Μεγαλύτερο «κούρεμα» στα δάνεια του ελβετικού φράγκου υπόσχεται η νέα βελτιωμένη πρόταση – ρύθμιση του υπουργείου Οικονομικών που είδε πριν από μερικά εικοσιτετράωρα το φως της δημοσιότητας, ώστε να καταστεί πιο ελκυστική στους δανειολήπτες και να μην αναζητήσουν αυτοί το δίκιο τους στα δικαστήρια.
Ήδη από τον περασμένο Ιούλιο, όπως είχε γράψει η «Η», το υπουργείο Οικονομικών είχε μεταθέσει προς το τέλος του χρόνου τη λύση για τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο, αναζητώντας φόρμουλα ώστε να δοθεί η μεγαλύτερη δυνατή ανακούφιση των δανειοληπτών, βάζοντας στο τραπέζι και την επιμήκυνση των δανείων, τα οποία θα απαλλαχθούν από τον συναλλαγματικό και επιτοκιακό κίνδυνο εφόσον ενταχθούν στη ρύθμιση.
Η «άσκηση» για τη λύση του προβλήματος ήταν εξαρχής ιδιαίτερα σύνθετη και δύσκολη καθώς είχε τρεις βασικές παραμέτρους.
Οι παράμετροι
Πρώτον, θα πρέπει να είναι βιώσιμη για τους δανειολήπτες άλλα και να λαμβάνει υπόψη ότι υπάρχουν «Ελβετοί» που έχουν αποπληρώσει το δάνειό τους.
Δεύτερον, να μη διαταραχθεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα, δηλαδή το κόστος της λύσης για τις τράπεζες να είναι απολύτως διαχειρίσιμο.
Και τρίτον, η λύση να μην «χτυπάει» τις τιτλοποιήσεις του «Ηρακλή» που φέρουν την εγγύηση του ελληνικού δημοσίου.
Αν και δεν είναι ξεκάθαρο ότι το σχέδιο ρύθμισης που δημοσιεύθηκε στον ηλεκτρονικό τύπο είναι και το τελικό, η αρχιτεκτονική του σε σχέση με το αρχικό, που επίσης είχε κυκλοφορήσει, δεν φαίνεται να αλλάζει αλλά το «κούρεμα» θα είναι μεγαλύτερο. Ενδεχομένως να προστεθούν και άλλα κριτήρια (πχ. ηλικία του δανειολήπτη)
Πάντως, σύμφωνα με πληροφορίες, ο SSM δεν έχει λάβει, επισήμως τουλάχιστον, γνώση του νέου σχεδίου, ενώ πηγές της αγοράς έκαναν λόγο για αιφνιδιασμό.
Το μεγαλύτερο «κούρεμα» - που δεν σημαίνει απαραίτητα ότι ικανοποιεί τις προσδοκίες του συνόλου των δανειοληπτών του ελβετικού φράγκου – σημαίνει ότι τράπεζες και servicers θα πρέπει να πιάσουν ξανά χαρτί και μολύβι για να υπολογίσουν το αυξημένο κόστος που θα επωμιστούν.
Κόστος το οποίο θα καθοριστεί με βάση την αποδοχή της ρύθμισης από τους ίδιους τους δανειολήπτες, καθώς η ένταξή τους σε αυτή έχει εθελοντικό χαρακτήρα.
Ειδικότερα σε ότι αφορά την αρχιτεκτονική της ρύθμισης παραμένουν οι τέσσερις κατηγορίες δανειοληπτών, βάσει εισοδηματικών και περιουσιακών κριτηρίων (ακίνητη περιουσία αλλά και μετοχές, καταθέσεις κλπ.) και οι αντίστοιχες τέσσερις κατηγορίες επιδότησης της ισοτιμίας, η οποία με το νέο σχέδιο αυξάνεται.
Ετσι, η επιδότηση της ισοτιμίας ήταν 25%-20%-15% και 10% (χαμηλότερα εισοδήματα, υψηλότερη επιδότηση ισοτιμίας) και με το νέο σχέδιο αυξάνεται σε 50%, δηλαδή διπλασιάζεται για τη χαμηλότερη εισοδηματική/περιουσιακή κατηγορία, σε 30%, 20% και 15%. Στη μικρότερη επιδότηση (15%) δεν υπάρχουν εισοδηματικά/περιουσιακά κριτήρια
Με βάσει τις αρχικές εκτιμήσεις, το μεγαλύτερο ποσοστό «Ελβετών» θα εντασσόταν στις κατηγορίες επιδότησης που σήμερα διαμορφώνονται στο 20% (αρχικά 15%) και 30% (αρχικά 20%). Οι τράπεζες βάσει του αρχικού σχεδίου είχαν εκτιμήσει ότι το κόστος δεν θα ξεπερνούσε τα 400 εκατ. ευρώ εφόσον η πλειοψηφία των «ελβετικών» δανείων που έχουν στα χαρτοφυλάκια τους έμπαιναν στη ρύθμιση.
Σε κάθε περίπτωση, τράπεζες και servicers – και φυσικά οι δανειολήπτες – αναμένουν την οριστικοποίηση του σχεδίου ώστε να κάνουν τη σχετική χαρτογράφηση και να υπολογίσουν το κόστος/όφελος.
Εισοδηματικά - περιουσιακά κριτήρια
Σημαντική παράμετρος είναι φυσικά τα εισοδηματικά - περιουσιακά κριτήρια. Όπως είχε γράψει η «Η» το περασμένο καλοκαίρι, το εισοδηματικό κριτήριο στην πρώτη χαμηλότερη κατηγορία ξεκινάει από τις 11.000 ευρώ για μονοπρόσωπο νοικοκυριό με ακίνητη περιουσία 150.000 και θα αυξάνεται βάσει της οικογενειακής κατάστασης και τον αριθμό τέκνων.
Ετσι, σε αυτή την πρώτη κατηγορία εισοδηματικό κριτήριο για ένα ζευγάρι με ένα παιδί φτάνει τα 14.500 ευρώ και η ακίνητη περιουσία τα 160.000 ευρώ.
Στη δεύτερη κατηγορία, το εισόδημα για μια οικογένεια με ένα παιδί θα καθοριστεί στα 18.500 ευρώ και η περιουσία στις 200.000 ευρώ και, αντίστοιχα, στην τρίτη στα 22.000 ευρώ και 240.000 ευρώ.
Το επιτόκιο θα καθοριστεί στο 2,3% για την 1η κατηγορία, στο 2,5% στη 2η και στο 2,7% στην 3η και στην 4η που δεν υπάρχουν εισοδηματικά/περιουσιακά κριτήρια στο 2,9%