Η εμπορική συμφωνία ανάμεσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τη Mercosur παρουσιάζεται εδώ και δεκαετίες ως ένα από τα πιο φιλόδοξα εγχειρήματα οικονομικής συνεργασίας παγκοσμίως. Υπόσχεται διεύρυνση αγορών, ενίσχυση της ευρωπαϊκής βιομηχανίας και διασφάλιση εκατοντάδων χιλιάδων θέσεων εργασίας. Παρ’ όλα αυτά, 25 χρόνια μετά την έναρξη των διαπραγματεύσεων, η πολυαναμενόμενη υπογραφή παραμένει άπιαστο όνειρο.
Η τελευταία αναβολή ήρθε κυριολεκτικά στο «παρά πέντε». Οι ευρωπαίοι ηγέτες ακύρωσαν το προγραμματισμένο ταξίδι τους στη Βραζιλία, όπου επρόκειτο να υπογραφεί η συμφωνία, έπειτα από αίτημα της Ιταλίας για περισσότερο χρόνο διαβούλευσης, έως τον Ιανουάριο του 2026. Επισήμως, η Ρώμη δηλώνει ότι στηρίζει τη συμφωνία. Στην πράξη, όμως, βάζει φρένο.
Η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν επέλεξε χαμηλούς τόνους, δηλώνοντας χαρακτηριστικά ότι «χρόνια περιμέναμε να υπογράψουμε, ας περιμένουμε και μέχρι τον Ιανουάριο». Στις Βρυξέλλες, άλλωστε, το πολιτικό savoir vivre επιβάλλει ανοχή όταν ένας ηγέτης ζητά χρόνο για εσωτερικούς χειρισμούς.
Διαχρονικές αντιστάσεις
Εκείνο που δεν αλλάζει με την πάροδο του χρόνου είναι η έντονη δυσαρέσκεια του ευρωπαϊκού αγροτικού κόσμου. Οι αγρότες βλέπουν τα εισοδήματά τους να πιέζονται, το κόστος παραγωγής να αυξάνεται και τον ανταγωνισμό από τρίτες χώρες να εντείνεται.
Στα ράφια των ευρωπαϊκών σούπερ μάρκετ βρίσκει κανείς ήδη καφέ από τη Βραζιλία, αβοκάντο από το Περού, κρασιά από την Αργεντινή. Το κρίσιμο ερώτημα, ωστόσο, είναι εάν αυτά τα προϊόντα παράγονται με τις ίδιες αυστηρές περιβαλλοντικές και υγειονομικές προδιαγραφές που ισχύουν για τους Ευρωπαίους παραγωγούς.
Την ίδια στιγμή, ο Ευρωπαίος αγρότης καλείται να απορροφήσει αυξήσεις σε καύσιμα, λιπάσματα, φυτοφάρμακα και ζωοτροφές, ενώ οι τιμές πώλησης των προϊόντων του συχνά υποχωρούν. Το περιθώριο κέρδους συρρικνώνεται επικίνδυνα.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Γαλλίας, όπου οι καλλιεργητές ζαχαρότευτλων προειδοποιούν ότι η τιμή του προϊόντος έχει μειωθεί κατά 50% μέσα σε έναν χρόνο. Οι συνδικαλιστές του κλάδου φοβούνται ότι το άνοιγμα της αγοράς στις χώρες Mercosur θα οδηγήσει σε εξάλειψη της εγχώριας παραγωγής.
Βιομηχανία έναντι αγροτικής οικονομίας
Στις Βρυξέλλες, πάντως, η συζήτηση γίνεται συχνά με όρους στατιστικής. Οι αγρότες αντιπροσωπεύουν σήμερα μόλις 3,8% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού της ΕΕ, ενώ η βιομηχανία απασχολεί περίπου το 24%. Υπό αυτό το πρίσμα, οι απώλειες στον πρωτογενή τομέα εμφανίζονται ως «διαχειρίσιμες» μπροστά στα πιθανά οφέλη για τη μεταποίηση και τις εξαγωγές.
Ωστόσο, η εικόνα δεν είναι ενιαία. Η Ισπανία, παραδοσιακά αγροτική αλλά και ανερχόμενη βιομηχανική δύναμη, στηρίζει θερμά τη συμφωνία, ευθυγραμμιζόμενη με τη Γερμανία. Στον αντίποδα, η Γαλλία παραμένει σταθερά επιφυλακτική.
Από μόνη της, όμως, το Παρίσι δύσκολα θα μπορούσε να μπλοκάρει τη συμφωνία. Η παρέμβαση της Ιταλίας αλλάζει τις ισορροπίες και δίνει νέο βάρος στις αντιστάσεις.
Η Ιταλία ως ρυθμιστής και ο παράγοντας Μελόνι
Ως ιδρυτικό μέλος της ΕΕ και καθαρός συνεισφορέας στα ευρωπαϊκά ταμεία, η Ιταλία διεκδικεί ενισχυμένο ρόλο στη μετα-Brexit Ευρώπη. Το κατακερματισμένο πολιτικό τοπίο των «27» επιτρέπει στην πρωθυπουργό Τζόρτζια Μελόνι να λειτουργεί ως ρυθμιστής κρίσιμων αποφάσεων, ακόμη και αλλάζοντας συμμαχίες όταν αυτό εξυπηρετεί τα εθνικά συμφέροντα.
Το ενδιαφέρον για τις επιλογές της Ρώμης εντείνεται και από τις γεωπολιτικές παραμέτρους. Σύμφωνα με πρόσφατο δημοσίευμα του αμερικανικού ιστότοπου defenseone.com, σε έγγραφο για τη Στρατηγική Ασφάλειας των ΗΠΑ, η Ιταλία συγκαταλέγεται στις χώρες που η κυβέρνηση Ντόναλντ Τραμπ φέρεται να επιδιώκει να απομακρύνει από τον ευρωπαϊκό πυρήνα, μαζί με την Αυστρία, την Ουγγαρία και την Πολωνία.
Αναβολή ή προοίμιο ρήξης;
Η νέα αναβολή της συμφωνίας Mercosur δεν είναι απλώς ένα τεχνικό διάλειμμα. Αναδεικνύει τις βαθιές αντιφάσεις της ευρωπαϊκής οικονομίας, τη σύγκρουση ανάμεσα σε βιομηχανική στρατηγική και αγροτική επιβίωση, αλλά και τον αυξανόμενο ρόλο των εθνικών υπολογισμών σε μια Ένωση που αναζητά συνοχή.
Το ερώτημα παραμένει ανοιχτό: θα αποτελέσει τελικά η Mercosur μια ιστορική ευκαιρία ανάπτυξης ή μια πολιτική και κοινωνική δοκιμασία για την Ευρώπη; Η απάντηση μετατίθεται, για ακόμη μία φορά, στο μέλλον – αυτή τη φορά στον Ιανουάριο του 2026.
Πηγή: DW