Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των Ηνωμένων Πολιτειών (Fed) αναμένεται να μειώσει το βασικό της επιτόκιο κατά 25 μονάδες βάσης την επόμενη εβδομάδα και εκ νέου τον Δεκέμβριο, σύμφωνα με δημοσκόπηση του Reuters μεταξύ οικονομολόγων, καθώς εντείνονται οι ανησυχίες για την επιβράδυνση της αγοράς εργασίας στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Οι περισσότεροι αναλυτές -115 στους 117- προβλέπουν ότι το επιτόκιο θα διαμορφωθεί στο εύρος 3,75%-4,00% στη συνεδρίαση της 29ης Οκτωβρίου, αν και οι εκτιμήσεις διαφέρουν ως προς το πόσο θα συνεχιστεί η νομισματική χαλάρωση το 2025.
Η απόφαση ακολουθεί την πρώτη μείωση επιτοκίων που έλαβε χώρα τον Σεπτέμβριο, καθώς η Fed επιχειρεί να ισορροπήσει ανάμεσα στις επίμονες πληθωριστικές πιέσεις και τη σταδιακή υποχώρηση της απασχόλησης. Οι χρηματαγορές έχουν ήδη προεξοφλήσει δύο ακόμη μειώσεις εντός του έτους, ενώ η παρατεταμένη αναστολή λειτουργίας της ομοσπονδιακής κυβέρνησης δυσχεραίνει την οικονομική αποτίμηση, καθυστερώντας τη δημοσίευση κρίσιμων στοιχείων για την απασχόληση και τον πληθωρισμό.
Οι οικονομολόγοι παραμένουν διχασμένοι σχετικά με την πορεία των επιτοκίων το επόμενο έτος, με τις προβλέψεις να κυμαίνονται από 2,25%-2,50% έως 3,75%-4,00%. Η αβεβαιότητα ενισχύεται από τις εικασίες για το ποιος θα διαδεχθεί τον Τζερόμ Πάουελ μετά τη λήξη της θητείας του τον Μάιο.
Ο πληθωρισμός, που αναμένεται να παραμείνει πάνω από τον στόχο του 2% έως το 2027, και η σταθεροποίηση της ανεργίας κοντά στο 4,3%, συνθέτουν ένα περιβάλλον συγκρατημένης αισιοδοξίας αλλά και προσεκτικών κινήσεων.
«Ο κίνδυνος είναι να δούμε περισσότερες μειώσεις επιτοκίων μέσα στο επόμενο έτος», επισημαίνει ο Μπρετ Ράιαν, ανώτερος οικονομολόγος της Deutsche Bank, προσθέτοντας πως η ανεξαρτησία της Fed «φαίνεται περισσότερο εκτεθειμένη απ’ ό,τι σε οποιαδήποτε προηγούμενη κυβέρνηση».
Πώς μεταδίδεται το «σήμα» της Fed
Η νέα πορεία της αμερικανικής νομισματικής πολιτικής δεν αφορά μόνο την Ουάσιγκτον ή τη Wall Street. Επηρεάζει τις συναλλαγματικές ισοτιμίες, τις ροές κεφαλαίων και τις οικονομικές στρατηγικές κυβερνήσεων και επιχειρήσεων σε ολόκληρο τον κόσμο.
Οι αποφάσεις της Fed εξακολουθούν να αποτελούν τον κεντρικό μηχανισμό μετάδοσης της παγκόσμιας νομισματικής πολιτικής. Όταν τα αμερικανικά επιτόκια ανεβαίνουν, οι επενδυτές στρέφονται προς τίτλους σε δολάρια, ενισχύοντας την αξία του νομίσματος και δυσκολεύοντας τη χρηματοδότηση στις αναδυόμενες αγορές. Όταν, αντίθετα, μειώνονται, το δολάριο αποδυναμώνεται και η διάθεση για επενδύσεις εκτός ΗΠΑ αναθερμαίνεται.
Παράλληλα, η αντίδραση των αγορών είναι πολυεπίπεδη: πρώτα κινούνται τα νομίσματα, ακολουθούν τα ομόλογα και οι μετοχές, ενώ οι τιμές των εμπορευμάτων συχνά λειτουργούν ως καθρέφτης των ευρύτερων προσδοκιών. Αυτές οι μεταβολές επηρεάζουν το κόστος εισαγωγών, την αποπληρωμή του χρέους και την ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών, μεταφέροντας το «παλμό» της Ουάσιγκτον από τη Μπραζίλια έως τη Μπανγκόκ.
Η τελευταία μείωση επιτοκίων ήρθε σε μια φάση όπου η αμερικανική οικονομία έδειχνε αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα - με ανάπτυξη 2,8% το 2024 και σταδιακή αποκλιμάκωση του πληθωρισμού. Οι αναλυτές θεωρούν πως η Fed επιδίωξε μια πιο ήπια προσγείωση, με στόχο να στηρίξει την απασχόληση χωρίς να πυροδοτήσει νέα άνοδο τιμών.
Οι αναδυόμενες αγορές
Το «που θα πάει» η αμερικανική νομισματική πολιτική παραμένει κρίσιμο ερώτημα για τις αναδυόμενες οικονομίες, οι οποίες συχνά αναγκάζονται να ακολουθήσουν τη Fed για να αποτρέψουν εκροές κεφαλαίων και πτώση του νομίσματός τους. Το αποτέλεσμα είναι υψηλότερο κόστος δανεισμού και πιέσεις στην ανάπτυξη.
Ωστόσο, η εικόνα δεν είναι πια ομοιόμορφη. Οι ασιατικές οικονομίες με σταθερούς θεσμούς και βαθύτερες κεφαλαιαγορές αποκτούν όλο και περισσότερο μεγαλύτερη ανεξαρτησία. Πολλές κεντρικές τράπεζες στην περιοχή ξεκίνησαν κύκλους μείωσης επιτοκίων πριν από τη Fed, εκμεταλλευόμενες την αποκλιμάκωση του πληθωρισμού και τη σταθερότητα στην ισοτιμία. Πρόκειται για ένα σημάδι ωρίμανσης του διεθνούς νομισματικού συστήματος, όπου οι αναδυόμενες αγορές δεν κινούνται πλέον αποκλειστικά στον ρυθμό της Ουάσιγκτον.
Εμπόριο και νέες γεωπολιτικές ισορροπίες
Οι μεταβολές στα αμερικανικά επιτόκια συμπίπτουν με σημαντικές ανακατατάξεις στο διεθνές εμπόριο. Οι δασμοί που επέβαλε η προηγούμενη διοίκηση Τραμπ στην Κίνα μετέφεραν μεγάλο μέρος των αμερικανικών εισαγωγών προς το Μεξικό και το Βιετνάμ.
Τώρα, οι προτάσεις του επανεκλεγέντος προέδρου για νέους δασμούς έως 60% στα κινεζικά προϊόντα και 10-20% στις υπόλοιπες εισαγωγές αναμένεται να εντείνουν τις ανατροπές στην εφοδιαστική αλυσίδα.
Οι αυξημένοι δασμοί θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε υψηλότερες τιμές εντός των ΗΠΑ, ασκώντας εκ νέου πληθωριστικές πιέσεις και ενδεχομένως περιορίζοντας τη δυνατότητα της Fed να συνεχίσει την πολιτική χαλάρωσης. Από την άλλη πλευρά, οι αναδυόμενες οικονομίες που εξάγουν πρώτες ύλες ή βιομηχανικά προϊόντα μπορεί να βρουν νέες ευκαιρίες μέσα στη μετατόπιση των εμπορικών ροών προς «νέα λιμάνια».
Για τις πολυεθνικές εταιρείες, οι κινήσεις των επιτοκίων έχουν άμεση και μετρήσιμη επίδραση. Ένα ισχυρότερο δολάριο ανεβάζει το κόστος δανεισμού στις αναδυόμενες αγορές και μειώνει τα έσοδα από το εξωτερικό, ενώ ένα ασθενέστερο δολάριο ενισχύει την ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών, αλλά αυξάνει τις δαπάνες για εισαγωγές και πρώτες ύλες.
Η αυξημένη μεταβλητότητα έχει οδηγήσει πολλές επιχειρήσεις να υιοθετούν στρατηγικές αντιστάθμισης κινδύνου και να χρησιμοποιούν λογαριασμούς πολλαπλών νομισμάτων. Η τεχνολογία δίνει πλέον τη δυνατότητα διαχείρισης των κεφαλαίων τους σε πραγματικό χρόνο, επιτρέποντας στις εταιρείες να προγραμματίζουν τη μετατροπή των νομισμάτων με ευνοϊκότερους όρους.
Παρά την αβεβαιότητα, το διεθνές εμπόριο παραμένει ανθεκτικό. Οι διασυνοριακές πληρωμές αυξάνονται με έναν ρυθμό περίπου 5% ετησίως έως το 2027, ενώ η διάδοση των συστημάτων άμεσων πληρωμών καθιστά τις συναλλαγές ταχύτερες και φθηνότερες, μειώνοντας τους κινδύνους από τη διακύμανση των ισοτιμιών.
Τομείς υπό πίεση
Οι επιδράσεις των αμερικανικών επιτοκίων δεν κατανέμονται ομοιόμορφα σε όλους τους κλάδους. Οι τεχνολογικές επιχειρήσεις, που γνώρισαν εντυπωσιακές αποδόσεις τα δύο τελευταία χρόνια, παραμένουν ιδιαίτερα ευαίσθητες στο κόστος χρηματοδότησης. Η μεταποίηση, αντιθέτως, βρίσκεται αντιμέτωπη με υψηλότερα κόστη και αβεβαιότητα στις αλυσίδες εφοδιασμού.
Για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, οι προκλήσεις είναι ακόμη μεγαλύτερες. Παρά την αισιοδοξία των περισσότερων επιχειρηματιών για αύξηση εσόδων μέσα στο 2025, οι προσλήψεις έχουν επιβραδυνθεί καθώς οι εταιρείες σταθμίζουν τα οφέλη της ανάπτυξης έναντι του κόστους δανεισμού.