Σε μια συγκυρία όπου η ελληνική οικονομία καλείται να ισορροπήσει ανάμεσα στη διατήρηση της αναπτυξιακής δυναμικής και στις επίμονες κοινωνικές πιέσεις από το κόστος ζωής, ο διοικητής της Τράπεζα της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, σκιαγραφεί στο «Βήμα της Κυριακής» την εικόνα για το 2026, τις προκλήσεις της μετα-Ταμείου Ανάκαμψης εποχής και τα κρίσιμα διακυβεύματα για την οικονομία και το τραπεζικό σύστημα.
Ο κ. Στουρνάρας εμφανίζεται συγκρατημένα αισιόδοξος για τις προοπτικές της χώρας, επισημαίνοντας ότι η Ελλάδα θα συνεχίσει να αναπτύσσεται με ρυθμούς υψηλότερους από τον μέσο όρο της ευρωζώνης, παραμένοντας σε τροχιά πραγματικής σύγκλισης. Την ίδια στιγμή, δεν υποβαθμίζει τις ανησυχίες των πολιτών, αναγνωρίζοντας ότι ο πληθωρισμός και το υψηλό κόστος διαβίωσης συντηρούν ένα έντονο αίσθημα οικονομικής ανασφάλειας.
Ανάπτυξη 2,1% και επενδύσεις με διψήφια δυναμική
Σύμφωνα με τις προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος, ο ρυθμός αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ αναμένεται να διαμορφωθεί στο 2,1% τόσο το 2025 όσο και το 2026, υπερβαίνοντας τον αντίστοιχο της ευρωζώνης. «Η χώρα θα παραμείνει σε τροχιά πραγματικής σύγκλισης», σημειώνει χαρακτηριστικά ο διοικητής της ΤτΕ.
Καθοριστικό ρόλο στη μεγέθυνση θα συνεχίσει να διαδραματίζει η κατανάλωση, με την ιδιωτική κατανάλωση να αυξάνεται περίπου κατά 2% το 2026. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται, ωστόσο, στις επενδύσεις, οι οποίες εκτιμάται ότι θα αυξηθούν με ρυθμό άνω του 8,5%, «παρά το γεγονός ότι με τη λήξη της περιόδου εφαρμογής του NGEU ο ρυθμός αύξησής τους θα μετριαστεί».
Όπως εξηγεί ο κ. Στουρνάρας, οι επενδύσεις και οι μεταρρυθμίσεις που συνδέονται με το Ταμείο Ανάκαμψης θα έχουν «δευτερογενείς επιδράσεις» στην οικονομία και μετά το 2026, επηρεάζοντας θετικά την αναπτυξιακή δυναμική σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα. Παράλληλα, οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών προβλέπεται να αυξάνονται με ρυθμό κοντά στο 3%, αντανακλώντας τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και της εξωτερικής ζήτησης.
Υποκειμενική φτώχεια: Η «σκιά» της κρίσης
Παρά τα θετικά μακροοικονομικά μεγέθη, η Ελλάδα καταγράφει ιδιαίτερα αρνητικές επιδόσεις στην υποκειμενική αίσθηση φτώχειας. Ο διοικητής της ΤτΕ αποδίδει το φαινόμενο αυτό σε έναν συνδυασμό παραγόντων, με κυρίαρχους τον πληθωρισμό και τη συλλογική εμπειρία της κρίσης.
«Το κόστος διαβίωσης – ενέργεια, στέγαση, διατροφή, υπηρεσίες – ανέβηκε γρήγορα, με αποτέλεσμα ακόμη και οι αυξήσεις στους μισθούς να μην επαρκούν», υπογραμμίζει. Ταυτόχρονα, η εμπειρία της περιόδου 2010-2012 άφησε, όπως λέει, «μια συλλογική ψυχολογική πληγή», με την καχυποψία και την αβεβαιότητα να παραμένουν έντονες.
Αν και ο δείκτης υποκειμενικής φτώχειας έχει υποχωρήσει από τα επίπεδα-ρεκόρ της κρίσης, παραμένει υψηλός, γεγονός που, σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα, επιβάλλει στοχευμένες πολιτικές τόσο στο εισοδηματικό σκέλος όσο και στη μείωση του κόστους ζωής.
Μισθοί, παραγωγικότητα και κόστος ζωής
Στο ερώτημα για τις λύσεις, ο διοικητής της ΤτΕ είναι σαφής: η αύξηση των μισθών μπορεί να είναι βιώσιμη μόνο εφόσον συνοδεύεται από αύξηση της παραγωγικότητας. «Αλλιώς δημιουργείται πίεση για αύξηση των τιμών ή, αν αυτό δεν συμβεί, για μείωση της απασχόλησης», προειδοποιεί.
Κομβικό ρόλο αποδίδει στις επενδύσεις, στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και στη βελτίωση της παραγωγικής δομής της οικονομίας. Παράλληλα, τονίζει την ανάγκη μείωσης του κόστους ζωής μέσω πολιτικών στέγασης, ενίσχυσης του ανταγωνισμού και αναβάθμισης των δημόσιων υπηρεσιών.
«Η εμπιστοσύνη στο κράτος και η αίσθηση ασφάλειας παίζουν σημαντικό ρόλο στην υποκειμενική ευημερία», σημειώνει, συνδέοντας άμεσα την οικονομική πολιτική με την κοινωνική συνοχή.
Στεγαστικό: Ευρωπαϊκό το πρόβλημα
Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στο στεγαστικό, το οποίο – όπως τονίζει – δεν αποτελεί ελληνική ιδιαιτερότητα, αλλά ευρωπαϊκό φαινόμενο με μεγαλύτερη ένταση στα μητροπολιτικά κέντρα. Τα προγράμματα «Σπίτι μου», οι επιδοτήσεις ενοικίου και οι ρυθμίσεις για τις βραχυχρόνιες μισθώσεις κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση, αλλά δεν επαρκούν από μόνα τους.
Ο κ. Στουρνάρας επιμένει στη μείωση της γραφειοκρατίας, στην επιτάχυνση αδειοδοτήσεων και στη σταθερότητα του νομικού πλαισίου, ώστε να επανενταχθούν ανενεργά ακίνητα στην αγορά. Παράλληλα, αναδεικνύει τη σημασία της αξιοποίησης δημόσιων ακινήτων για προσιτή κατοικία και ενός ευρύτερου στρατηγικού σχεδιασμού που θα ενισχύει την περιφέρεια.
Ανάγκη για πολιτική σταθερότητα
Αναφερόμενος στις εκλογές που αναμένονται έως το 2027, ο διοικητής της ΤτΕ αποφεύγει πολιτικά σχόλια, αλλά υπογραμμίζει το οικονομικό διακύβευμα: «η διατήρηση της πολιτικής σταθερότητας». Όπως σημειώνει, η σταθερότητα υπήρξε κρίσιμος παράγοντας για την επάνοδο στην επενδυτική βαθμίδα και για τη βελτίωση της εικόνας της χώρας στις αγορές.
«Σε έναν κόσμο αυξημένης αβεβαιότητας, η πολιτική σταθερότητα είναι ίσως το σημαντικότερο άυλο κεφάλαιο μιας χώρας», τονίζει, συνδέοντάς τη με τη δυνατότητα άσκησης συνεπούς οικονομικής πολιτικής και αντιμετώπισης κρίσεων.
Το αποτύπωμα του Ταμείου Ανάκαμψης
Ο κ. Στουρνάρας χαρακτηρίζει το Ταμείο Ανάκαμψης «ατμομηχανή της πραγματικής σύγκλισης», επισημαίνοντας ότι η Ελλάδα συγκαταλέγεται στα κράτη-μέλη με την ταχύτερη υλοποίηση. Έχοντας λάβει το 65% των πόρων και ολοκληρώσει περίπου το 50% των οροσήμων, η χώρα – όπως λέει – γύρισε σελίδα σε σχέση με το παρελθόν.
Η επόμενη ημέρα δεν συνεπάγεται έλλειψη πόρων, αλλά μετάβαση σε ένα πιο σύνθετο χρηματοδοτικό μείγμα: Ενισχυμένο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, νέα ευρωπαϊκά ταμεία ύψους περίπου 8 δισ. ευρώ και ένα ισχυρό επόμενο ΕΣΠΑ. «Το στοίχημα είναι τα οφέλη να έχουν μόνιμο χαρακτήρα», τονίζει.
Τράπεζες, ανταγωνισμός και επιτόκια
Στο τραπεζικό πεδίο, ο διοικητής της ΤτΕ βλέπει θετικά την ενίσχυση του ανταγωνισμού μέσω του «πέμπτου πόλου», επισημαίνοντας ότι οι μη συστημικές τράπεζες στηρίζουν ουσιαστικά τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Παράλληλα, απορρίπτει τον φόβο υπερσυγκέντρωσης στον ευρύτερο χρηματοπιστωτικό τομέα, ακόμη και μετά τις πρόσφατες εξαγορές σε ασφάλειες και asset management.
Όσον αφορά τη νομισματική πολιτική, υπενθυμίζει ότι οι αποφάσεις της Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα συνεχίσουν να λαμβάνονται «συνεδρίαση με συνεδρίαση», σε ένα περιβάλλον υψηλής αβεβαιότητας. Στόχος παραμένει η σταθερότητα των τιμών, με προσεκτική στάθμιση των κινδύνων για ανάπτυξη και πληθωρισμό.