Στην πρόσφατη επίσκεψή του στα Μέγαρα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης ακολούθησε την πεπατημένη που ο ίδιος έχει χαράξει: επίμονα, μονότονα, πεισματικά επέμεινε στην αναφορά του στα προβλήματα της λεγόμενης «καθημερινότητας», αντί των βαρύγδουπων, συνήθως χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο, συνθηματολογικών εξάρσεων.
Ρεαλισμός αντί ιδεολογικών αφηγημάτων
Σε μια εποχή που η πολιτική έχει απογυμνωθεί από το ιδεολογικό της περιεχόμενο και, συνεπώς, η κοινωνική δυσαρέσκεια εκφράζεται κυρίως μέσα από το πρίσμα της καθημερινής ταλαιπωρίας, ο πρωθυπουργός δείχνει να κατανοεί κάτι βαθύτερο: ότι η εξουσία δεν κατακτάται –ούτε διατηρείται– με συνθήματα και αφηγήματα, αλλά με τη διαχείριση, λιγότερο ή περισσότερο επιτυχημένη, των πρακτικών πλευρών της ζωής.
Με όπλο του την τεχνοκρατική γλώσσα, τις επικοινωνιακές δεξιότητες και τις συνεχείς περιοδείες σε όλη τη χώρα, ο κ. Μητσοτάκης έχει μετατρέψει την έννοια της «καθημερινότητας» σε έναν από τους πυλώνες της πολιτικής του κυριαρχίας.
Η δύναμη των «απτών παρεμβάσεων»
Ο πρωθυπουργός επενδύει συστηματικά στις «απτές παρεμβάσεις». Από την ανακαίνιση Κέντρων Υγείας –ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα των κυβερνήσεών του από το 2019 έως σήμερα– μέχρι τις νέες φοιτητικές εστίες και την ίδρυση ανεξάρτητων αρχών κατά της ακρίβειας –πρόβλημα που επίσης του δημιουργεί πολιτική φθορά– κάθε μικρή κυβερνητική ενέργεια παρουσιάζεται ως «κατάκτηση», ως ένδειξη ότι η κυβέρνηση δουλεύει «για τον απλό πολίτη».
Στα Μέγαρα, ανέδειξε έργα όπως η ανακαίνιση του Κέντρου Υγείας και το σύστημα ιχνηλάτησης στα επείγοντα του Ευαγγελισμού, παρουσιάζοντάς τα ως απαντήσεις στα ζητήματα που απασχολούν την καθημερινή εμπειρία των πολιτών. Η φράση «το είπαμε, το κάναμε» επανέρχεται συχνά, σαν έκφραση που προσπαθεί να υπενθυμίσει ότι εδώ «δεν έχουμε να κάνουμε με λόγια», αλλά με έργα.
Αγκαλιάζοντας την ακρίβεια – επικοινωνιακά
Αντί να προσπαθήσει να ωραιοποιήσει το πρόβλημα της ακρίβειας (κάτι εξ ορισμού εξαιρετικά δύσκολο…), ο Κυριάκος Μητσοτάκης το «αγκάλιασε» επικοινωνιακά. Παραδέχεται την ύπαρξή του, αναγνωρίζει το μέγεθός του και διαβεβαιώνει ότι «δεν θα σταματήσει να δίνει τη μάχη». Παράλληλα, εξαγγέλλει νέες δομές όπως μια ανεξάρτητη Αρχή για την προστασία του καταναλωτή, αλλά και δημιουργία εφαρμογών για καταγγελίες, μεταφέροντας το πεδίο του ανταγωνισμού σε επίπεδο καθημερινής «διευκόλυνσης».
Η στρατηγική είναι προφανής: το ζήτημα της ακρίβειας δεν αντιμετωπίζεται κατ’ ανάγκη, αλλά μετατρέπεται σε πεδίο δράσης και δεσμευτικής υπόσχεσης. Οι πολίτες μπορεί να μην δουν άμεση μείωση τιμών στο ράφι, αλλά βλέπουν ότι η κυβέρνηση κινείται, προβλέπει, προσπαθεί. Το πολιτικό όφελος δεν προκύπτει από τη λύση του προβλήματος, αλλά από την αίσθηση ότι η κυβέρνηση δεν το εγκαταλείπει στην τύχη του, αλλά αναμετράται με αυτό.
Οι «πραγματιστές» απέναντι στους «ιδεολόγους»
Στο πολιτικό του αφήγημα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης τοποθετεί τον εαυτό του ως ρεαλιστή μεταρρυθμιστή σε ένα πολιτικό τοπίο γεμάτο «λαϊκιστές» και «θεωρητικούς». Με διαρκείς αναφορές στον κίνδυνο της επιστροφής στον λαϊκισμό, επανατοποθετεί το πολιτικό πεδίο πάνω σε μια νέα αντίθεση: από τη μια οι «πραγματιστές» που βελτιώνουν την καθημερινότητα, από την άλλη οι «ιδεολόγοι» που δεν έχουν πρόταση.
Ακόμα και τα ζητήματα που παραδοσιακά εμπίπτουν στο πεδίο των ιδεολογικών αντιπαραθέσεων, όπως οι καταλήψεις σε πανεπιστήμια, αξιοποιούνται με αυτόν τον τρόπο. Η κατάληψη ενός κτιρίου μετατρέπεται σε ερώτημα: «Τι είναι πιο χρήσιμο κοινωνικά, η κατάληψη ή η στέγαση αδύναμων φοιτητών;» Η ιδεολογική σημασία της διαμαρτυρίας εξαϋλώνεται μπροστά στη λειτουργικότητα μιας φοιτητικής εστίας.
Πολιτική μέσα από το πρίσμα της λειτουργικότητας
Το Μέγαρο Μαξίμου έχει αντιληφθεί ότι η πολιτική σήμερα κρίνεται από τα καθημερινά ζητήματα, τα πρακτικά, τα απτά. Το κυκλοφοριακό, οι συγκοινωνίες, η ανομία στα πανεπιστήμια και η ακρίβεια είναι τα πεδία πάνω στα οποία διαμορφώνεται η πολιτική συμπάθεια ή, αντίθετα, η δυσαρέσκεια της κοινωνίας. Η κυβέρνηση φαίνεται να έχει αντιληφθεί αυτή τη μετατόπιση και λειτουργεί ανάλογα, στοχεύοντας εκεί όπου πονά περισσότερο η καθημερινή εμπειρία του πολίτη. Η απουσία της αντιπολίτευσης από αυτό το «γήπεδο» κάνει τις κυβερνητικές επιδιώξεις ευκολότερες.
Αυτά όμως από μόνα τους δεν σημαίνουν ότι τα προβλήματα λύνονται. Σημαίνουν απλώς ότι επικοινωνούνται. Κι αυτό είναι το μεγάλο πολιτικό στοίχημα του Κυριάκου Μητσοτάκη: να δημιουργήσει ένα περιβάλλον στο οποίο η εντύπωση της δράσης θα συνοδεύεται από την ουσία της λύσης.