Την εικόνα μίας λίγο καλύτερης από το αναμενόμενο πορείας της ανάπτυξης στην Ευρωζώνη, την οποία έδωσε χθες η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Κριστίν Λαγκάρντ, επιβεβαιώνουν οι προβλέψεις αναλυτών σε σχετική έρευνα της ΕΚΤ (Survey of Professional Forcasters) στο γ' τρίμηνο του 2025.
Ειδικότερα, η μέση πρόβλεψη των αναλυτών είναι ότι ο ρυθμός ανάπτυξης θα ανέλθει στο 1,1% φέτος ή κατά 0,2 ποσοστιαίες μονάδες περισσότερο σε σχέση με την πρόβλεψη που έκαναν κατά το β' τρίμηνο, και θα παραμείνει στο ίδιο επίπεδο και το 2026 (κατά 0,1 π.μ. χαμηλότερα από την προηβούμενη πρόβλεψη), ενώ το 2027 θα αυξηθεί στο 1,4%.
Για τον πληθωρισμό της Ευρωζώνης, οι αναλυτές βλέπουν να υποχωρεί στο 2% φέτος από 2,4% πέρυσι και περαιτέρω στο 1,8% το 2026 για να αυξηθεί ξανά το 2027 στο 2%, που είναι και ο στόχος της ΕΚΤ.
Οι αναλυτές θεωρούν ότι θα είναι μικρός ο αντίκτυπος των δασμών τόσο στον πληθωρισμό όσο και στην ανάπτυξη της Ευρωζώνης. Για τον πληθωρισμό βλέπουν ότι θα υπάρξει μία οριακή μείωση (-0,06%) και για την ανάπτυξη μία μείωση 0,2 π.μ.
Επιβράδυνση και ανταγωνισμός από Κίνα
Από την άλλη πλευρά, οι επιχειρήσεις της Ευρωζώνης που συμμετείχαν σε άλλη έρευνα της ΕΚΤ, ανέφεραν ότι η οικονομία επιβραδύνεται και αντιμετωπίζει αυξανόμενο ανταγωνισμό από την Κίνα, καθώς οι δασμοί των ΗΠΑ πλήττουν την εμπιστοσύνη και αναγκάζουν ανταγωνίστριες χώρες να αναζητήσουν νέες αγορές.
Η έρευνα σε 72 μεγάλες εταιρείες, που έγινε μεταξύ 23 Ιουνίου και 2 Ιουλίου, έδειξε επιβράδυνση στους τομείς της μεταποίησης και των υπηρεσιών, με αποτέλεσμα μια πιο συγκρατημένη προοπτική για την απασχόληση και τις τιμές.
«Οι επαφές ανέφεραν επιβράδυνση της δραστηριότητας το τελευταίο διάστημα, καθώς οι δασμοί, οι γεωπολιτικές εντάσεις και η προκύπτουσα αβεβαιότητα πλήττουν την επιχειρηματική και καταναλωτική εμπιστοσύνη... Η εικόνα από τις επαφές είναι συνεπής με μία πολύ συγκρατημένη ανάπτυξη τόσο το δεύτερο όσο και το τρίτο τρίμηνο».
Πρέπει, ωστόσο, να σημειωθεί ότι η σχετικά ταχεία αύξηση του ΑΕΠ στο α' τρίμηνο (κατά 0,6% σε τριμηνιαία βάση) οφειλόταν και σε έναν έκτακτο παράγοντα, αυτόν της αποθεματοποίησης από τις αμερικανικές επιχειρήσεις εν όψει της επιβολής δασμών, με αποτέλεσμα τη μεγάλη αύξηση των ευρωπαϊκών εξαγωγών.
Οι εταιρείες που επικοινώνησαν με την ΕΚΤ θεωρούσαν ότι οι δασμοί των ΗΠΑ - το εύρος των οποίων διαπραγματεύεται αυτή τη στιγμή - είναι αρνητικοί για την ανάπτυξη και δήλωναν ότι ο ανταγωνισμός από τα κινέζικα αγαθά διαδραματίζει «αυξανόμενο ρόλο».
«Η καθοδική πίεση τόσο στην δραστηριότητα όσο και στις τιμές αντικατοπτρίζει τη μειωμένη ζήτηση, που εν μέρει προκλήθηκε από την εκτροπή του εμπορίου από την Ασία (την Κίνα συγκεκριμένα), καθώς οι εξαγωγείς της αναζητούσαν εναλλακτικές λύσεις μετά τις απώλειες στην αμερικανική αγορά».
Αυτό είχε κυρίως επηρεάσει τα ενδιάμεσα αγαθά μέχρι στιγμής και είχε «ελάχιστη έως καθόλου επίδραση στις τελικές τιμές καταναλωτή», αλλά αναμενόταν να επεκταθεί και σε αυτές τους επόμενους μήνες και τρίμηνα.
«Αντίθετα, οι επαφές στους τομείς της λιανικής και των υπηρεσιών καταναλωτών ανέφεραν ελάχιστη, αν όχι και καθόλου, επίδραση στη δραστηριότητά τους ή στις τιμές μέχρι σήμερα και δεν ανέμεναν μεγάλη επίδραση στο άμεσο μέλλον», ανέφερε η ΕΚΤ.