Χωρίς άμεση συμφωνία για κατάπαυση του πυρός αλλά με κοινή διάθεση συνέχισης των διαπραγματεύσεων ολοκληρώθηκε η συνάντηση του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ με τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν στην Αλάσκα.
Η συνάντηση, που διήρκησε σχεδόν τρεις ώρες, χαρακτηρίστηκε «παραγωγική» από τον Τραμπ, αν και δεν υπήρξε τελική συμφωνία για κατάπαυση του πυρός. Ο Αμερικανός πρόεδρος δήλωσε ότι θα ενημερώσει τον Ουκρανό πρόεδρο Βολοντίμιρ Ζελένσκι και το ΝΑΤΟ για τα αποτελέσματα, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο δεύτερης συνάντησης, ακόμη και στη Μόσχα.
Οι δηλώσεις Πούτιν
Από την πλευρά του, ο Πούτιν υπογράμμισε ότι η Ρωσία «ενδιαφέρεται ειλικρινά» για τον τερματισμό των συγκρούσεων, ωστόσο επέμεινε πως η κρίση σχετίζεται με «θεμελιώδεις απειλές» κατά της ρωσικής ασφάλειας. Επανέλαβε ότι απαιτείται μια «δίκαιη ισορροπία ασφαλείας» στην Ευρώπη και διεθνώς, ενώ πρότεινε την προώθηση ενός νέου πυρηνικού συμφώνου ελέγχου εξοπλισμών. Παράλληλα, χαρακτήρισε την Ουκρανία «αδελφό έθνος», τονίζοντας ότι η σύγκρουση αποτελεί «τραγωδία» για τη Ρωσία.
Οικονομικές προεκτάσεις
Στο τραπέζι των συζητήσεων, σύμφωνα με πηγές του Reuters, βρέθηκαν και οικονομικά θέματα, όπως πιθανές συμφωνίες για ρωσικά πυρηνοκίνητα παγοθραυστικά σε ενεργειακά έργα στην Αλάσκα. Οι σχετικές διεργασίες, αν και προκαλούν αντιδράσεις στην Ουάσιγκτον, δείχνουν την πρόθεση της αμερικανικής πλευράς να εξετάσει και εμπορικές πτυχές παράλληλα με τη διπλωματική διαδικασία. Αυτό ενδέχεται να έχει μεσοπρόθεσμες επιπτώσεις στις αγορές ενέργειας, καθώς ο Βόρειος Διάδρομος της Αρκτικής αποτελεί στρατηγική οδό για τις παγκόσμιες ροές LNG.
Αντιδράσεις στην Ευρώπη
Η σύνοδος της Αλάσκας πραγματοποιήθηκε χωρίς την παρουσία Ουκρανών αξιωματούχων, γεγονός που προκαλεί ανησυχία στο Κίεβο και στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Ο αποκαλούμενος «Συνασπισμός των Προθύμων» – με τη συμμετοχή Βρετανίας, Γαλλίας και Γερμανίας – επανέλαβε ότι η όποια εκεχειρία θα πρέπει να συνοδεύεται από ισχυρές εγγυήσεις ασφαλείας για την Ουκρανία και χωρίς περιορισμούς στη μελλοντική πορεία της προς την ΕΕ και το ΝΑΤΟ.
Αν και δεν υπήρξε συγκεκριμένη πρόοδος, το αποτέλεσμα της συνάντησης θεωρείται κρίσιμο πρώτο βήμα προς μια νέα φάση διαπραγματεύσεων με έντονες γεωπολιτικές και οικονομικές προεκτάσεις.