Όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες ανακοίνωσαν τις πρώτες μεγάλες κυρώσεις κατά της ρωσικής πετρελαϊκής βιομηχανίας μετά την επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο, η παγκόσμια αγορά βρέθηκε για λίγο στα πρόθυρα χάους.
Διυλιστήρια στην Ινδία –έναν από τους μεγαλύτερους αγοραστές ρωσικού πετρελαίου– έσπευσαν να αναστείλουν τις παραγγελίες τους, ενώ και στην Κίνα επικράτησε ανησυχία. Οι τιμές του αργού εκτοξεύθηκαν άμεσα κατά 6%.
Τώρα, καθώς ο αρχικός πανικός υποχωρεί, διαμορφώνεται μια πιο σύνθετη πραγματικότητα: Οι ΗΠΑ επιχειρούν να πλήξουν αποφασιστικά τη Μόσχα, χωρίς όμως να προκαλέσουν αναταραχή στις παγκόσμιες αγορές ενέργειας.
Κυρώσεις «χειρουργικής ακρίβειας»
Οι κυρώσεις που ανακοινώθηκαν την Τετάρτη στοχεύουν τους δύο μεγαλύτερους ρωσικούς πετρελαϊκούς κολοσσούς, Rosneft και Lukoil. Παράλληλα, η Ουάσιγκτον προειδοποίησε ότι ξένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που συναλλάσσονται με τις εταιρείες αυτές ενδέχεται να αποκλειστούν από το αμερικανικό τραπεζικό σύστημα - ένα σοβαρό πλήγμα για όποιον εξαρτάται από το δολάριο.
Ο Ντόναλντ Τραμπ υποστηρίζει ότι οι κινήσεις αυτές αποσκοπούν στο να φέρουν τον Βλαντιμίρ Πούτιν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία.
Σύμφωνα με Αμερικανούς αξιωματούχους, το σχέδιο της κυβέρνησης είναι να κάνει το ρωσικό εμπόριο πιο δύσκολο, πιο δαπανηρό και πιο επικίνδυνο, χωρίς όμως να προκαλέσει σοκ στην προσφορά και να εκτινάξει τις τιμές. Πρόκειται, όπως σημειώνουν, για μια στοχευμένη επίθεση σε Lukoil και Rosneft, και όχι για μια τυφλή επιβολή κυρώσεων σε όλους τους αγοραστές τους - τουλάχιστον προς το παρόν.
Οι νέες κυρώσεις έρχονται να συμπληρώσουν εκείνες που είχαν επιβληθεί τον Ιανουάριο στις Surgutneftegas και Gazprom Neft. Οι τέσσερις αυτές εταιρείες καλύπτουν σχεδόν το 70% των ρωσικών εξαγωγών αργού, δηλαδή περίπου 3,1 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως το πρώτο εξάμηνο του έτους.
«Η Ρωσία θα συνεχίσει να πουλά, αλλά δυσκολότερα»
«Είμαι βέβαιη ότι η Ρωσία θα συνεχίσει να πουλά πετρέλαιο, αλλά αυτή τη φορά θα είναι πιο δύσκολο», τονίζει η Τατιάνα Μίτροβα, ειδική στον τομέα της ενέργειας και ερευνήτρια στο Center on Global Energy Policy του Πανεπιστημίου Κολούμπια.
Όπως εξηγεί, μετά τις κυρώσεις του Ιανουαρίου, το εμπόριο απλώς αναδρομολογήθηκε μέσω μικρότερων διαμεσολαβητών. «Τώρα, όμως, η κλίμακα είναι πολύ μεγαλύτερη και οι χρηματοοικονομικοί περιορισμοί πολύ πιο αυστηροί. Θα υπάρξουν μεγαλύτεροι χρόνοι μεταφοράς, πιο απρόθυμες τράπεζες και υψηλότερα κόστη ναύλων και ασφάλισης. Σταδιακά θα δημιουργηθούν νέες “σκιώδεις” διαδρομές, αλλά η προσαρμογή θα πάρει χρόνο και οι εκπτώσεις θα αυξηθούν».
Οι αγορές αντιδρούν
Παρά τις κυρώσεις του Ιανουαρίου, οι ρωσικές εξαγωγές παρέμειναν σχεδόν αμετάβλητες. Οι Surgutneftegas και Gazprom Neft διατήρησαν σταθερό μερίδιο κοντά στο 20% του συνόλου, σύμφωνα με στοιχεία του Bloomberg - μια ένδειξη ότι τα μεμονωμένα μέτρα δεν επαρκούσαν για την ουσιαστική μείωση των ροών.
Αμερικανός αξιωματούχος σχολίασε ότι οι νέες κυρώσεις, σε συνδυασμό με ανάλογες κινήσεις της Βρετανίας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχουν ήδη οικονομικό αντίκτυπο. Η Ουάσιγκτον έθεσε σε επιφυλακή τόσο τους αγοραστές ρωσικού πετρελαίου όσο και τις τράπεζες που διευκολύνουν τις συναλλαγές τους, προειδοποιώντας ότι κινδυνεύουν να αποκλειστούν από τις συναλλαγές σε δολάριο.
Το Γραφείο Ελέγχου Ξένων Περιουσιακών Στοιχείων του Υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ προειδοποίησε ότι «η συμμετοχή σε συγκεκριμένες συναλλαγές με τις εταιρείες που μπήκαν στη μαύρη λίστα ενδέχεται να επιφέρει δευτερογενείς κυρώσεις» σε όποιον τις διεκπεραιώνει.
Ρώσοι αξιωματούχοι παραδέχονται ότι τα νέα μέτρα μπορεί να πλήξουν τον κρατικό προϋπολογισμό -που στηρίζεται κατά μεγάλο μέρος στα έσοδα από το πετρέλαιο- αλλά δηλώνουν σίγουροι πως «θα βρεθούν τρόποι να ξεπεραστούν τα εμπόδια».
Ο Τραμπ, που μόλις πριν λίγες μέρες είχε ανακοινώσει μια (προς το παρόν αναβληθείσα) συνάντηση με τον Πούτιν, αξιοποίησε το γεγονός ότι η αγορά κινείται προς πλεόνασμα για να αυξήσει την πίεση στη Μόσχα. Παρά την αρχική άνοδο, οι τιμές του αργού στο Λονδίνο υποχώρησαν στα 66 δολάρια το βαρέλι, ένα δολάριο χαμηλότερα από τα τέλη Σεπτεμβρίου.
Αναζητώντας νέους προμηθευτές
Η ανακοίνωση των κυρώσεων προκάλεσε άμεση κινητικότητα στην Ασία. Η Reliance Industries, η μεγαλύτερη εταιρεία διύλισης της Ινδίας και ένας από τους σημαντικότερους πελάτες της Rosneft, ανέστειλε τις αγορές της μετά τη λήξη της περιόδου προσαρμογής στα τέλη Νοεμβρίου.
Την επόμενη κιόλας μέρα, η εταιρεία αναζητούσε νέα φορτία από τη Μέση Ανατολή, καθώς δεν μπορεί να ρισκάρει τον αποκλεισμό της από το αμερικανικό τραπεζικό σύστημα.
Παράλληλα, οι κρατικές ινδικές εταιρείες, που καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος των αγορών ρωσικού αργού, πάγωσαν τις συναλλαγές τους έως ότου λάβουν οδηγίες από την κυβέρνηση. Η στάση τους θα είναι καθοριστική για τη Μόσχα, ενώ η απόφασή τους πιθανόν να επηρεαστεί και από την πορεία των εμπορικών διαπραγματεύσεων Ινδίας-ΗΠΑ.
Στην Κίνα, όπου τα αποθέματα παραμένουν υψηλά, οι μεγάλες κρατικές και ανεξάρτητες εταιρείες με διεθνή δραστηριότητα εμφανίζονται πιο επιφυλακτικές απέναντι στις αμερικανικές προειδοποιήσεις. Αντίθετα, μικρότεροι «παίκτες» που ήδη εμπλέκονται σε κυρώσεις δείχνουν μεγαλύτερη διάθεση να αναλάβουν ρίσκο.
Η στρατηγική της Ουάσιγκτον
Μέχρι σήμερα, οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους εστίαζαν σε πλοία, εταιρείες και πρόσωπα που συμμετείχαν στο ρωσικό εμπόριο, ενώ η Ομάδα των 7 προσπαθούσε να περιορίσει τα έσοδα της Μόσχας μέσω του ανώτατου ορίου τιμής των 60 δολαρίων ανά βαρέλι. Όμως η υπερπροσφορά είχε ήδη καταστήσει το πλαφόν ουσιαστικά άνευ σημασίας.
Το κρίσιμο ερώτημα πλέον είναι πόσο αποφασιστικά θα επιβάλει η Ουάσιγκτον τις νέες κυρώσεις. Ενδέχεται να αρνηθεί τη χορήγηση εξαιρέσεων σε χώρες όπως η Κίνα, η Ινδία ή η Τουρκία και να προχωρήσει ακόμη και σε δευτερογενείς κυρώσεις εναντίον τους, εάν συνεχίσουν να αγοράζουν ρωσικό πετρέλαιο.
«Η πραγματική αποτελεσματικότητα θα εξαρτηθεί από τη συνέπεια και την προθυμία των ΗΠΑ να εφαρμόσουν ενεργά τις δευτερογενείς κυρώσεις», σημειώνει ο Έντουαρντ Φίσμαν, πρώην αξιωματούχος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ και νυν αναλυτής στο Κολούμπια.
«Άμμος στα γρανάζια» του ρωσικού εμπορίου
Οι αμερικανικές κινήσεις συντονίστηκαν με νέες πρωτοβουλίες από τις Βρυξέλλες και το Λονδίνο. Η ΕΕ απαγόρευσε τις νέες εισαγωγές ρωσικού LNG από το 2027, απέκλεισε συναλλαγές με τις Rosneft και Gazprom Neft και στοχοποίησε 115 δεξαμενόπλοια του λεγόμενου «σκιώδους στόλου» καθώς και 45 εταιρείες που διευκολύνουν τη ρωσική παράκαμψη των κυρώσεων - μεταξύ αυτών και η κινεζική Yulong Petrochemical, που τιμωρήθηκε επίσης από το Ηνωμένο Βασίλειο.
Σύμφωνα με ανώτερο αξιωματούχο της ΕΕ, οι κυρώσεις στον «σκιώδη» στόλο έχουν ήδη κοστίσει στη Μόσχα τουλάχιστον 6 δισ. ευρώ.
Ωστόσο, η πραγματική ισχύς των αμερικανικών μέτρων βρίσκεται στην ευελιξία τους. Η Ουάσιγκτον μπορεί να ανεβάσει ή να χαμηλώσει την πίεση ανάλογα με τις αντιδράσεις της αγοράς και του Κρεμλίνου. Αν η αγορά απορροφήσει το σοκ χωρίς μεγάλη αναστάτωση, οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να «σφίξουν κι άλλο τη βαλβίδα».
«Οι νέες κυρώσεις είναι σαν άμμος στα γρανάζια ενός μηχανισμού», σχολιάζει ο Σεργκέι Βακουλένκο, πρώην στέλεχος της ρωσικής πετρελαϊκής βιομηχανίας και σήμερα ερευνητής στο Carnegie Endowment for International Peace. «Δυσκολεύουν τη λειτουργία, αλλά δεν την ακινητοποιούν».