Στην Ευρώπη στρέφονται με αυξανόμενο ρυθμό τους τελευταίους μήνες εταιρείες και επενδυτές που προσελκύονται από το γιγαντιαίο πακέτο δαπανών του μπλοκ για υποδομές και άμυνα.
Σύμφωνα με το Reuters, οι δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις που υλοποιούνται στο πλαίσιο αυτό προσφέρουν ένα περιβάλλον σχετικής σταθερότητας, σε μια περίοδο όπου οι απρόβλεπτες δασμολογικές πολιτικές του Ντόναλντ Τραμπ καθιστούν την αμερικανική αγορά πιο ριψοκίνδυνη. Η μεταστροφή αυτή ενισχύεται και από την παγιωμένη τακτική του Τραμπ να εξαγγέλλει γενικευμένους δασμούς οι οποίοι κατόπιν είτε τροποποιούνται είτε η εφαρμογή τους καθυστερεί, καθώς και από την έκδοση προεδρικών διαταγμάτων που δοκιμάζουν τα όρια της προεδρικής εξουσίας.
Ενδεικτική είναι η περίπτωση του Peter Roessner, διευθύνοντος συμβούλου της H2Apex, μιας εταιρείας υδρογόνου με έδρα το Λουξεμβούργο, ο οποίος - όπως ο ίδιος αναφέρει - δεν μπορεί πλέον να βασίζεται σε προμηθευτές από τις Ηνωμένες Πολιτείες για το έργο της εταιρείας στο Λούμπμιν της Γερμανίας, προϋπολογισμού άνω των 200 εκατ. ευρώ.
«Οι επενδυτές στον τομέα του υδρογόνου στρέφονται πλέον περισσότερο προς την ευρωπαϊκή αγορά, λόγω της απόλυτης αβεβαιότητας και της έλλειψης ασφάλειας στον προγραμματισμό στις ΗΠΑ», δήλωσε στο Reuters, προσθέτοντας πως η τάση αυτή αφορά τόσο Ευρωπαίους όσο και Αμερικανούς επενδυτές. «Οι συνθήκες πλαισίου στην Ευρώπη δεν είναι ιδανικές, αλλά παραμένουν σταθερές», σημείωσε.
Αβεβαιότητα
Σε παρόμοιο μήκος κύματος, ο Christoph Witzke, επικεφαλής του CIO Office της Deka - ενός από τα μεγαλύτερα επενδυτικά κεφάλαια της Γερμανίας - ανέφερε: «Οι ΗΠΑ προέρχονται από ένα ιδιαίτερα φιλικό προς τις αγορές και σταθερό περιβάλλον. Ωστόσο, πλέον καταγράφονται πολιτικές παρεμβάσεις, αλλά και προσπάθεια διεύρυνσης της εκτελεστικής εξουσίας». Και πρόσθεσε: «Αυτό γεννά αβεβαιότητα ότι μπορεί να υπάρξει παρέμβαση ανά πάσα στιγμή», επισημαίνοντας ότι η Ευρώπη έχει μετατραπεί σε επίκεντρο των πιο πρόσφατων επενδυτικών συνεδρίων.
Μεταφορά κεφαλαίων
Με την προθεσμία της 9ης Ιουλίου για την επίτευξη εμπορικής συμφωνίας να πλησιάζει - και τον Ντόναλντ Τραμπ να δηλώνει ότι, ελλείψει συμφωνίας, θα επιβάλει δασμούς 50% σε όλα τα ευρωπαϊκά προϊόντα - οι επενδυτές έχουν ήδη αρχίσει να μετακινούν κεφάλαια προς την γηραιά ήπειρο.
Τα στοιχεία της LSEG Lipper Funds δείχνουν ότι, μέχρι στιγμής φέτος, έχουν εισρεύσει σε ευρωπαϊκά μετοχικά κεφάλαια περισσότερα από 100 δισ. δολάρια - ποσό τριπλάσιο σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του προηγούμενου έτους. Την ίδια ώρα, οι εκροές από τα αμερικανικά μετοχικά κεφάλαια υπερδιπλασιάστηκαν, προσεγγίζοντας τα 87 δισ. δολάρια.
Συνολικά, επενδυτές απέσυραν κεφάλαια από τα αμερικανικά μετοχικά funds στους επτά από τους τελευταίους δώδεκα μήνες, ενώ τα ευρωπαϊκά κατέγραψαν σταθερές εισροές κατά το ίδιο χρονικό διάστημα.
«Όλα αυτά αποδεικνύουν ότι, τουλάχιστον οι δυνάμεις της αγοράς, οι επενδυτές, εκείνοι που μετακινούν πραγματικά κεφάλαια, αναγνωρίζουν αξία και εμπιστεύονται την Ευρώπη», δήλωσε η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Κριστίν Λαγκάρντ, νωρίτερα αυτόν τον μήνα.
Η μετατόπιση του επενδυτικού ενδιαφέροντος αποτυπώθηκε και στην υποτονική εισαγωγή στο χρηματιστήριο της Amrize - βορειοαμερικανικής θυγατρικής της Holcim - στα τέλη Ιουνίου. Η δημόσια εγγραφή της είχε προαναγγελθεί με ενθουσιασμό στις αρχές του 2024, σε μια περίοδο κατά την οποία οι αποτιμήσεις στην αμερικανική αγορά ενθουσίαζαν και ανταγωνιστές της. Αντίθετα, η μετοχή της Holcim - η οποία πλέον επικεντρώνεται σε Ευρώπη, Λατινική Αμερική και Βόρεια Αφρική - σημείωσε άνοδο 15%.
Όλα μπορούν να ανατραπούν
Αλλαγή κλίματος καταγράφει και η Siemens Energy, η οποία αντλεί πάνω από το ένα πέμπτο των εσόδων της από τις Ηνωμένες Πολιτείες, σύμφωνα με τη διευθύντρια οικονομικών υπηρεσιών της εταιρείας, Maria Ferraro.
Πέρα από τη βελτιωμένη εικόνα της αγοράς, οι αυξημένες επενδύσεις κρίνονται καθοριστικές για την προσπάθεια ανάκαμψης της ευρωπαϊκής οικονομίας και για τη μείωση του ανταγωνιστικού ελλείμματος έναντι άλλων περιφερειών — κυρίως της Κίνας και των Ηνωμένων Πολιτειών.
Οι Άμεσες Ξένες Επενδύσεις (FDI) προς τη Γερμανία — τη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωπαϊκής Ένωσης — υπερδιπλασιάστηκαν, φθάνοντας τα 46 δισ. ευρώ το πρώτο τετράμηνο του 2025, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της Bundesbank. Πρόκειται για το υψηλότερο επίπεδο από το 2022.
Τα ίδια στοιχεία καταγράφουν, επίσης, ότι οι γερμανικές επιχειρήσεις απέσυραν κεφάλαια από τις Ηνωμένες Πολιτείες κατά τους τρεις από τους τέσσερις πρώτους μήνες του έτους, με το καθαρό υπόλοιπο των άμεσων επενδύσεων να διαμορφώνεται στα –2,38 δισ. ευρώ τον Απρίλιο.
Αρνητικά υπόλοιπα προκύπτουν όταν οι εταιρείες είτε αποεπενδύουν περισσότερο από όσο επενδύουν σε μια ξένη χώρα είτε επιλέγουν να μην επεκτείνουν τις πιστωτικές γραμμές προς τις τοπικές θυγατρικές τους.
Υπό πίεση
Η συνολική εικόνα, ωστόσο, δεν είναι απολύτως θετική. Πολλοί επενδυτές επισημαίνουν ότι η Ευρώπη τελεί υπό πίεση να επιταχύνει τις μεταρρυθμίσεις, να προχωρήσει στη θέσπιση ενός αποτελεσματικότερου ρυθμιστικού πλαισίου και να υλοποιήσει τις δεσμεύσεις δαπανών που έχει αναλάβει.
«Το θετικό επενδυτικό κλίμα μπορεί να μεταστραφεί γρήγορα. Οφείλει να λειτουργήσει τόσο ως προειδοποίηση όσο και ως κίνητρο για την αξιοποίηση της δυναμικής και τη συνεπή εφαρμογή της προγραμματισμένης ατζέντας», δήλωσε ο Stefan Wintels, επικεφαλής της κρατικής αναπτυξιακής τράπεζας KfW.
Παρόμοια προειδοποίηση απηύθυνε και ο Hajo Kroesche, συνέταιρος στην επενδυτική εταιρεία Altor, επισημαίνοντας ότι «το παράθυρο ευκαιρίας για την Ευρώπη δεν θα παραμείνει ανοιχτό για πάντα».
Έχοντας επισκεφθεί πρόσφατα το Κατάρ, το Άμπου Ντάμπι και τη Σαουδική Αραβία, ο διευθύνων σύμβουλος της Deutsche Bank, Κρίστιαν Ζέβινγκ, δήλωσε την προηγούμενη εβδομάδα ότι το επενδυτικό ενδιαφέρον για την Ευρώπη και τη Γερμανία είναι τεράστιο.
Παρ' όλα αυτά, προειδοποίησε πως η μακροπρόθεσμη σταθερότητα παραμένει απαραίτητη: «Αυτοί δεν είναι άνθρωποι που επενδύουν μέσα σε δύο ημέρες. Αλλά, φυσικά, βλέπουν τι συμβαίνει στον κόσμο αυτή τη στιγμή».
Με πληροφορίες από Reuters