυνση της μετάβασης προς πιο αποδοτικές και περιβαλλοντικά βιώσιμες βιομηχανικές πρακτικές.
Δείτε εδώ όλη τη μελέτη