Με την κατάθεση του οριστικού προϋπολογισμού για το 2026 στη Βουλή, το οικονομικό επιτελείο βρίσκεται πλέον αντιμέτωπο με το πιο κρίσιμο ερώτημα της επόμενης περιόδου: υπάρχει πραγματικός δημοσιονομικός χώρος για νέες παρεμβάσεις ή τα περιθώρια έχουν ήδη εξαντληθεί; Παρά τις κατά καιρούς αισιόδοξες αναφορές κυβερνητικών στελεχών, τα σημερινά δεδομένα δείχνουν ότι οποιαδήποτε συζήτηση για επιπλέον μέτρα εντός του 2026 θα ξεκινήσει από εξαιρετικά στενά όρια.
Το ύψος των δημοσιονομικών παρεμβάσεων που ενσωματώνονται στο νέο προϋπολογισμό φτάνει τα 2,9 δισ. ευρώ. Πρόκειται για ένα μείγμα μέτρων που σε μεγάλο βαθμό έχουν ήδη θεσμοθετηθεί: 1,76 δισ. ευρώ προέρχονται από τις παρεμβάσεις της ΔΕΘ, κυρίως φοροελαφρύνσεις και μεταβολές στην εισοδηματική πολιτική, ενώ άλλα 1,14 δισ. ευρώ αφορούν τα μέτρα που ανακοινώθηκαν τον Απρίλιο, με κυριότερα την επιστροφή ενός ενοικίου και την ενίσχυση των 250 ευρώ στους χαμηλοσυνταξιούχους, η οποία καταβάλλεται τις επόμενες ημέρες. Η συνολική εικόνα που προκύπτει είναι ότι το 2026 «κουβαλά» ήδη ένα ιδιαίτερα βαρύ δημοσιονομικό φορτίο, το οποίο δεν αφήνει σημαντικό χώρο για νέες παροχές.
Στενά τα περιθώρια
Σύμφωνα με πηγές του υπουργείου Οικονομικών, ο μόνος δρόμος για να δημιουργηθεί πρόσθετο περιθώριο εντός της νέας χρονιάς είναι η αναζήτηση εξοικονομήσεων στο σκέλος των δαπανών. Η προσπάθεια επικεντρώνεται σε λειτουργικά έξοδα, σε προγράμματα με χαμηλή απόδοση και σε πιθανές αναδιαρθρώσεις σε τομείς όπως η υγεία και οι κοινωνικές παροχές. Ωστόσο, ακόμη και σε ένα ευνοϊκό σενάριο, το ποσό που μπορεί να εξοικονομηθεί δεν αναμένεται να είναι μεγάλο. «Αν προκύψει χώρος, θα είναι μερικών εκατοντάδων εκατομμυρίων, όχι κάτι που αλλάζει τον δημοσιονομικό χάρτη», σημειώνουν χαρακτηριστικά αρμόδιοι παράγοντες.
Την ίδια στιγμή, ο προϋπολογισμός του 2026 επηρεάζεται από μια σειρά παρεμβάσεων που έχουν ήδη μονιμοποιηθεί ή βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη. Στο δημοσιονομικό κόστος του εντάσσονται η επιστροφή ενός ενοικίου, οι ενισχύσεις στους χαμηλοσυνταξιούχους, οι αυξημένες δαπάνες στο φάρμακο, η αύξηση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, καθώς και μία σειρά μισθολογικών παρεμβάσεων σε ένστολους, Σώματα Ασφαλείας, ΥΠΕΞ, πανεπιστημιακούς και ερευνητές. Η συσσώρευση αυτών των παρεμβάσεων καθιστά το 2026 ένα έτος με «κλειστό» σχεδόν προϋπολογισμό, ο οποίος δεν επιτρέπει νέες μόνιμες πρωτοβουλίες.
Νέος χώρος από το 2027
Αντίθετα, το 2027 αναμένεται να είναι η πρώτη χρονιά κατά την οποία δημιουργείται ουσιαστικός νέος δημοσιονομικός χώρος. Με βάση τα στοιχεία του προϋπολογισμού, το δημοσιονομικό κόστος όλων των μέτρων που έχουν θεσπιστεί μέχρι σήμερα φτάνει τα 5,94 δισ. ευρώ το 2027. Παράλληλα, όμως, από την πορεία της οικονομίας και την απόδοση των μεταρρυθμίσεων – κυρίως της φορολογικής αναμόρφωσης – έχει ήδη διαμορφωθεί περιθώριο της τάξης των 800–900 εκατ. ευρώ για νέα μέτρα.
Αυτό το ποσό αποτελεί τον πραγματικό «κουμπαρά» πάνω στον οποίο στηρίζονται οι πρώτοι σχεδιασμοί της κυβέρνησης για παρεμβάσεις κοινωνικού χαρακτήρα και για νέα επενδυτικά εργαλεία.
Το οικονομικό επιτελείο εκτιμά ότι ο συνδυασμός αυξημένης ανάπτυξης και διευρυμένων επενδύσεων θα δημιουργήσει πιο σταθερές βάσεις για νέες πολιτικές μετά το 2026. Οι προβλέψεις για ανάπτυξη 2,4% το 2026, σε συνδυασμό με την άνοδο των επενδύσεων πάνω από 10% και τη διεύρυνση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων στα 16,7 δισ. ευρώ, αποτελούν κρίσιμους παράγοντες για την επόμενη μέρα.
Ταυτόχρονα, η αποκλιμάκωση του χρέους στο 138,2% του ΑΕΠ και η διατήρηση υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων δημιουργούν ένα περιβάλλον σταθερότητας, το οποίο όμως δεν συνεπάγεται αυτόματα διαθέσιμο χώρο για άμεσες παροχές.
→ Διαβάστε επίσης: Κ. Πιερρακάκης: Τιμητική αλλά πρόωρη η συζήτηση για την προεδρία του Eurogroup
Δύσκολη ισορροπία
Σε αυτό το πλαίσιο, το 2026 θα είναι μια χρονιά αυστηρού δημοσιονομικού πλαισίου, με τις παρεμβάσεις να έχουν ήδη απορροφήσει το σύνολο του διαθέσιμου χώρου. Το ενδιαφέρον μετατοπίζεται πλέον στο 2027, όταν θα υπάρξει για πρώτη φορά ουσιαστικό περιθώριο για νέες πολιτικές.
Μέχρι τότε, το οικονομικό επιτελείο θα αναζητά κάθε δυνατή εξοικονόμηση, γνωρίζοντας όμως ότι τα περιθώρια είναι περιορισμένα και ότι ο σχεδιασμός νέων παροχών απαιτεί προσεκτική ισορροπία ανάμεσα στις ανάγκες της κοινωνίας και στις δημοσιονομικές αντοχές της οικονομίας.