Η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη βρίσκεται τον τελευταίο καιρό αντιμέτωπη με μια σύνθετη και πολιτικά ευαίσθητη πρόκληση: την ανάγκη να διατηρήσει τις στενές διπλωματικές και στρατηγικές σχέσεις της χώρας μας με το Ισραήλ, οι οποίες μας έχουν βγάλει πολλές φορές από δύσκολες θέσεις, χωρίς όμως να αγνοεί το κύμα κατακραυγής που προκαλεί η βίαιη και παρατεταμένη επιχείρηση του ισραηλινού στρατού στη Λωρίδα της Γάζας. Η επίθεση αυτή έχει προκαλέσει διεθνείς αντιδράσεις, καταγγελίες για εγκλήματα πολέμου και μαζικές κινητοποιήσεις σε πολλές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, φυσικά και στην Αθήνα.
Μερική αποστασιοποίηση με προσεκτική φρασεολογία
Ο πρωθυπουργός, στη συνάντησή του με τον Αιγύπτιο πρόεδρο, προχώρησε σε μια μερική αποστασιοποίηση από τις υπερβολές του στρατού του Τελ Αβίβ στη Λωρίδα της Γάζας, ενώ η Ντόρα Μπακογιάννη υπογράμμισε μια ακόμα σημαντική διάσταση για τους φιλελεύθερους, δηλαδή αυτή η ακραία επιχείρηση να «γεννήσει» στο μέλλον μια νέα γενιά τρομοκρατών, είτε μέσα από τη Χαμάς ή την Χεσμπολάχ, είτε μέσω άλλων οργανώσεων.
Η Ελλάδα, η οποία τα τελευταία χρόνια έχει οικοδομήσει μια προνομιακή στρατηγική σχέση με το Ισραήλ, ιδιαίτερα στους τομείς της άμυνας, της ενέργειας και της υψηλής τεχνολογίας, καλείται να ισορροπήσει ανάμεσα στη ρεαλιστική εξωτερική πολιτική και τις αξιακές αρχές του διεθνούς δικαίου. Και αυτή η ισορροπία είναι εκ των πραγμάτων δύσκολη.
Στρατηγική σχέση με ιστορικό βάθος
Η στρατηγική συνεργασία Ελλάδας–Ισραήλ έγινε εφικτή μετά το 2010, όταν οι σχέσεις Τουρκίας–Ισραήλ εισήλθαν σε φάση ψύχρανσης. Η Αθήνα είδε στο Τελ Αβίβ, αμέσως μόλις ανέλαβε την εξουσία ο Κυριάκος Μητσοτάκης, έναν ισχυρό σύμμαχο στην Ανατολική Μεσόγειο, με τον οποίο κατάφερε να αναπτύξει κοινές θέσεις απέναντι στον αναθεωρητισμό της Τουρκίας.
Το Ισραήλ, από την πλευρά του, επένδυσε στην εμβάθυνση της σχέσης με την Ελλάδα και την Κύπρο, ιδίως στο ενεργειακό πεδίο, αλλά και μέσω κοινών στρατιωτικών ασκήσεων και ανταλλαγών τεχνογνωσίας.
Επί Μητσοτάκη, η Ελλάδα έχει υπογράψει συμφωνίες αμυντικής συνεργασίας, συμμετέχει σε τριμερή σχήματα (Ελλάδα–Κύπρος–Ισραήλ), ενώ έχει επιτρέψει τη χρήση ελληνικού εδάφους για κοινά κέντρα εκπαίδευσης. Ταυτόχρονα, ελληνικές επιχειρήσεις συνεργάζονται με ισραηλινές στον τομέα της κυβερνοασφάλειας και των drones.
Αυτό το πλέγμα σχέσεων δύσκολα μπορεί να αμφισβητηθεί από μια κυβέρνηση που βασίζεται στη σταθερότητα και τη γεωπολιτική «ωριμότητα». Όμως, το κόστος της αμηχανίας μεγαλώνει καθημερινά.
Ανθρωπιστική καταστροφή και διεθνείς πιέσεις
Από την αρχή της ισραηλινής επιχείρησης στη Γάζα, μετά τις επιθέσεις της Χαμάς τον Οκτώβριο του 2023, μέχρι τις μέρες μας, η σύρραξη έχει εξελιχθεί σε μια ανθρωπιστική καταστροφή τεράστιας κλίμακας. Χιλιάδες νεκροί άμαχοι, καταστροφή υποδομών, έλλειψη τροφής, φαρμάκων και νερού έχουν συγκλονίσει τη διεθνή κοινότητα.
Ο ΟΗΕ, ανθρωπιστικές οργανώσεις και κράτη όπως η Ισπανία, η Ιρλανδία και η Νορβηγία έχουν ασκήσει σκληρή κριτική στην κυβέρνηση Νετανιάχου, ενώ πληθαίνουν οι φωνές για παραπομπή του Ισραήλ στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο.
Πολιτική πίεση και διπλωματικός ελιγμός
Σε αυτό το κλίμα, η ελληνική κυβέρνηση δέχεται πιέσεις από την αριστερή αντιπολίτευση να προχωρήσει σε πράξεις καταδίκης του Ισραήλ, όχι μόνο σε λεκτικές διαφοροποιήσεις. Από τη μία, ο πρωθυπουργός έχει καταδικάσει τις τρομοκρατικές επιθέσεις της Χαμάς και υπερασπίζεται το δικαίωμα του Ισραήλ στην αυτοάμυνα. Από την άλλη, διαφοροποιείται λεκτικά από τη δυσανάλογη χρήση βίας εκ μέρους του ισραηλινού στρατού, αλλά οι δηλώσεις του περιορίζονται σε γενικές εκκλήσεις για «αποκλιμάκωση» και «σεβασμό του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου», και δεν συνοδεύονται, όπως ζητεί η αντιπολίτευση, από ενέργειες κατά της κυβέρνησης του Τελ Αβίβ.
Η στάση αυτή, αν και διπλωματικά ρεαλιστική, ωστόσο προκαλεί δυσαρέσκεια τόσο σε τμήματα της ελληνικής κοινής γνώμης όσο και σε πολιτικά κόμματα της αριστερής αντιπολίτευσης, που ζητούν πιο ενεργό ρόλο της Αθήνας υπέρ της προστασίας των αμάχων και της τήρησης του διεθνούς δικαίου.
Το διπλό δίλημμα της Αθήνας
Με αυτά τα δεδομένα, η ελληνική κυβέρνηση βρίσκεται ενώπιον ενός διπλού διλήμματος. Από τη μια, η γεωστρατηγική αξία της σχέσης με το Ισραήλ είναι μεγάλη: δεν μπορεί να διακινδυνεύσει τις ισχυρές συμμαχίες σε έναν ασταθή περιφερειακό περίγυρο. Από την άλλη, η ηθική της αξιοπιστία, ιδίως σε διεθνή φόρα, κρίνεται από την ικανότητά της να υπερασπίζεται την εφαρμογή του ανθρωπιστικού δικαίου χωρίς εξαιρέσεις και να πιέζει για αυτήν.
Η ισορροπία αυτή καθίσταται ακόμη δυσκολότερη όσο ο διεθνής διάλογος μετατοπίζεται από την «ασφάλεια του Ισραήλ» προς την ανάγκη για μόνιμη κατάπαυση του πυρός και αναγνώριση των δικαιωμάτων του παλαιστινιακού λαού.
Η Ελλάδα, όντας μέλος της ΕΕ και με ιστορικά φιλικές σχέσεις με τους Παλαιστίνιους, προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στον διπλωματικό ρεαλισμό και την έμπρακτη αντίσταση σε μαζικές δολοφονίες.
Ηθική φωνή με στρατηγική πυγμή
Πάντως, η διπλωματία δεν είναι άσκηση ηθικής καθαρότητας, αλλά ούτε και πεδίο απόλυτου πραγματισμού. Η ελληνική κυβέρνηση καλείται να βρει μια πιο σύνθετη και ισόρροπη τοποθέτηση: να υπερασπίζεται τη στρατηγική της σχέση με το Ισραήλ, αλλά ταυτόχρονα να μη μετατραπεί σε απλός παρατηρητής εγκλημάτων κατά αμάχων, με λεκτικές καταδίκες.
Η Ελλάδα μπορεί και πρέπει να αναδείξει τη σημασία του ανθρωπιστικού διαλόγου, να στηρίξει ενεργά πρωτοβουλίες ειρήνης, να προωθήσει λύσεις που βασίζονται σε διεθνή νομιμότητα. Μόνο έτσι μπορεί να διαφυλάξει και τη διεθνή της εικόνα, αλλά και τις μακροπρόθεσμες σχέσεις της με όλους τους λαούς της περιοχής. Σε μια περίοδο που η ιστορία γράφεται με αίμα στη Γάζα, η διπλωματία έχει να λύσει δύσκολη εξίσωση…