Εξαρθρώθηκε από την ΕΛΑΣ πολυμελής εγκληματική οργάνωση, τα μέλη της οποίας δραστηριοποιούνταν στη διάπραξη απατών μέσω τηλεφωνικών κλήσεων, καθώς και στη διάπραξη διακεκριμένων κλοπών σε διάφορες περιοχές της επικράτειας.
Σε αστυνομική επιχείρηση που έγινε την Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2025, σε περιοχές της Αττικής και Κορινθίας, με τη συμμετοχή τουλάχιστον 400 αστυνομικών, συνελήφθησαν συνολικά 45 άτομα, από τα οποία τα 44, μέλη της εγκληματικής οργάνωσης, μεταξύ των οποίων και τα αρχηγικά μέλη, ενώ στη δικογραφία που σχηματίστηκε περιλαμβάνονται άλλα 96 άτομα.
Στην επιχείρηση συμμετείχαν αστυνομικοί της Υποδιεύθυνσης Δίωξης και Εξιχνίασης Εγκλημάτων Αθηνών, αλλά και των Τμημάτων δικαιοδοσίας της, της Υποδιεύθυνσης Δίωξης και Εξιχνίασης Εγκλημάτων Δυτικής Αττικής, Βορειοανατολικής Αττικής, Πειραιά, του Τμήματος Δίωξης και Εξιχνίασης Εγκλημάτων Αγίας Βαρβάρας, της Διεύθυνσης Αστυνομικών Επιχειρήσεων Αττικής, Ομάδων ΟΠΚΕ και ΔΙΑΣ, καθώς και του Γραφείου μη Επανδρωμένων Αεροσκαφών Πελοποννήσου (DRONE).
Βαρύτατο κατηγορητήριο
Σε βάρος των κατηγορουμένων σχηματίστηκε δικογραφία για εγκληματική οργάνωση, απάτες, απάτες με υπολογιστή, διακεκριμένες περιπτώσεις κλοπών (τετελεσμένες και σε απόπειρα), από κοινού, κατ’ επάγγελμα και κατ’ εξακολούθηση, πλαστογραφία, πλαστογραφία πιστοποιητικού, αντιποίηση, αποδοχή και διάθεση προϊόντων εγκλήματος, παράβαση της νομοθεσίας για τα ναρκωτικά, τα όπλα, την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων, για την ευζωία των ζώων συντροφιάς, απάτη κατά του Δημοσίου, ληστεία, ενδοοικογενειακή σωματική βλάβη και κατοχή ταξιδιωτικών εγγράφων τρίτων προσώπων.
Δομημένη ιεραρχία και διαρκής δράση
Όπως ανακοινώθηκε από την ΕΛΑΣ, από την έρευνα προέκυψε ότι, τουλάχιστον από τον Φεβρουάριο του 2023, οι κατηγορούμενοι συγκρότησαν και εντάχθηκαν σε εγκληματική οργάνωση με διαρκή δράση, δομημένη ιεραρχία και διακριτούς ρόλους, δραστηριοποιούμενοι στη διάπραξη απατών σε βάρος ανυποψίαστων πολιτών μέσω τηλεφωνικών κλήσεων, καθώς και στη διάπραξη διακεκριμένων κλοπών σε όλη την επικράτεια, με σκοπό τον παράνομο πορισμό εισοδήματος και την επιδίωξη οικονομικού οφέλους μέσω της πρόσβασης σε ηλεκτρονικά τραπεζικά δεδομένα και παράνομη απόκτηση άυλων μέσων πληρωμής.
Προηγήθηκε προανακριτική έρευνα μέσα από τη συνδυαστική αξιοποίηση και ομαδοποίηση πληροφοριακών στοιχείων και δεδομένων που αφορούσε τους κατηγορουμένους, απ’ όπου προέκυψε η αδιαμφισβήτητη συσχέτιση, άμεση ή και έμμεση, μεταξύ τους.
Το «αρχηγείο» στο Ζευγολατιό
Στο πλαίσιο της έρευνας, καταδείχθηκε η μεθοδολογία (modus operandi) που χρησιμοποιούσαν τα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης. Ειδικότερα, σύμφωνα με την ΕΛΑΣ, η εγκληματική οργάνωση είχε το αρχηγείο–τηλεφωνικό κέντρο στο Ζευγολατιό Κορινθίας, που λόγω της γεωγραφικής του θέσης προσφερόταν για τη διαφυγή των δραστών, καθώς και την απόκρυψη των αφαιρεθέντων χρηματικών ποσών ή τιμαλφών.
Το τηλεφωνικό κέντρο αποτελούνταν από έναν τουλάχιστον βοηθό διευθύνοντος και μικρό αριθμό έμπιστων μελών, οι οποίοι μιλούσαν άπταιστα ελληνικά, κατείχαν τεχνική κατάρτιση στη χρήση ηλεκτρονικών συσκευών και άριστη γνώση της ηλεκτρονικής τραπεζικής, ενώ τα τηλεφωνικά κέντρα βρίσκονταν κατά κανόνα στο Ζευγολατιό, αλλά και στην ευρύτερη περιοχή της Κορίνθου (Βραχάτι, Άσσος, Εξαμίλια κλπ).
Επιπλέον, είχαν συστήσει επιχειρησιακά κέντρα σε Αγία Βαρβάρα, Αχαρνές–Φυλή (Άνω Λιόσια, Ζεφύρι), προκειμένου να μην εντοπίζονται τα αρχηγικά μέλη, αλλά και για να μη συσχετιστούν τα επιχειρησιακά κέντρα με το «αρχηγείο–τηλεφωνικό κέντρο».
Μάλιστα, εκμεταλλευόμενοι τις φιλικές και συγγενικές σχέσεις με άτομα στην επαρχία, τους ανέθεταν έναντι αμοιβής να μεταβαίνουν σε όλη την επικράτεια, δρώντας ως εισπράκτορες για λογαριασμό της οργάνωσης, γεγονός που οδηγούσε στον μη εντοπισμό των αρχηγικών μελών.
Χαρακτηριστικό της δράσης της εγκληματικής οργάνωσης ήταν το εύρος, η οργανωτικότητα και η προσαρμοστικότητα που είχαν αναπτύξει, έχοντας αποκτήσει εξειδίκευση σε τεχνικά θέματα και άλλες λεπτομέρειες που χρησιμοποιούσαν για να εξαπατήσουν τα θύματά τους.
Ενδεικτικό είναι ότι καθημερινά πραγματοποιούνταν κλήσεις από 40 τηλεφωνητές προς εξαπάτηση των υποψήφιων θυμάτων, ενώ η οργάνωση διέθετε τουλάχιστον 150 επιχειρησιακά κινητά τηλέφωνα, τα οποία απενεργοποιούσαν και αντικαθιστούσαν με νέα, προκειμένου να μη γίνονται αντιληπτοί από τις Αρχές.
Ως προς τη μεθοδολογία, τα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης χρησιμοποιούσαν διαφορετικό τρόπο δράσης, λαμβάνοντας υπόψη κάθε φορά την κίνηση της αγοράς και τις εξελίξεις όσον αφορά επιδοτήσεις, επιδόματα και κυβερνητικές εξαγγελίες.
Η μεθοδολογία
Συγκεκριμένα, πραγματοποιούσαν τηλεφωνικές κλήσεις με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, αλλά και κάνοντας χρήση ψεύτικων στοιχείων ταυτότητας με σκοπό την εξαπάτηση των πολιτών, ενώ παρουσιάζονταν:
- Ως υπάλληλοι δημοσίων και συνεργαζόμενων φορέων, οι οποίοι, με το πρόσχημα της επιστροφής χρημάτων ή πληρωμής κρατήσεων τιμολογίων και εκμεταλλευόμενοι την άγνοια των θυμάτων για τραπεζικής φύσεως συναλλαγές, καθοδηγούσαν τα θύματα έτσι ώστε αυτά να αποστέλλουν χρηματικά ποσά σε τραπεζικούς λογαριασμούς μελών της οργάνωσης.
- Ως λογιστές–φοροτεχνικοί, όπου με πρόφαση ότι είναι δικαιούχοι είτε κρατικής επιδότησης είτε επιστροφής χρημάτων, αποκτούσαν πολλές φορές πρόσβαση στον ίδιο τον τραπεζικό λογαριασμό των θυμάτων και μετέφεραν χρήματα σε τραπεζικούς λογαριασμούς της οργάνωσης ή πραγματοποιούσαν άμεσα αναλήψεις. Πολλές φορές, για να γίνουν πειστικοί, στη συνομιλία συμμετείχε και έτερος δράστης που συστηνόταν ως προϊστάμενος ή ως εξειδικευμένος υπάλληλος που θα βοηθούσε στη διεκπεραίωση, κάμπτοντας τις υποψίες των θυμάτων.
- Ως λογιστές και βοηθοί λογιστών, όπου, σε περίπτωση που διαπίστωναν ότι καλούν σε ηλικιωμένους ή άτομα που δεν έχουν καλή γνώση ηλεκτρονικών υπολογιστών και κινητών τηλεφώνων, επικαλούμενοι διάφορα προσχήματα —όπως τη δήλωση στην εφορία ή την ασφάλιση μετρητών και τιμαλφών— έπειθαν τα θύματα να παραδώσουν σε συνεργούς τους χρήματα και τιμαλφή.
Σε περίπτωση που δεν γίνονταν πειστικοί ως λογιστές, ξανακαλούσαν τα θύματα ως δήθεν αστυνομικοί, ζητώντας τους να πετάξουν τιμαλφή και χρήματα από το μπαλκόνι, προκειμένου να «συλλάβουν» επ’ αυτοφώρω τους επίδοξους απατεώνες.
- Ως δήθεν πωλητές οχημάτων και μηχανημάτων έργου, αναρτώντας αγγελίες σε δημοφιλείς διαδικτυακές πλατφόρμες, με ιδιαίτερα δελεαστικές τιμές, μέσω των οποίων προσελκύονταν ανυποψίαστοι υποψήφιοι αγοραστές. Τα μέλη της οργάνωσης, προσποιούμενα τους ιδιοκτήτες ή εκπροσώπους νόμιμων επιχειρήσεων, απαιτούσαν καταβολή χρηματικής «προκαταβολής» για τη δήθεν «δέσμευση» του οχήματος, επικαλούμενα αυξημένο ενδιαφέρον από τρίτους. Λάμβαναν τα ποσά σε τραπεζικούς λογαριασμούς που έλεγχαν και στη συνέχεια προφασίζονταν διάφορες δικαιολογίες ή διέκοπταν πλήρως την επικοινωνία, χωρίς ποτέ να πραγματοποιούν την αγοραπωλησία ή να επιστρέφουν τα καταβληθέντα χρήματα.
Παράλληλα, για την αποφυγή εντοπισμού, χρησιμοποιούσαν ποικίλα μέτρα αντιπαρακολούθησης, όπως κωδικοποιημένες λέξεις, τεχνολογικά μέσα, κάλυψη χαρακτηριστικών τους κλπ.
Δομή και ιεραρχία της οργάνωσης
Ως προς τη δομή της οργάνωσης, στο ανώτερο επίπεδο βρίσκονταν ο διευθύνων και οι βοηθοί του, οι οποίοι στην πλειονότητά τους ανήκαν σε στενό οικογενειακό κύκλο και όριζαν την ταυτότητα–μεθοδολογία και δράση της οργάνωσης. Κύρια αρμοδιότητά τους ήταν ο συντονισμός και η οικονομική διαχείριση των εσόδων από την εγκληματική δραστηριότητα, έχοντας τον πλήρη έλεγχο και δίνοντας παράλληλα οδηγίες στα κατώτερα μέλη.
Στα ενδιάμεσα επίπεδα υπήρχαν οι επικεφαλής των ομάδων–επιχειρησιακών κέντρων, οι βοηθοί τους, τηλεφωνητές, στρατολογητές τραπεζικών στοιχείων, εισπράκτορες και υποστηρικτικά μέλη.
Στη βάση της ιεραρχίας βρίσκονταν τα «money mules», οι οποίοι διέθεταν τις τραπεζικές τους κάρτες, τα στοιχεία της ηλεκτρονικής τραπεζικής (όνομα χρήστη – username και κωδικό πρόσβασης – password), καθώς και την ταυτοποιημένη στην τράπεζά τους τηλεφωνική σύνδεση – συσκευή κινητής τηλεφωνίας στην οποία ελάμβαναν τους κωδικούς μιας χρήσης (OTPs).
Τα στοιχεία αυτά χρησιμοποιούσαν τα μέλη της οργάνωσης (εξαγοράζοντάς τα έναντι ποσού 300 έως 800 ευρώ) για τη διευκόλυνση της δράσης τους, τόσο για τη μεταφορά των «εσόδων» όσο και για την προστασία των στοιχείων ταυτότητάς τους.
Ευρήματα και κατασχέσεις
Σε 73 έρευνες που πραγματοποιήθηκαν παρουσία δικαστικών λειτουργών σε 8 καταυλισμούς σε Ζευγολατιό Κορινθίας, Εξαμίλια Κορινθίας, Αγία Βαρβάρα, Άνω Λιόσια, Ζεφύρι, Αχαρνές, Ασπρόπυργο, Ελευσίνα, αλλά και σε λοιπές περιοχές σε Ραφήνα, Παλαιό Φάληρο, Ίλιον, συνολικά βρέθηκαν και κατασχέθηκαν:
- 38.564 ευρώ, 1.100 λίρες Αγγλίας, 13 δολάρια Αμερικής
- 279,9 γραμμάρια κάνναβης και 2,57 γραμμάρια κοκαΐνη
- 20 δενδρύλλια κάνναβης
- 23 ηλεκτρονικοί υπολογιστές
- 116 κινητά τηλέφωνα
- κάμερα και 3 καταγραφικά εικόνας
- 2 πιστόλια, αεροβόλο πιστόλι με σιγαστήρα, 5 φυσίγγια
- 7 μαχαίρια, 3 ρόπαλα, 2 σιδερογροθιές
- συσκευή ηλεκτρικής εκκένωσης
- πλήρες εξοπλισμένο εργαστήριο υδροπονικής καλλιέργειας κάνναβης
- 10 ΙΧΕ αυτοκίνητα και 4 μοτοσικλέτες
- πλήθος σφραγίδων, εγγράφων και κοσμημάτων, καθώς και είδη ρουχισμού
Οικονομικό όφελος και επιπτώσεις
Από τη μέχρι στιγμής έρευνα της Αστυνομίας έχουν εξιχνιαστεί 1.089 περιπτώσεις απατών, με το παράνομο οικονομικό όφελος να ανέρχεται σε τουλάχιστον 7.600.000 ευρώ.
Επιπρόσθετα, όπως επισημαίνεται από την ΕΛΑΣ, από τη δράση της εγκληματικής οργάνωσης σημαντικός αριθμός παθόντων, κυρίως ηλικιωμένοι, υπέστησαν ψυχολογικές και σωματικές βλάβες (ισχαιμικά επεισόδια, κρίσεις πανικού, επιδείνωση υπαρχουσών παθήσεων κλπ), εξαιτίας της ψυχολογικής πίεσης που δέχθηκαν.
Πολλοί αναγκάστηκαν να αλλάξουν ριζικά την καθημερινότητά τους —μόνιμη παρουσία συγγενών, πρόσληψη βοηθών στο σπίτι— με αποτέλεσμα επιπλέον περιουσιακή και κοινωνική επιβάρυνση.
Παράλληλα, υπολογίζεται ότι αρκετά περιστατικά δεν καταγγέλθηκαν ποτέ, είτε λόγω ντροπής είτε φόβου κοινωνικού στιγματισμού, γεγονός που οδηγεί στην εκτίμηση ότι ο πραγματικός αριθμός απατών είναι πολλαπλάσιος.
Οι συλληφθέντες οδηγούνται στην αρμόδια εισαγγελική Αρχή.