Οι τελευταίες εξελίξεις στις ελληνοτουρκικές σχέσεις καταδεικνύουν για ακόμη μία φορά τη ρευστότητα που χαρακτηρίζει την ευρύτερη περιοχή του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου. Η εξαγγελία της Άγκυρας περί «θαλάσσιων πάρκων» σε περιοχές του Αιγαίου και της Μεσογείου έρχεται να επιβεβαιώσει μια παλιά, αλλά σταθερά επαναλαμβανόμενη, πρακτική της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής: τη δημιουργία τετελεσμένων με την επίκληση μη στρατιωτικών αιτίων, αυτή τη φορά, με την επίφαση της περιβαλλοντικής προστασίας.
Περιβαλλοντικά προσχήματα και γεωπολιτικές επιδιώξεις
Η Άγκυρα ανακοίνωσε τη χωροθέτηση θαλάσσιων περιοχών «απόλυτης προστασίας», περιλαμβάνοντας διεθνή ύδατα αλλά και περιοχές κοντά στη Λήμνο, τη Σαμοθράκη, τη Ρόδο και το Καστελλόριζο. Η τουρκική αυτή πρωτοβουλία δεν αποτελεί έκπληξη για την ελληνική πλευρά, η οποία εδώ και καιρό είχε διαγνώσει μια οργανωμένη προσπάθεια αξιοποίησης της διεθνούς οικολογικής ατζέντας ως μέσο άσκησης «ήπιας ισχύος» με σαφείς γεωπολιτικές προεκτάσεις. Η Άγκυρα χρησιμοποιεί περιβαλλοντικά προσχήματα για να δικαιολογήσει πράξεις που αμφισβητούν το ισχύον νομικό καθεστώς και τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας.
Απέναντι σε αυτές τις κινήσεις, η ελληνική κυβέρνηση επιλέγει μια στάση ψυχραιμίας, χωρίς ωστόσο να είναι σαφές αν αυτή η στάση φανερώνει ή υποθάλπει μια σταδιακή μετατόπιση της ισορροπίας. Παρότι οι επίσημες επαφές μεταξύ Αθήνας και Άγκυρας διατηρούνται (με χαμηλής έντασης διαλόγους και συναντήσεις, όπως η επερχόμενη ανάμεσα στον Κυριάκο Μητσοτάκη και τον Ταγίπ Ερντογάν στο περιθώριο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ), ωστόσο η αίσθηση αβεβαιότητας κυριαρχεί. Η έλλειψη ουσιαστικής προόδου στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, παρά την απουσία εντάσεων, μοιάζει περισσότερο με αναβολή της κρίσης παρά με επίτευξη διαρκούς σταθερότητας.
Διπλωματικές κινήσεις
Ενδεικτικό της πολυπλοκότητας του διπλωματικού πεδίου είναι και η σημερινή επίσκεψη του Αιγύπτιου Υπουργού Εξωτερικών στην Αθήνα. Οι συζητήσεις θα αφορούν σε σειρά σημαντικών θεμάτων: από τις διμερείς σχέσεις και τη Λιβύη έως τη θρησκευτική κυριότητα της Μονής Αγίας Αικατερίνης στο Σινά και, ίσως το σημαντικότερο, τις θαλάσσιες ζώνες στην Ανατολική Μεσόγειο. Το γεγονός ότι η Ελλάδα ενισχύει τη διπλωματική της παρουσία απέναντι στην τουρκική κινητικότητα, αξιοποιώντας στρατηγικές συνεργασίες με χώρες όπως η Αίγυπτος, αποτελεί στοιχείο μιας ευρύτερης προσπάθειας ανάσχεσης της τουρκικής αναθεωρητικής πολιτικής.
Ωστόσο, δεν λείπουν και οι επικρίσεις για την ελληνική στρατηγική. Η αντιπολίτευση κατηγορεί την κυβέρνηση ότι κινείται με καθυστερήσεις, ότι δεν προετοιμάζεται επαρκώς για να αξιοποιήσει ευκαιρίες (π.χ. σε ευρωπαϊκά ή διεθνή fora), και ότι διατηρεί μια υπερβολικά αμυντική στάση. Πολλοί αναλυτές επισημαίνουν ότι η επιμονή στην επίκληση του διεθνούς δικαίου και της ψύχραιμης διπλωματίας πρέπει να συνοδεύεται και από συγκεκριμένες πράξεις στρατηγικής αποτροπής, και όχι κυρίως επικοινωνιακής διαχείρισης.
Πολυμέτωπες προκλήσεις
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι προκλήσεις που καλείται να διαχειριστεί η ελληνική εξωτερική πολιτική δεν προέρχονται αποκλειστικά από την Τουρκία. Η ελληνική διπλωματία βρίσκεται ενώπιον ενός μεταβαλλόμενου διεθνούς περιβάλλοντος: το Παλαιστινιακό επανέρχεται δυναμικά στην ευρωπαϊκή ατζέντα, η Λιβύη παραμένει εστία γεωπολιτικής ρευστότητας, ενώ η «παγωμένη» ηλεκτρική διασύνδεση Ελλάδας - Κύπρου αποτελεί ενδεικτικό των δυσκολιών ακόμη και σε θέματα ευρωπαϊκής εμβέλειας.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η ελληνική κυβέρνηση προσπαθεί να διαχειριστεί το περιβάλλον μεταξύ αναμονής και δράσης, μεταξύ διεθνούς νομιμότητας και ρεαλιστικής αντιμετώπισης των εξελίξεων στο πεδίο της ελληνοτουρκικής συνύπαρξης. Η πρόσφατη υπόθεση με τα θαλάσσια πάρκα της Τουρκίας αποτελεί ένα ακόμα παράδειγμα της σημασίας που έχει η προληπτική στρατηγική στην εξωτερική πολιτική: η δημιουργία εθνικών θαλάσσιων πάρκων από την Ελλάδα είχε προηγηθεί, σε επίπεδο σχεδιασμού και εξαγγελιών, αλλά η Τουρκία κατάφερε να δώσει πρώτη διεθνή δημοσιότητα σε μια κίνηση με συμβολική αλλά και πρακτική βαρύτητα.
Επόμενα βήματα και κοινή γνώμη
Η επιλογή του πρωθυπουργού να προχωρήσει σε συνάντηση με τον Πρόεδρο της Τουρκίας, ενόψει ΟΗΕ, ενδέχεται να λειτουργήσει ως δείκτης των προθέσεων της ελληνικής πλευράς για τη διαχείριση της έντασης. Ωστόσο, η αδυναμία σύγκλησης του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας (ΑΣΣ) Ελλάδας - Τουρκίας, το οποίο διαρκώς αναβάλλεται, δείχνει πως η περίοδος της θετικής ατζέντας έχει αποδυναμωθεί αισθητά.
Τέλος, ο ρόλος της κοινής γνώμης δεν πρέπει να υποτιμάται. Η αυξημένη ευαισθησία των πολιτών στα ζητήματα εθνικής κυριαρχίας, ειδικά σε περιόδους γενικότερης πολιτικής δυσπιστίας, θέτει επιπλέον πίεση σε κάθε στρατηγική επιλογή του Μεγάρου Μαξίμου.
Σε κάθε περίπτωση, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις μπαίνουν σε μια νέα φάση δοκιμασίας. Η Άγκυρα θέτει επί τάπητος τα δικά της όρια «επιρροής», αξιοποιώντας την πολυπλοκότητα του διεθνούς δικαίου και την ασάφεια των πρακτικών εφαρμογών του. Η Ελλάδα, από την πλευρά της, καλείται να απαντήσει όχι μόνο διπλωματικά, αλλά και στρατηγικά, με όρους που να εμπεδώνουν την αξιοπιστία της θέσης της και να αποτρέπουν την εδραίωση νέων τετελεσμένων.