Η εβδομάδα που αρχίζει αύριο χαρακτηρίζεται στο πεδίο της πολιτικής από την έναρξη των κοινοβουλευτικών διαδικασιών για τη σύσταση Προανακριτικής Επιτροπής, με επίκεντρο τον πρώην υπουργό Υποδομών και Μεταφορών, Κώστα Αχ. Καραμανλή.
Ετσι, η τραγωδία των Τεμπών επανέρχεται δυναμικά στο προσκήνιο της πολιτικής επικαιρότητας εν μέσω αλληλοκατηγοριών, πολιτικών τακτικισμών και κοινωνικής οργής.
Οι θέσεις των κομμάτων
Η Νέα Δημοκρατία φέρεται να προσανατολίζεται στην παραπομπή του πρώην υπουργού με την κατηγορία της παράβασης καθήκοντος σε βαθμό πλημμελήματος, μια επιλογή που —κατά την αντιπολίτευση— επιχειρεί να υποβαθμίσει τις ευθύνες του και να λειτουργήσει ως μηχανισμός συγκάλυψης.
Το Μέγαρο Μαξίμου, πάντως, περιμένει την κατάθεση της πρότασης του ΣΥΡΙΖΑ, ώστε η συζήτηση στη Βουλή να γίνει άπαξ επί όλων των προτάσεων κι όχι ξεχωριστά για κάθε μια από αυτές.
Από την άλλη πλευρά, κόμματα όπως το ΠΑΣΟΚ, ο ΣΥΡΙΖΑ και η Νέα Αριστερά ζητούν διερεύνηση ενδεχόμενων κακουργηματικών πράξεων, όπως η διατάραξη της ασφάλειας των συγκοινωνιών και η θανατηφόρος έκθεση.
Επιδιώκουν όμως και την μεγαλύτερη δυνατή δημοσιότητα όλων των θεσμικών διαδικασιών, πιστεύοντας ότι έτσι ωφελούνται πολιτικά, αν και οι δημοσκοπήσεις των τελευταίων πολλών μηνών δείχνουν ότι μόνο η Πλεύση Ελευθερίας και η Ζωή Κωνσταντοπούλου αποκομίζουν κομματικά οφέλη από το θέμα.
Το ΠΑΣΟΚ στοχεύει όχι μόνο στον Κ. Καραμανλή, αλλά και σε πρώην υπουργούς και υφυπουργούς από παλαιότερες κυβερνήσεις, περιλαμβάνοντας τον Χρ. Σπίρτζη, τον Μ. Χρυσοχοΐδη και άλλους.
Ο ΣΥΡΙΖΑ «βλέπει» και ενδεχόμενες προσωπικές ποινικές ευθύνες Μητσοτάκη, ωστόσο δεν βρίσκει ούτε στη Νέα Αριστερά ευήκοα ώτα…
Χρόνιες παθογένειες του πολιτικού συστήματος
Πέρα από τις επιμέρους κομματικές επιδιώξεις, η νομική και πολιτική διαχείριση της υπόθεσης φέρνει στην επιφάνεια χρόνιες παθογένειες του ελληνικού πολιτικού συστήματος.
Το άρθρο 86 του Συντάγματος εξακολουθεί να λειτουργεί ως ασπίδα προστασίας για υπουργούς, προστατεύοντας όσους κατείχαν κυβερνητικές θέσεις, με δεδομένο ότι κάθε απόπειρα διερεύνησης εξαρτάται από την εκάστοτε πλειοψηφία της Βουλής, γεγονός που εγείρει ερωτήματα, πέραν των άλλων, και για την ουσία της κοινοβουλευτικής λογοδοσίας. Η υπόθεση της παραγραφής των πιθανών ευθυνών Σπίρτζη, είναι ενδεικτική.
Πέρα από τις θεσμικές εκκρεμότητες, το κοινωνικό φορτίο της υπόθεσης είναι τεράστιο. Οι συγγενείς των θυμάτων και η κοινή γνώμη απαιτούν διαφάνεια, τιμωρία των υπευθύνων και πραγματική απόδοση δικαιοσύνης.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη βρίσκεται σε εμφανώς δύσκολη θέση, καθώς καλείται να διαχειριστεί την υπόθεση ενός δικού της στελέχους, του Κώστα Αχ. Καραμανλή, χωρίς να φανεί ότι συγκαλύπτει αλλά και χωρίς να ρίξει λάδι στη φωτιά της εσωκομματικής δυσαρέσκειας, καθώς το επώνυμο αυτό είναι το δημοφιλέστερο διαχρονικά στους κόλπους της κυβερνώσας παράταξης.
Το σενάριο της πιθανής παραπομπής για κακούργημα είναι πολιτικά καταστροφικό για τη Ν.Δ., η οποία αναζητεί ισορροπία μεταξύ θεσμικής ευθύνης και κομματικής αυτοπροστασίας.
Εργαλείο πολιτικής αντιπαράθεσης
Είναι περισσότερο από προφανές, πλέον, ότι η υπόθεση των Τεμπών έχει μετατραπεί σε εργαλείο πολιτικής αντιπαράθεσης, κάτι που «θολώνει» την επιθυμία του πολιτικού συστήματος για απόδοση δικαιοσύνης.
Ο πρωθυπουργός επιχειρεί να μεταφέρει την πίεση στο ΠΑΣΟΚ, καταγγέλλοντας πολιτική ταύτιση με τη ρητορική της Πλεύσης Ελευθερίας, ενώ δεν διστάζει να ανοίξει νέα μέτωπα - όπως η άρση της μονιμότητας στο Δημόσιο και οι υπόλοιπες προτάσεις για συνταγματικές αλλαγές - προκειμένου να αλλάξει την πολιτική ατζέντα.
Το πολιτικό σύστημα, ωστόσο, δοκιμάζεται: η κοινωνία ζητά απαντήσεις, αλλά η αντιπαράθεση μετατρέπεται συχνά σε πλειοδοσία εντυπώσεων. Οι κατηγορίες για «πολιτικό λαϊκισμό», σκευωρίες τύπου Novartis και επικοινωνιακή εκμετάλλευση της τραγωδίας απειλούν να υπονομεύσουν τις προσπάθειες για ουσιαστική λογοδοσία.
Το ερώτημα αν θα υπάρξει πραγματική κάθαρση ή αν, αντίθετα, η υπόθεση των Τεμπών θα προστεθεί στις πολλές που αφέθηκαν στη λήθη του πολιτικού χρόνου, ταλανίζει την ελληνική πολιτική και υπονομεύει εκ των πραγμάτων την ήδη πολύ χαμηλή αξιοπιστία της στα μάτια της κοινής γνώμης.
Το αποτέλεσμα των κοινοβουλευτικών διαδικασιών που εκκινούν αυτή την εβδομάδα δεν θα πείσει ούτε θα κατευνάσει τα πάθη, αν δεν συνοδευτεί από πλήρη διαφάνεια και πολιτικό θάρρος από όλες τις πτέρυγες του Κοινοβουλίου.
Οι επόμενες εβδομάδες θα είναι κρίσιμες. Η συζήτηση στη Βουλή, οι ψηφοφορίες και οι αποφάσεις που θα ληφθούν για την παραπομπή ή μη εμπλεκομένων προσώπων θα δείξουν αν το πολιτικό σύστημα μπορεί —ή θέλει— να ανταποκριθεί στις προσδοκίες μιας κοινωνίας που ακόμη πενθεί, αλλά κυρίως διεκδικεί δικαιοσύνη και ειλικρίνεια.-