Σε ένα σαφές μήνυμα προς τις Βρυξέλλες, ο Αμερικανός υπουργός Οικονομικών, Σκοτ Μπέσεντ, δήλωσε αυτή την εβδομάδα ότι η Ελβετία και το Ηνωμένο Βασίλειο προηγούνται στη σειρά για σύναψη εμπορικής συμφωνίας με τις Ηνωμένες Πολιτείες, την ώρα που η Ευρωπαϊκή Ένωση –όπως είπε– κινείται «σημαντικά πιο αργά». Παρ’ όλα αυτά, η απάντηση από την πλευρά της Ε.Ε. είναι καθησυχαστική: «Δεν ανησυχούμε ιδιαίτερα».
Η Ευρωπαϊκή Ένωση εμφανίζεται βέβαιη ότι το οικονομικό της εκτόπισμα λειτουργεί υπέρ της. Ως μία από τις τρείς μεγαλύτερες οικονομίες παγκοσμίως, δεν δείχνει πρόθυμη να υποχωρήσει και επιδιώκει μια πιο ευρεία και ισόρροπη συμφωνία από εκείνη που πέτυχε η Βρετανία, όπως διαμηνύουν κορυφαίοι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι.
Η πίεση του χρόνου και ο κίνδυνος εμπορικού πολέμου
Όμως, ο χρόνος δεν είναι σύμμαχος. Διακυβεύεται μια εμπορική σχέση ύψους 1,7 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, ενώ στις Βρυξέλλες επιδιώκουν να αποφύγουν τον διπλασιασμό των “ανταποδοτικών” δασμών από τον Ιούλιο και να αποτρέψουν μια πλήρη εμπορική σύγκρουση με την Ουάσινγκτον.
«Δεν αισθανόμαστε αδύναμοι. Δεν δεχόμαστε πίεση για να συναινέσουμε σε μια συμφωνία που δεν θα είναι δίκαιη για εμάς», δήλωσε πρόσφατα ο Επίτροπος Εμπορίου της Ε.Ε., Μάρος Σέφτσοβιτς.
Η δήλωσή του προηγήθηκε των σχολίων του Μπέσεντ στη Γενεύη, όπου ΗΠΑ και Κίνα συμφώνησαν στην άρση δασμών άνω του 100% και στην αποκλιμάκωση της μεταξύ τους εμπορικής αντιπαράθεσης. Παρά τις εξελίξεις, η στάση της Ε.Ε. παραμένει αμετάβλητη.
Η αμερικανική κυβέρνηση έχει ήδη επιβάλει δασμούς 25% σε εισαγωγές χάλυβα, αλουμινίου και αυτοκινήτων, καθώς και βασικό δασμό 10% σχεδόν για όλες τις χώρες. Στην περίπτωση της Ε.Ε., οι συνδυασμένοι “ανταποδοτικοί” δασμοί ενδέχεται να φτάσουν έως και το 20%, εφόσον οι διαπραγματεύσεις δεν αποδώσουν εντός της 90ήμερης προθεσμίας.
Επιπλέον, η Ουάσινγκτον απειλεί με νέους δασμούς σε προϊόντα όπως φαρμακευτικά σκευάσματα, ημιαγωγοί, σπάνια ορυκτά, ξυλεία και φορτηγά.
Δυσπιστία και έλλειψη σαφήνειας στις προθέσεις Τραμπ
Πηγές από την ευρωπαϊκή πλευρά αναφέρουν ότι υπάρχει σύγχυση ως προς τους πραγματικούς στόχους της εμπορικής πολιτικής του Προέδρου Τραμπ, γεγονός που περιπλέκει τις συνομιλίες.
Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, δεν έχει καταφέρει να πραγματοποιήσει επίσημη συνάντηση με τον Τραμπ από την επιστροφή του στον Λευκό Οίκο τον Ιανουάριο, ενώ η μοναδική τους επαφή περιορίστηκε σε μια σύντομη συνομιλία στην κηδεία του Πάπα Φραγκίσκου στο Βατικανό.
Ο Τραμπ στη συνέχεια εξήρε την φον ντερ Λάιεν ως «εξαιρετική», λέγοντας: «Ελπίζω να συναντηθούμε». Η ίδια απάντησε: «Αν επισκεφθώ τον Λευκό Οίκο, θέλω να έχουμε κάτι ουσιαστικό να συζητήσουμε».
Η δήλωσή της αποτυπώνει τη στρατηγική της Ε.Ε.: μια συνολική και ισόρροπη συμφωνία, όχι ένας περιορισμένος συμβιβασμός με πολιτικό αντίκρισμα, όπως εκείνος με το Ηνωμένο Βασίλειο.
Το διαπραγματευτικό βάρος της Ευρώπης
Η οικονομική σχέση ΗΠΑ–Ε.Ε. είναι περισσότερες από έξι φορές μεγαλύτερη από εκείνη των ΗΠΑ με τη Βρετανία, σύμφωνα με αμερικανικά στοιχεία. Η Ευρώπη θεωρεί πως αυτό το μέγεθος αποτελεί ισχυρό διαπραγματευτικό όπλο.
«Δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι η Ε.Ε. θα υιοθετήσει κάποιο ξένο μοντέλο συμφωνίας», δήλωσε ο υπουργός Οικονομικών της Λιθουανίας, Ριμάντας Σάντζιους.
Οι αναλυτές της Eurointelligence επισημαίνουν ότι οι διαπραγματεύσεις ενδέχεται να επεκταθούν πέρα από το στενό εμπορικό πλαίσιο, καθώς η αμερικανική πλευρά ζητά χαλάρωση ρυθμιστικών φραγμών, όπως ο ΦΠΑ και οι προδιαγραφές ασφάλειας στα τρόφιμα και τα οχήματα.
«Αν η Ε.Ε. θέλει να προχωρήσει, πρέπει να επανεξετάσει τη στρατηγική της. Ο Σέφτσοβιτς έχει περιορισμένη εντολή και δεν μπορεί να υποσχεθεί ρυθμιστικές αλλαγές», σημειώνεται χαρακτηριστικά.
Αξιοσημείωτο είναι ότι στη συμφωνία με τη Βρετανία, η Ουάσινγκτον δεν επέμεινε ούτε στον ΦΠΑ, ούτε στον φόρο ψηφιακών υπηρεσιών, ούτε στις ρυθμίσεις για τα εισαγόμενα κρέατα, παρότι είχαν αποτελέσει αντικείμενο σφοδρής κριτικής.
Η αντοχή της Ε.Ε. και η αβεβαιότητα της αγοράς
Οι συνομιλίες με τις Βρυξέλλες παραμένουν επίπονες.
Ο CEO της Brenntag, Κρίστιαν Κολπάιντνερ, χαρακτήρισε τη στάση της Ε.Ε. «συνετή και ψύχραιμη».
«Οι 90 μέρες είναι ένα ηρεμιστικό, όχι λύση. Δεν δίνουν σαφήνεια για το πού βαδίζουν οι αγορές», σχολίασε σε συνέντευξη Τύπου.
Ο καθηγητής Σάιμον Ίβενετ από το IMD Business School τόνισε ότι οι συμφωνίες των ΗΠΑ με Λονδίνο και Πεκίνο δείχνουν πως το ελάχιστο αποδεκτό επίπεδο είναι δασμός 10% γενικά και 25% για ειδικούς τομείς.
Πρόσθεσε ότι η Wall Street είχε ρόλο στο να περιοριστούν οι υπέρμετρες κινήσεις, επηρεάζοντας την απόφαση του Τραμπ για 90ήμερη αναστολή και συμφωνία με την Κίνα. Αυτό μπορεί να φανεί χρήσιμο και στην περίπτωση της Ευρώπης, καθώς το συνολικό ύψος εμπορίου και επενδύσεων ΗΠΑ–Ε.Ε. ξεπερνά τα 9,5 τρισεκατομμύρια δολάρια ετησίως.
«Θα είναι δύσκολη και μακρά διαδικασία. Δεν αποκλείεται να υπάρξει αδιέξοδο, με την Ε.Ε. να συνεχίζει να αντιμετωπίζει δασμούς», προειδοποίησε.