Με τα ταμειακά διαθέσιμα του ελληνικού Δημοσίου να ξεπερνούν τα 44 δισ. ευρώ και το μέσο κόστος δανεισμού να διαμορφώνεται στο εξαιρετικά χαμηλό 1,73% —χαμηλότερο ακόμη και από αυτό της Γερμανίας— η χώρα επιχειρεί να αποστείλει ισχυρό μήνυμα δημοσιονομικής σταθερότητας και φερεγγυότητας προς τις αγορές και τους θεσμούς, σηματοδοτώντας το πέρασμα σε μια νέα φάση διαχείρισης του δημοσίου χρέους.
Η στρατηγική του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών επικεντρώνεται στη σταδιακή εξομάλυνση του προφίλ του ελληνικού χρέους, περιορίζοντας τις μελλοντικές χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας και ελαχιστοποιώντας τους κινδύνους από ενδεχόμενη διεθνή αναταραχή ή αύξηση των επιτοκίων. Όπως σημειώνουν πηγές με γνώση των κυβερνητικών σχεδιασμών, η πρόωρη εξόφληση δανειακών υποχρεώσεων εντάσσεται σε ένα ευρύτερο σχέδιο δημοσιονομικής προνοητικότητας και οικοδόμησης εμπιστοσύνης.
Η αρχή έγινε με την πλήρη αποπληρωμή των δανείων του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, ενώ πλέον η κυβέρνηση επιδιώκει να επισπεύσει και την αποπληρωμή των διμερών δανείων του πρώτου Μνημονίου (GLF), ύψους 52,9 δισ. ευρώ, δέκα χρόνια νωρίτερα από το αρχικό χρονοδιάγραμμα. Συγκεκριμένα, από το σύνολο των GLF έχουν ήδη εξοφληθεί 21,3 δισ. ευρώ, ενώ το υπόλοιπο ποσό των 31,6 δισ. ευρώ εξυπηρετείται σήμερα σε τριμηνιαίες δόσεις. Η επόμενη σημαντική πρόωρη πληρωμή αναμένεται τον Δεκέμβριο και θα ανέλθει τουλάχιστον σε 5,29 δισ. ευρώ —ποσό που υπό άλλες συνθήκες θα εξοφλούνταν μεταξύ 2033 και 2041.
Οι πληρωμές αυτές δεν θα προέλθουν από νέο δανεισμό, αλλά από τα ήδη συσσωρευμένα ταμειακά διαθέσιμα της χώρας, τα οποία περιλαμβάνουν και το «μαξιλάρι ρευστότητας» που σχηματίστηκε μετά το τρίτο Μνημόνιο. Η ύπαρξη αυτού του αποθεματικού επιτρέπει στην κυβέρνηση να κινείται με ευελιξία, δίχως να διαταράσσει την ομαλή εκτέλεση του κρατικού προϋπολογισμού ή να προσφεύγει στις αγορές υπό δυσμενείς όρους.
Η συζήτηση για τη νέα φάση διαχείρισης του χρέους έγινε κατά τη διάρκεια συνάντησης του υπουργού Κυριάκου Πιερρακάκη με τον επικεφαλής του ΟΔΔΗΧ, Δημήτρη Τσάκωνα, στο πλαίσιο αναθεώρησης του σχεδιασμού των επόμενων ετών. Όπως ανέφερε ο υπουργός, «με την πρόωρη αποπληρωμή των δανείων του πρώτου Μνημονίου, εξουδετερώνεται ένας βασικός κίνδυνος που θα μπορούσε να επιβαρύνει την οικονομία μετά το 2032». Παράλληλα, υπογράμμισε ότι με τις κινήσεις αυτές, η Ελλάδα επιτυγχάνει δύο κρίσιμους στόχους: περιορίζει τις ανάγκες μελλοντικού δανεισμού και βελτιώνει περαιτέρω τη θέση της στις διεθνείς αγορές.
Η σημερινή εικόνα του χρέους, παρά το απόλυτο ύψος του —που διαμορφώνεται στα 364,8 δισ. ευρώ— κρίνεται εξαιρετικά βιώσιμη, καθώς η μέση διάρκεια αποπληρωμής φτάνει τα 18,8 χρόνια και το κόστος εξυπηρέτησης παραμένει σταθερά χαμηλό, χάρη στον μετασχηματισμό του προφίλ του χρέους την τελευταία δεκαετία. Η Ελλάδα σήμερα χρηματοδοτείται φθηνότερα από αρκετές ισχυρές οικονομίες της Ευρωζώνης, γεγονός που αποτυπώνεται στις αποδόσεις των ομολόγων και στις επανειλημμένες αναβαθμίσεις του αξιόχρεού της από τους διεθνείς οίκους.
Οι επιδόσεις αυτές ενισχύουν περαιτέρω την εικόνα μιας οικονομίας που έχει αφήσει πίσω της την περίοδο των μνημονίων και οικοδομεί συστηματικά τα θεμέλια για μακροπρόθεσμη σταθερότητα. Όπως σημειώνεται από κυβερνητικές πηγές, ο στόχος είναι έως το 2029 η Ελλάδα να πάψει να είναι η χώρα με το υψηλότερο δημόσιο χρέος στην Ευρώπη — ένας στόχος που πλέον φαίνεται απολύτως ρεαλιστικός υπό τις παρούσες συνθήκες.
