Μια από τις πρώτες, αν όχι η πρώτη ερώτηση που θα δεχθεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης το μεσημέρι της Κυριακής, στην καθιερωμένη συνέντευξη Τύπου του πρωθυπουργού στα εγκαίνια της φετινής ΔΕΘ, θα αφορά στο ενδεχόμενο αλλαγής του εκλογικού νόμου.
Κι αυτό, γιατί η συζήτηση γύρω από τον εκλογικό νόμο έχει βρεθεί ειδικά τον τελευταίο καιρό στο επίκεντρο της πολιτικής συζήτησης στο εσωτερικό της Νέας Δημοκρατίας, αλλά και της πολιτικής αντιπαράθεσης στην Ελλάδα.
Κάθε φορά που ένα κυβερνών κόμμα βλέπει τη δύναμή του να υποχωρεί, επανέρχεται το ερώτημα αν πρέπει να «διευκολυνθεί» η επίτευξη αυτοδυναμίας με αλλαγές στους κανόνες του παιχνιδιού. Το ίδιο σκηνικό ζήσαμε και τους τελευταίους μήνες, καθώς η φθορά της κυβέρνησης και οι χαμηλές δημοσκοπικές επιδόσεις της Νέας Δημοκρατίας άνοιξαν κύκλο σεναριολογίας. Ωστόσο, όπως όλα δείχνουν, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει λάβει την τελική του απόφαση: ο εκλογικός νόμος δεν θα αλλάξει.
Οι εισηγήσεις στη ΝΔ
Στο εσωτερικό της Νέας Δημοκρατίας, αρκετοί βουλευτές και στελέχη ζήτησαν να επανεξεταστεί το ισχύον σύστημα, με το επιχείρημα ότι το ποσοστό που απαιτείται για την αυτοδυναμία παραμένει πολύ υψηλό. Η ανησυχία εντάθηκε μετά τις ευρωεκλογές του 2023, όπου το κυβερνών κόμμα περιορίστηκε στο 28%, χάνοντας σχεδόν ένα εκατομμύριο ψήφους.
Στο τραπέζι μπήκαν διαφορετικά σενάρια:
- Επαναφορά του «νόμου Παυλόπουλου» με μπόνους 50 εδρών στο πρώτο κόμμα ανεξαρτήτως ποσοστού.
- Κλιμακωτό μπόνους εδρών ανάλογα με τη διαφορά από το δεύτερο κόμμα.
- Αύξηση του ορίου εισόδου στη Βουλή από το 3% στο 5%, που θα απέκλειε μικρότερους σχηματισμούς, αλλά με τον κίνδυνο να ενισχυθεί η συσπείρωση στα δεξιά της ΝΔ.
Οι εισηγήσεις αυτές προς τον κ. Μητσοτάκη είχαν κοινό παρονομαστή: να καταστήσουν πιο εφικτή την επίτευξη μονοκομματικής πλειοψηφίας, ακόμη και με ποσοστά κάτω του 35%.
Οι αντιδράσεις της αντιπολίτευσης
Η αντιπολίτευση, όπως ήταν αναμενόμενο, αντέδρασε με σφοδρότητα σε αυτά τα σενάρια. Το ΠΑΣΟΚ, ο ΣΥΡΙΖΑ και τα μικρότερα κόμματα προειδοποίησαν ότι μια αλλαγή τώρα, στα μέσα της τετραετίας, θα συνιστούσε θεσμικό αιφνιδιασμό και ομολογία ηττοπάθειας. Ο Νίκος Ανδρουλάκης ξεκαθάρισε ότι το κόμμα του δεν πρόκειται να συναινέσει, ενώ η Ζωή Κωνσταντοπούλου μίλησε για «πολιτική ήττα» αν η κυβέρνηση προχωρούσε σε μονομερείς κινήσεις.
Ανάλογες επιφυλάξεις εκφράστηκαν και από στελέχη της ίδιας της ΝΔ. Ο βουλευτής Γιώργος Βλάχος υπενθύμισε το παράδειγμα του 1989-90, όταν οι αλλεπάλληλες αλλαγές του εκλογικού νόμου οδήγησαν σε αδιέξοδο, τονίζοντας ότι τέτοιες πρακτικές πλήττουν τη δημοκρατία και ενισχύουν την καχυποψία των πολιτών. Η άποψη αυτή συνοψίζεται στη φράση ότι «η αλλαγή των κανόνων στη μέση του παιχνιδιού δεν πείθει και δεν σώζει κυβερνήσεις».
Η στάση του πρωθυπουργού
Παρά τις δημόσιες διαβεβαιώσεις, η συζήτηση για τον εκλογικό νόμο αποκάλυψε τα υπόγεια ρεύματα ανησυχίας στην Κοινοβουλευτική Ομάδα της ΝΔ. Βουλευτές που εξελέγησαν οριακά σε πολυεδρικές περιφέρειες πίεζαν για αλλαγές, φοβούμενοι ότι η πτώση των ποσοστών θα τους αφήσει εκτός Βουλής. Άλλοι προέβαλαν το επιχείρημα ότι η σταθερότητα της χώρας μπορεί να κινδυνεύσει αν δεν διασφαλιστεί εκ των προτέρων μια σχετικά εύκολη πλειοψηφία.
Ωστόσο, υπήρξαν και ισχυρές φωνές που επέμειναν στη θεσμική οδό. Όπως υπογράμμισε ο υπουργός Μετανάστευσης, Θάνος Πλεύρης, «δεν μπορείς να φτιάξεις έναν εκλογικό νόμο που θα εξασφαλίζει αυτοδυναμία με κάθε ποσοστό». Αντίστοιχα, κυβερνητικά στελέχη προειδοποιούσαν ότι μια τέτοια πρωτοβουλία θα ερμηνευόταν από την κοινωνία ως παραδοχή αδυναμίας και θα επιβάρυνε ακόμη περισσότερο το πολιτικό κλίμα.
Μέσα σε αυτό το κλίμα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης παραμένει, σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες της «Η», αμετακίνητος. Σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις με συνεργάτες του ξεκαθάρισε ότι δεν επιθυμεί να αλλάζει τους κανόνες «εν κινήσει», θυμίζοντας πως η στάση αυτή δικαιώθηκε στις εκλογές του 2023. Δημόσια, έχει δηλώσει επανειλημμένα ότι οι εθνικές εκλογές του 2027 θα διεξαχθούν με τον ισχύοντα εκλογικό νόμο.
Θεσμική σοβαρότητα ή πολιτικό ρίσκο;
Η επιλογή αυτή δεν είναι μόνο θεσμική. Έχει και πολιτική διάσταση: Αποσκοπεί να δείξει ότι η κυβέρνηση παραμένει σίγουρη για τη δύναμή της και δεν καταφεύγει σε «τεχνάσματα». Με άλλα λόγια, ο Μητσοτάκης επιλέγει να επενδύσει στο αφήγημα της συνέπειας και της θεσμικής σοβαρότητας, ακόμη κι αν αυτό εγκυμονεί ρίσκα ως προς την αυτοδυναμία.
Η συζήτηση για τον εκλογικό νόμο αποτυπώνει το άγχος του πολιτικού συστήματος σε περιόδους φθοράς. Όμως η τελική στάση του πρωθυπουργού δείχνει ότι προτιμά να αντιμετωπίσει την εκλογική αναμέτρηση με τους υπάρχοντες κανόνες, προσδοκώντας ότι οι παρεμβάσεις στην οικονομία και την κοινωνία θα αποδώσουν μέχρι το 2027.
Το αν η επιλογή αυτή θα ενισχύσει το κύρος του ή θα αποδειχθεί πολιτικά ριψοκίνδυνη, θα φανεί στην κάλπη. Προς το παρόν, όμως, είναι σαφές ότι ο Μητσοτάκης έχει πάρει την οριστική του απόφαση: ο εκλογικός νόμος δεν αλλάζει.