H εξάρτηση της Ευρώπης από τα εισαγόμενα καύσιμα δεν είναι πλέον βιώσιμη. Αυτή είναι, σύμφωνα με την πρόεδρο της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ, η σκληρή αλήθεια που αποκάλυψε η πρόσφατη ενεργειακή κρίση και μια επιταχυνόμενη κλιματική κρίση καθιστά αυτό το μάθημα ακόμα πιο σαφές.
Ώρες μετά την απόφαση της Ε.Ε. για πλήρη απεξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο και την πλήρη απαγόρευση εισαγωγών του από την 1η Ιανουαρίου 2028, η πρόεδρος της ΕΚΤ από το βήμα του συνεδρίου για Κλίμα της Norges Bank στο Όσλο της Νορβηγίας (21/10) υπογράμμισε ότι χρειαζόμαστε ενέργεια ασφαλή, γιατί η γεωπολιτική πραγματικότητα έχει αλλάξει, ενέργεια βιώσιμη, γιατί η κλιματική πραγματικότητα δεν έχει αλλάξει, και «χρειαζόμαστε ενέργεια προσιτή για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις».
Η ενεργειακή κρίση και οι νέες ανισορροπίες
Περιέγραψε τον δρόμο της Ευρώπης προς τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, σημειώνοντας ότι είμαστε μάρτυρες μιας αυξανόμενης άρνησης της κλιματικής κρίσης και μιας αντίδρασης στις πράσινες πρωτοβουλίες. Και τόνισε ότι θα πρέπει να μειωθεί το κόστος ενέργειας ώστε να διασφαλιστεί η βιομηχανική ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης και να διατηρηθεί η μακροπρόθεσμη ανάπτυξη, με τις χρηματοδοτικές ανάγκες για την πράσινη μετάβαση να εκτιμώνται σε 1,2 τρισεκατομμύρια ευρώ ετησίως, και η εμβάθυνση και η ολοκλήρωση των κεφαλαιαγορών της Ε.Ε. να είναι κρίσιμη για την υποστήριξη των μεγάλης κλίμακας επενδύσεων που χρειαζόμαστε.
«Ο πόλεμος στην Ουκρανία εξέθεσε περαιτέρω τις ενεργειακές εξαρτήσεις της Ευρώπης ως στρατηγικά τρωτά σημεία, αυξάνοντας τις τιμές του φυσικού αερίου μετά τη διακοπή τροφοδοσίας μέσω του ρωσικού αγωγού. Ως αποτέλεσμα, οι τιμές της ενέργειας έχουν αυξηθεί απότομα, καθώς το φυσικό αέριο παραμένει ο οριακός παράγοντας καθορισμού τιμών στην αγορά ενέργειας της Ε.Ε. για το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου. Αυτό έχει επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό την ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών εταιριών και έχει αυξήσει τους λογαριασμούς των νοικοκυριών», υπογράμμισε ο επικεφαλής της ΕΚΤ, σημειώνοντας ότι παρόλο που η οξεία φάση του ενεργειακού σοκ έχει περάσει, η νέα γεωπολιτική κανονικότητα έχει αφήσει ένα διαρκές αποτύπωμα στο ενεργειακό κόστος της Ευρώπης, αποδυναμώνοντας τη θέση της σε σχέση με άλλες περιοχές.
Ειδικότερα, οι τιμές ηλεκτρικής ενέργειας στην Ε.Ε. παραμένουν περίπου 2,5 φορές υψηλότερες από ό,τι στις ΗΠΑ και οι τιμές φυσικού αερίου σχεδόν τέσσερις φορές υψηλότερες, και αυτό το κενό διαμορφώνει τον τρόπο με τον οποίο οι εταιρείες επενδύουν και καινοτομούν, ακόμα και πού επιλέγουν να εγκατασταθούν.
Ανησυχίες για την αποβιομηχάνιση
Έρευνα της ΕΚΤ δείχνει ότι οι ευρωπαϊκές εταιρείες μειώνουν σημαντικά τις κεφαλαιακές τους δαπάνες και τις δαπάνες έρευνας και ανάπτυξης σε απάντηση σε ενεργειακό σοκ, σε αντίθεση με τις αντίστοιχες στις ΗΠΑ. Αυξάνονται εξάλλου οι ανησυχίες ότι οι υψηλότερες τιμές ενέργειας μπορεί ακόμα και να συμβάλλουν στην αποβιομηχάνιση, καθώς οι ευρωπαϊκές εταιρείες παλεύουν κόντρα στον ξένο ανταγωνισμό.
«Τα λάθη του παρελθόντος της Ευρώπης δημιουργούν επίσης δυσκολίες για το μέλλον της. Οι υψηλότερες τιμές ενέργειας μπορεί να δυσκολέψουν την Ευρώπη να υιοθετήσει πλήρως τις νέες τεχνολογίες που θα οδηγήσουν στη μελλοντική παραγωγικότητα. Η πρόσβαση σε φθηνή, άφθονη ενέργεια είναι κρίσιμη αν η Ευρώπη πρόκειται να αξιοποιήσει στο έπακρο την τεχνητή νοημοσύνη. Ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (ΔΟΕ) προβλέπει ότι η ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας από τα data centers θα υπερδιπλασιαστεί μέχρι το 2030», ανέφερε η Κρ. Λαγκάρντ. Ειδικότερα, σύμφωνα με τη μελέτη του ΔΟΕ, η κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας από τα data centers αναμένεται να φτάσει σε περίπου 945 TWh το 2030, ελαφρώς υψηλότερα από τη συνολική κατανάλωση της ηλεκτρικής ενέργειας της Ιαπωνίας σήμερα, ενώ το βασικό σενάριο προβλέπει περαιτέρω αύξηση σε περίπου 1.200 TWh έως το 2033.
Ο ρόλος των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας και των κεφαλαιαγορών
«Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας προσφέρουν την πιο σαφή οδό για την ελαχιστοποίηση των συμβιβασμών μεταξύ των στόχων ενεργειακής πολιτικής για ασφάλεια, βιωσιμότητα και προσιτή τιμή. Γνωρίζουμε τον δρόμο που πρέπει να ακολουθήσει η Ευρώπη – και είναι ένας δρόμος που υποστηρίζουν οι πολίτες. Σχεδόν εννέα στους δέκα Ευρωπαίους θέλουν η Ε.Ε. να επεκτείνει την ανανεώσιμη ενέργεια», υπογράμμισε η Κρ. Λαγκάρντ.
Για την απελευθέρωση του δυναμικού της καθαρής ενέργειας, η πρόεδρος της ΕΚΤ ζήτησε από τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής να παρέχουν δύο πράγματα.
Πρώτον, το κατάλληλο περιβάλλον χρηματοδότησης, με τις χρηματοδοτικές ανάγκες για την πράσινη μετάβαση να εκτιμώνται σε 1,2 τρισεκατομμύρια ευρώ ετησίως και τον ιδιωτικό τομέα να πρέπει να καλύψει τα 2/3 αυτής της επένδυσης. Παρ’ όλο που η Ευρώπη έχει άφθονες ιδιωτικές αποταμιεύσεις, σχεδόν 4/10 ευρωπαϊκές εταιρείες θεωρούν την έλλειψη προθυμίας των επενδυτών να χρηματοδοτήσουν πράσινες επενδύσεις ως ένα πολύ σημαντικό εμπόδιο.
«Ο κρίκος που λείπει εδώ είναι οι κεφαλαιαγορές. Η χρηματοδότηση με δανεισμό και μετοχικό κεφάλαιο κατατάσσεται επί του παρόντος στις χαμηλότερες μεταξύ των πηγών χρηματοδότησης που οι εταιρείες αναμένουν να χρησιμοποιήσουν για πράσινες επενδύσεις. Η εμβάθυνση και η ολοκλήρωση των κεφαλαιαγορών της Ε.Ε. είναι κρίσιμη για την υποστήριξη των μεγάλης κλίμακας επενδύσεων που χρειαζόμαστε. Τα καλά νέα είναι ότι η πολιτική δυναμική πίσω από την ένωση κεφαλαιαγορών δεν ήταν ποτέ μεγαλύτερη, όπως υπογράμμισε πριν από λίγες ημέρες ο Γερμανός Καγκελάριος», είπε η Λαγκάρντ.
Δεύτερον, πρέπει να δημιουργηθεί ένα προβλέψιμο περιβάλλον επενδύσεων. Οι επενδυτές, προειδοποίησε η πρόεδρος της ΕΚΤ, δεν θα κάνουν ένα βήμα μπροστά εάν η πράσινη μετάβαση επισκιάζεται από αβεβαιότητα, «ειδικά εάν βλέπουν επίσης αυξανόμενη αντίσταση στις πράσινες πρωτοβουλίες σε άλλα μέρη του κόσμου».
Αξιοπιστία και εμπιστοσύνη στη ζήτηση
Η Κριστίν Λαγκάρντ υπογραμμίζει ότι η δημιουργία κατάλληλου περιβάλλοντος ξεκινάει με την αξιοπιστία: την τήρηση των υφιστάμενων πράσινων στόχων και τη διατήρηση μιας σταθερής τιμής άνθρακα. Η άρνηση αυτών των δεσμεύσεων θα ενέχει τον κίνδυνο να παγώσουν οι επενδύσεις ακριβώς τη στιγμή που είναι περισσότερο απαραίτητες.
«Η αξιοπιστία πρέπει επίσης να συνοδεύεται από ταχύτητα. Σε όλη την Ευρώπη, οι επενδυτές αντιμετωπίζουν αργές και κατακερματισμένες διαδικασίες αδειοδότησης που καθυστερούν την πρόοδο. Σε ορισμένα κράτη μέλη, η ολοκλήρωση της διαδικασίας αδειοδότησης μπορεί να διαρκέσει έως και πέντε χρόνια για ηλιακά φωτοβολταϊκά έργα κλίμακας κοινής ωφέλειας και έως και εννέα χρόνια για χερσαία αιολικά έργα. Αυτά τα χρονοδιαγράμματα πρέπει να συντομευθούν εάν η Ε.Ε. θέλει να επιτύχει τους πράσινους στόχους της».
Τέλος, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής πρέπει να οικοδομήσουν εμπιστοσύνη στη μελλοντική ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας, τονίζει η πρόεδρος της ΕΚΤ, αναφέροντας ως παράδειγμα ότι στην Ευρώπη η ηλεκτρική ενέργεια εξακολουθεί να έχει υψηλότερους φόρους από το φυσικό αέριο, με την Λαγκάρντ να καλεί τις κυβερνήσεις να μειώσουν τους φόρους ηλεκτρικής ενέργειας.
Η Ευρώπη διαθέτει τους πόρους για να πετύχει, υποστήριξε η επικεφαλής της ΕΚΤ, προσθέτοντας ότι αυτό που χρειάζεται τώρα είναι βαθύτερες κεφαλαιαγορές και σταθερές πολιτικές για να μετατρέψει τις πράσινες φιλοδοξίες της σε πραγματικότητα. Ο τελικός στόχος είναι να σημειωθεί πρόοδος προς μια πραγματική ενεργειακή ένωση.