Οι δασμοί του Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ φέρονται να απέφεραν δισεκατομμύρια δολάρια στα ταμεία των ΗΠΑ τον Ιούλιο, συνεχίζοντας να αναδιαμορφώνουν το εμπορικό τοπίο της χώρας. Τα έσοδα από τους εισαγωγείς κατέγραψαν νέο μηνιαίο ρεκόρ.
Στοιχεία του Υπουργείου Οικονομικών
Σύμφωνα με στοιχεία που δημοσίευσε το Υπουργείο Οικονομικών το απόγευμα της Τρίτης 12 Αυγούστου, τον Ιούλιο εισέρρευσαν στα ταμεία περίπου 27,7 δισεκατομμύρια δολάρια σε τελωνειακούς δασμούς.
Το ποσό αυτό ξεπέρασε τα 26,6 δισεκατομμύρια του Ιουνίου και τα 22,2 δισεκατομμύρια του Μαΐου, ενώ αποτελεί σημαντική αύξηση σε σχέση με τα περίπου 8 δισεκατομμύρια του αντίστοιχου περσινού μήνα. Συνολικά, για το οικονομικό έτος (που λήγει στις 30 Σεπτεμβρίου), τα έσοδα από δασμούς ανέρχονται σε 135,7 δισεκατομμύρια δολάρια.
Η ανοδική πορεία των εσόδων συνεχίζεται κατά τη διάρκεια της δεύτερης θητείας του Τραμπ, ξεπερνώντας κατά πολύ τα πρόσφατα ιστορικά δεδομένα αλλά και τα αντίστοιχα ποσά της πρώτης του θητείας.
Δηλώσεις του Τραμπ και κριτική στη Goldman Sachs
Ο Τραμπ προέβαλε επανειλημμένα τη νέα πηγή εσόδων, δηλώνοντας σε ανάρτησή του στο Truth Social ότι ήταν «απίστευτη για τη χώρα, το χρηματιστήριο, τον γενικό πλούτο της και σχεδόν όλα τα άλλα».
Στην ίδια ανάρτηση, επέκρινε τη Goldman Sachs για τις εκτιμήσεις της σχετικά με τους δασμούς και ισχυρίστηκε ότι τα σχετικά έσοδα ήταν «τρισεκατομμύρια».
Παρά τα ρεκόρ, οι δασμοί παραμένουν μικρό ποσοστό των συνολικών εσόδων της αμερικανικής κυβέρνησης. Τον Ιούλιο, τα συνολικά έσοδα ανήλθαν σε πάνω από 338 δισεκατομμύρια δολάρια, με τους δασμούς να αντιστοιχούν σε λιγότερο από 10%.
Επιπλέον, τα έσοδα αυτά δεν συνέβαλαν στη μείωση του ελλείμματος, το οποίο αυξήθηκε κατά 291 δισεκατομμύρια τον Ιούλιο, φτάνοντας τα 1,63 τρισεκατομμύρια δολάρια για το διάστημα Οκτωβρίου–Ιουλίου.
Ποιος πληρώνει τελικά τους δασμούς;
Σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς του Τραμπ, οι οικονομολόγοι συμφωνούν ότι οι χώρες στις οποίες επιβάλλονται οι δασμοί δεν επωμίζονται τελικά το κόστος. Το βάρος καταλήγει στους εισαγωγείς και, κατ’ επέκταση, στους καταναλωτές των ΗΠΑ.