Η πορεία της νομισματικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) μετά την πανδημία αποτέλεσε βασικό πεδίο ανησυχίας για την οικονομία της Ευρωζώνης. Ωστόσο, όπως αποκαλύπτει σε συνέντευξή του στους Financial Times ένα από τα πιο έμπειρα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ, η αυστηρή πολιτική επιτοκίων τελικά δεν προκάλεσε τη ζημιά που πολλοί φοβούνταν. Ο Κλάας Κνοτ, πρόεδρος της Κεντρικής Τράπεζας της Ολλανδίας, αποχωρεί στο τέλος Ιουνίου, αφήνοντας πίσω του μία περίοδο εντατικής μάχης με τον πληθωρισμό.
Ο Κλάας Κνοτ, του οποίου η δεύτερη θητεία ως πρόεδρος της ολλανδικής κεντρικής τράπεζας DNB ολοκληρώνεται στο τέλος Ιουνίου, ανέφερε ότι έχει μείνει «θετικά έκπληκτος» από τον περιορισμένο οικονομικό αντίκτυπο της δραστικής αυστηροποίησης της νομισματικής πολιτικής από τα μέσα του 2022.
«Θα ήμασταν διατεθειμένοι να αποδεχτούμε περισσότερη οικονομική οδύνη [για να αντιμετωπίσουμε τον πληθωρισμό], αλλά ευτυχώς δεν χρειάστηκε», ανέφερε το μακροβιότερο μέλος του 26μελούς Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ.
Ο Κνοτ, 58 ετών, που θεωρείται από τους πιο «σκληροπυρηνικούς» της ΕΚΤ, αποχωρεί την επόμενη εβδομάδα μετά από 14 χρόνια θητείας και θα τον διαδεχθεί ο Όλαφ Σλέιπεν από τη διοίκηση της DNB. Παρ’ όλα αυτά, θεωρείται πιθανός διάδοχος της προέδρου της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ, η οποία ολοκληρώνει τη θητεία της το 2027.
Από τα μέσα του 2022, η ΕΚΤ αύξησε τα επιτόκια δανεισμού δέκα φορές μέσα σε 14 μήνες, από το -0,5% στο 4%, σε μια προσπάθεια να αντιμετωπιστεί ο ετήσιος πληθωρισμός που πλησίασε το 11%. Την εποχή εκείνη, οι οικονομολόγοι φοβούνταν ότι αυτή η αιφνίδια αλλαγή κατεύθυνσης μετά από μια μακρά περίοδο εξαιρετικά χαμηλών επιτοκίων θα οδηγούσε σε αύξηση της ανεργίας, κύμα χρεοκοπιών και πιθανή κρίση δημόσιου χρέους.
Ωστόσο, η Ευρωζώνη κατάφερε να αποφύγει τόσο την ύφεση όσο και την αναταραχή στις αγορές ομολόγων. Το πραγματικό ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 2,6% από τα μέσα του 2022, ενώ η ανεργία έπεσε σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα.
Ο Κνοτ αναγνώρισε ότι οι καταναλωτές υπέστησαν «πραγματική και επώδυνη» απώλεια αγοραστικής δύναμης το 2022 και 2023 λόγω της απότομης αύξησης των τιμών. Όμως, η μεταγενέστερη αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής προκάλεσε πολύ λιγότερες ζημιές στην αγορά εργασίας και την οικονομική ανάπτυξη από ό,τι είχε αρχικά φοβηθεί.
«Έμεινα θετικά έκπληκτος που το κόστος καταπολέμησης του πληθωρισμού ήταν τόσο χαμηλό αυτή τη φορά, σε σύγκριση με τη δεκαετία του 1970 όταν αντιμετωπίσαμε παρόμοιο κύμα πληθωρισμού», είπε.
Από τον Ιούνιο του περασμένου έτους, η ΕΚΤ μείωσε στο μισό το βασικό της επιτόκιο, από 4% σε 2%, ενώ ο πληθωρισμός έχει σχεδόν φτάσει τον μεσοπρόθεσμο στόχο του 2%. Ο Κνοτ σημείωσε ότι τα επιτόκια στο σημερινό επίπεδο ούτε ενισχύουν ούτε φρενάρουν την οικονομική δραστηριότητα:
«Αυτό είναι ένα καλό σημείο για να βρίσκεσαι, ανεξαρτήτως του τι θα φέρει το μέλλον».
Όταν ρωτήθηκε για τις προσδοκίες της αγοράς για μία ακόμη μείωση επιτοκίου κατά 0,25 ποσοστιαίες μονάδες εντός του έτους, ο Κνοτ ανέφερε ότι αυτό το ενδεχόμενο «είναι δύσκολο να αποκλειστεί», αλλά σε καμία περίπτωση δεν είναι βέβαιο, καθώς οι πληθωριστικοί κίνδυνοι είναι «διπλής κατεύθυνσης». Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής χρειάζονται περισσότερο χρόνο για να αξιολογήσουν πώς οι παγκόσμιοι εμπορικοί πόλεμοι και οι τιμές του πετρελαίου θα επηρεάσουν τον πληθωρισμό και την ανάπτυξη.
«Είναι πολύ πιθανό η ΕΚΤ να χρειαστεί να διατηρήσει τα επιτόκια σταθερά για αρκετό καιρό ακόμη, εφόσον δεν είναι σαφές πώς θα εξελιχθούν αυτοί οι κραδασμοί στη μεσοπρόθεσμη προοπτική», πρόσθεσε.
Ο Κνοτ, που διετέλεσε και πρόεδρος του Συμβουλίου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (FSB), το οποίο συντονίζει τη διεθνή ρυθμιστική πολιτική, ανέφερε ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις αποχώρησης των ΗΠΑ από τον οργανισμό, παρά τις διαφωνίες με την Ευρώπη για τη στάση απέναντι στους κινδύνους της κλιματικής αλλαγής και τα κρυπτονομίσματα.
«Φυσικά, υπάρχουν διαφορές απόψεων μεταξύ των μελών ως προς το πόση βαρύτητα πρέπει να δοθεί σε κάθε κίνδυνο», είπε. Όμως υπογράμμισε ότι οι συζητήσεις ήταν «ώριμες» και δεν εμπόδισαν την εκπλήρωση της αποστολής του FSB.