Αντιμέτωπη με ένα πυκνό πλέγμα προκλήσεων που αφορούν ταυτόχρονα την οικονομία, την κοινωνική συνοχή, τη γεωπολιτική της θέση και την ίδια τη θεσμική της λειτουργία, εισέρχεται στη νέα χρονιά η Ενωμένη Ευρώπη. Η εικόνα της «σταθερής δύναμης» που χαρακτήρισε την ΕΕ σε προηγούμενες φάσεις έχει αντικατασταθεί από μια πιο σύνθετη πραγματικότητα, όπου η ανάγκη για συναινέσεις συνυπάρχει με εντεινόμενες αποκλίσεις μεταξύ των 27 κρατών-μελών.
Οικονομία και δημοσιονομική πειθαρχία
Στο οικονομικό πεδίο, η μεγαλύτερη πρόκληση αφορά στη μετάβαση από την περίοδο των έκτακτων εργαλείων στήριξης σε ένα νέο, πιο αυστηρό πλαίσιο δημοσιονομικής πειθαρχίας. Η σταδιακή ολοκλήρωση του Ταμείου Ανάκαμψης και η επαναφορά των ευρωπαϊκών κανόνων για τα ελλείμματα και το χρέος δημιουργούν εύλογες ανησυχίες, ιδίως για τις χώρες του Νότου.
Το ερώτημα που τίθεται δεν είναι μόνο αν οι οικονομίες θα αντέξουν, αλλά και αν η Ένωση θα μπορέσει να διατηρήσει έναν στοιχειώδη βαθμό σύγκλισης, χωρίς να αναζωπυρώσει κοινωνικές ανισότητες και πολιτικές εντάσεις.
Ακρίβεια και κοινωνική συνοχή
Παράλληλα, το ζήτημα της ακρίβειας και του κόστους ζωής εξακολουθεί να αποτελεί κεντρικό πρόβλημα για εκατομμύρια Ευρωπαίους πολίτες, όπως καλά γνωρίζουμε και στη χώρα μας. Παρά τη σχετική αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, η καθημερινότητα παραμένει πιεσμένη, ιδίως για τα μεσαία και χαμηλότερα εισοδήματα.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση καλείται να απαντήσει στο πώς μπορεί να συνδυάσει τη δημοσιονομική υπευθυνότητα με πολιτικές που να προστατεύουν την κοινωνική συνοχή. Αναμφίβολα, πρόκειται για ένα στοίχημα που μέχρι σήμερα παραμένει ανοιχτό.
Γεωπολιτική αστάθεια και στρατηγική αυτονομία
Στο γεωπολιτικό πεδίο, η Ευρώπη βρίσκεται σε ένα περιβάλλον αυξημένης αστάθειας. Ο πόλεμος στην Ουκρανία συνεχίζει να επηρεάζει την ενεργειακή ασφάλεια, την άμυνα και τη συνολική στρατηγική αυτονομία της Ένωσης.
Ταυτόχρονα, οι εξελίξεις στη Μέση Ανατολή και οι εντάσεις στην Ανατολική Μεσόγειο υπενθυμίζουν ότι η Ευρώπη δεν μπορεί πλέον να βασίζεται αποκλειστικά σε τρίτους για τη διασφάλιση των συμφερόντων της. Η συζήτηση για κοινή ευρωπαϊκή άμυνα και για ενίσχυση της στρατηγικής αυτονομίας επανέρχεται, αλλά σκοντάφτει συχνά στις διαφορετικές εθνικές προτεραιότητες.
Μεταναστευτικό και πολιτική συνοχή
Ιδιαίτερη σημασία αποκτά και το μεταναστευτικό πρόβλημα. Παρά τις προσπάθειες για ένα νέο ευρωπαϊκό πλαίσιο, οι αποκλίσεις μεταξύ κρατών-μελών παραμένουν μεγάλες και, ως τώρα, αγεφύρωτες. Χώρες πρώτης υποδοχής συνεχίζουν να σηκώνουν δυσανάλογο βάρος, ενώ άλλες επιλέγουν πολιτικές περιορισμού και αποστασιοποίησης.
Το μεταναστευτικό δεν αποτελεί μόνο διαχειριστικό πρόβλημα, αλλά και πεδίο πολιτικής αντιπαράθεσης που τροφοδοτεί την άνοδο ακραίων και ευρωσκεπτικιστικών δυνάμεων, αφού δοκιμάζει την έννοια της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης.
Το πολιτικό και θεσμικό δίλημμα
Ακριβώς εδώ εντοπίζεται μία από τις πιο κρίσιμες προκλήσεις για την Ευρωπαϊκή Ένωση: η πολιτική της συνοχή. Σε πολλές χώρες καταγράφεται ενίσχυση δυνάμεων που αμφισβητούν ευθέως τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό ή ζητούν επιστροφή σε περισσότερο εθνικές πολιτικές.
Η Ένωση καλείται να αποδείξει ότι μπορεί να προσφέρει απτές λύσεις και όχι μόνο κανονιστικά πλαίσια, αν θέλει να ανακόψει αυτή τη δυναμική.
Περισσότερη Ευρώπη ή εθνική αυτονομία;
Τέλος, στο θεσμικό πεδίο, η Ευρώπη βρίσκεται μπροστά στο ερώτημα της εμβάθυνσης ή της στασιμότητας. Οι συζητήσεις για αλλαγές στη λήψη αποφάσεων, για τον ρόλο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και για τη δυνατότητα διεύρυνσης προς τα Δυτικά Βαλκάνια και την Ουκρανία επαναφέρουν το βασικό δίλημμα: περισσότερη Ευρώπη ή περισσότερη εθνική αυτονομία;
Η απάντηση δεν είναι αυτονόητη και θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό τη μορφή της Ένωσης τα επόμενα χρόνια.
→ Διαβάστε επίσης: Κυβέρνηση: Στροφή από την οικονομία στην καθημερινότητα - Οι άξονες πολιτικής με φόντο τις κάλπες
Συνολικά, η Ευρωπαϊκή Ένωση εισέρχεται σε μια περίοδο όπου οι εύκολες λύσεις έχουν εξαντληθεί. Η πρόκληση δεν είναι μόνο να διαχειριστεί τις κρίσεις, αλλά να πείσει τους πολίτες της ότι εξακολουθεί να αποτελεί χώρο ασφάλειας, προοπτικής και κοινωνικής προστασίας.
Το αν θα τα καταφέρει θα εξαρτηθεί από τη βούληση και την αντικειμενική δυνατότητα των κρατών-μελών να υπερβούν τις επιμέρους αντιφάσεις τους και να επαναπροσδιορίσουν το ευρωπαϊκό εγχείρημα με όρους ουσίας και όχι μόνο εφήμερης διαχείρισης.