Στο τραπέζι του διαλόγου προσέρχονται οι ΗΠΑ και η Κίνα, οι δύο ισχυρότερες οικονομίες του πλανήτη, επιχειρώντας αποκλιμάκωση του σφοδρού εμπορικού πολέμου που πυροδότησε ο Ντόναλντ Τραμπ και μέσα σε λίγες εβδομάδες οδήγησε σε κατάρρευση του διμερούς εμπορίου.
Σύμφωνα με το πρακτορείο Xinhua, ο Αμερικανός Υπουργός Οικονομικών Σκοτ Μπέσεντ και η Εμπορική Αντιπρόσωπος των ΗΠΑ Τζέιμι Τζέιμισον ξεκίνησαν συνομιλίες στη Γενεύη με κινεζική αντιπροσωπεία υπό την ηγεσία του Αντιπροέδρου της κυβέρνησης, Χε Λιφένγκ. Διπλωμάτες και από τις δύο πλευρές επιβεβαίωσαν την έναρξη των συνομιλιών, ανώνυμα όμως, και χωρίς να αποκαλύψουν την ακριβή τοποθεσία των συναντήσεων.
Χαμηλές προσδοκίες
Όπως σημειώνει το Associated Press, παρότι οι προσδοκίες για σημαντική πρόοδο είναι χαμηλές, υπάρχει ελπίδα ότι οι δύο χώρες θα μειώσουν τους τεράστιους δασμούς που έχουν επιβάλει η μία στα προϊόντα της άλλης – κάτι που θα ανακούφιζε τις διεθνείς αγορές και τις επιχειρήσεις στις δύο πλευρές του Ειρηνικού.
Σημειώνεται ότι τον προηγούμενο μήνα ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ αύξησε τους συνολικούς δασμούς σε κινεζικά προϊόντα στο 145%, ενώ η Κίνα απάντησε με αντίποινα επιβάλλοντας δασμό 125% στα αμερικανικά προϊόντα. Με τέτοιους συντελεστές, οι δύο χώρες ουσιαστικά μποϊκοτάρουν η μία τα προϊόντα της άλλης, οδηγώντας στην κατάρρευση εμπορικών συναλλαγών των οποίων η αξία πέρσι άγγιξε τα 660 δισ. δολάρια.
Πάντως, μετά το σοκ στις διεθνείς αγορές ο Τραμπ φαίνεται να κάνει βήματα πίσω, γράφοντας στο Truth Social ότι «[ένας]80% δασμός φαίνεται σωστός! Εναπόκειται στον Σκοτ».
Επιστροφή στο μέτωπο της τεχνολογίας
Η Σαν Γιούν, διευθύντρια του προγράμματος Κίνας στο Stimson Center, σημείωσε ότι είναι η πρώτη φορά που ο Χε και ο Μπέσεντ συναντώνται, και εξέφρασε επιφυλάξεις για το αν η συνάντηση στη Γενεύη θα φέρει απτά αποτελέσματα.
«Το καλύτερο σενάριο είναι να συμφωνήσουν και οι δύο πλευρές σε ταυτόχρονη αποκλιμάκωση των δασμών», δήλωσε, τονίζοντας πως ακόμα και μια μικρή μείωση θα έστελνε θετικό μήνυμα. «Δεν μπορεί [μια τέτοια εξέλιξη] να μείνει μόνο στα λόγια».
Από την επιστροφή του στον Λευκό Οίκο τον Ιανουάριο, ο Τραμπ χρησιμοποιεί επιθετικά τους δασμούς ως το βασικό του οικονομικό όπλο, επιβάλλοντας φόρο 10% σε εισαγωγές από σχεδόν κάθε χώρα του κόσμου.
Όμως η σύγκρουση με την Κίνα είναι η πιο σφοδρή. Οι αμερικανικοί δασμοί περιλαμβάνουν 20% επιβάρυνση ως μέτρο πίεσης προς το Πεκίνο να περιορίσει τις εξαγωγές φαιντανύλης στις ΗΠΑ, ενώ το υπόλοιπο 125% αφορά υποθέσεις που εκκρεμούν ήδη από την πρώτη θητεία του Τραμπ.
Η Ουάσιγκτον είχε τότε κατηγορήσει την Κίνα για αθέμιτες πρακτικές σε τεχνολογίες αιχμής όπως η κβαντική υπολογιστική και τα αυτόνομα οχήματα: Για εξαναγκασμό αμερικανικών και ξένων εταιρειών να παραδίδουν εμπορικά μυστικά, επιδοτήσεις κρατικά χρηματοδοτούμενων κινεζικών επιχειρήσεων και κλοπή τεχνολογίας.
Παρότι το 2020 οι δύο χώρες υπέγραψαν την «Πρώτη Φάση» συμφωνίας, η οποία περιελάμβανε υποσχέσεις για περισσότερες αγορές αμερικανικών προϊόντων από την Κίνα, η πανδημία COVID-19 εμπόδισε την υλοποίηση των δεσμεύσεων και πολλά σοβαρά ζητήματα παρέμειναν ανοιχτά.
Ο Τραμπ έχει εκφράσει επίσης τη δυσαρέσκειά του για το τεράστιο εμπορικό έλλειμμα με την Κίνα, που πέρυσι ανήλθε στα 263 δισεκατομμύρια δολάρια.
Ανήσυχοι και οι Ελβετοί
Στην Ελβετία, ο Μπέσεντ και η Γκριρ έχουν προγραμματίσει επίσης συνάντηση με την Πρόεδρο της χώρας, Καρίν Κέλερ-Σούτερ. Ο Τραμπ ανέστειλε προσωρινά την επιβολή δασμών 31% σε ελβετικά προϊόντα, μειώνοντάς τους στο 10%, αλλά η απειλή επανεπιβολής τους παραμένει.
Η κυβέρνηση της Βέρνης κρατά επιφυλακτική στάση, αλλά έχει προειδοποιήσει ότι η αύξηση των εντάσεων θα πλήξει βασικές ελβετικές βιομηχανίες, όπως τα ρολόγια, οι κάψουλες καφέ, το τυρί και η σοκολάτα.
«Η όξυνση των εμπορικών εντάσεων δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντα της Ελβετίας. Αντίμετρα στις αμερικανικές αυξήσεις δασμών θα είχαν κόστος για την ελβετική οικονομία, αυξάνοντας τις τιμές των εισαγόμενων αγαθών από τις ΗΠΑ», ανέφερε η κυβέρνηση την προηγούμενη εβδομάδα, προσθέτοντας ότι προς το παρόν δεν σχεδιάζονται αντίμετρα.
Το Σάββατο, οι ελβετικές εξαγωγές προς τις ΗΠΑ επιβαρύνθηκαν με πρόσθετο δασμό 10%, ενώ από την Τετάρτη προβλέπεται επιπλέον τέλος εισαγωγής ύψους 21%.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Ελβετίας μετά την Ευρωπαϊκή Ένωση. Το εμπόριο αγαθών και υπηρεσιών μεταξύ των δύο χωρών τετραπλασιάστηκε την τελευταία εικοσαετία, σύμφωνα με την ελβετική κυβέρνηση.
Από την 1η Ιανουαρίου πέρυσι, η Ελβετία κατάργησε όλους τους βιομηχανικούς δασμούς, πράγμα που σημαίνει ότι το 99% των αμερικανικών προϊόντων εισάγονται πλέον αδασμολόγητα στη χώρα.
Με πληροφορίες από Associated Press