Αθόρυβες, αλλά πολύ σημαντικές οι νίκες της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής
Ως «πολύ σημαντική» περιγράφεται η χθεσινή ημέρα από παράγοντες του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών αλλά και κεντρικές κυβερνητικές πηγές. Ενώ η εικόνα είναι ότι εντείνονται οι εντάσεις στο Αιγαίο και η ανάγκη αποτροπής, ωστόσο διπλωματικές πρωτοβουλίες και εξοπλιστικές κινήσεις που στόχο έχουν την ανασυγκρότηση του γεωπολιτικού κεφαλαίου φαίνεται να δείχνουν ότι η Ελλάδα αποτελεί κεντρικό γεωπολιτικό παράγοντα στο Αιγαίο αλλά και στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου. Το αν η χώρα θα κατορθώσει να μετατρέψει αυτή την κρίσιμη στιγμή σε διαρκές πλεονέκτημα εξαρτάται από την ισορροπία μεταξύ αποφασιστικότητας, διεθνούς νομιμοποίησης και εσωτερικής συνοχής.
Η τουρκική πρόκληση και η ψύχραιμη στάση της Αθήνας
Η έξοδος του τουρκικού «Piri Reis» στο βορειοανατολικό Αιγαίο αποτελεί πρόκληση αλλά και δοκιμασία για την ελληνική αντίδραση. Αν και το πλοίο δεν προκάλεσε ως τώρα, παρ’ όλα αυτά ο υπουργός Άμυνας Νίκος Δένδιας υποστήριξε ότι με μια ματιά στο «Piri Reis» (υπονοώντας την παλαιότητά του) καταλαβαίνει κανείς γιατί το χθεσινό ΚΥΣΕΑ δεν απασχολήθηκε με την έξοδό του τουρκικού «ερευνητικού» σκάφους.
Από την πλευρά μας, οι ασκήσεις που ενεργοποιούν αεροπορία, ναυτικό και πολεμικά μέσα σε όλο το εύρος του Αιγαίου δείχνουν ότι η Ελλάδα δεν επιθυμεί να συνδυάσει διπλωματικές πρωτοβουλίες και επίδειξη πραγματικής στρατιωτικής ισχύος. Η κυβέρνηση συνεχίζει να είναι ψύχραιμη κι αποφασιστική: ο πρωθυπουργός στη χθεσινή του τηλεοπτική συνέντευξη εμφανίστηκε ήρεμος όταν ρωτήθηκε για τα ελληνοτουρκικά, απέφυγε να οξύνει τα πνεύματα, έδειξε ότι παρακολουθεί τα γεγονότα ξέροντας τι πρέπει να κάνει. Αυτή η στρατηγική είναι σώφρων, μας λένε πηγές του Μεγάρου Μαξίμου, γιατί αποτρέπει την κλιμάκωση, διατηρεί την ευχέρεια ελιγμών και περιορίζει το περιθώριο παροξυσμού εσωτερικά ή εξωτερικά.
Η νέα φρεγάτα και το μήνυμα αποτροπής
Η απόφαση για την προμήθεια τέταρτης φρεγάτας Belharra (τύπου FDI) με σημαντική συμμετοχή της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας στην κατασκευή της (περίπου 25%) είναι άλλη μια χθεσινή θετική εξέλιξη: Αυξάνει τη στρατιωτική ικανότητα της χώρας στη θάλασσα, ενισχύει το αποτρεπτικό μήνυμα και παράλληλα ενσωματώνει οικονομικά, τεχνολογικά και βιομηχανικά στοιχεία μέσα στην Ελλάδα.
Οι φρεγάτες Belharra διαθέτουν προηγμένα συστήματα αισθητήρων, ραντάρ (Sea Fire), ανθυποβρυχιακής ανίχνευσης (CAPTAS-4) και δυνατότητες για χρήση πυραύλων όπως οι Scalp Naval. Αυτή η αναβάθμιση δεν είναι μόνο τεχνική, έχει και συμβολική αξία: δείχνει δηλαδή ότι η Ελλάδα δεν επαναπαύεται, ότι επενδύει στην αμυντική της παρουσία ώστε όταν προκύπτουν προκλήσεις, να μην είναι απλώς αμυνόμενη αλλά να έχει ισχυρό αποτρεπτικό περιθώριο.
Διπλωματική κίνηση με τη Λιβύη
Μια εξίσου σημαντική διάσταση είναι η διπλωματική πρωτοβουλία με τη Λιβύη για την οριοθέτηση της ΑΟΖ και της υφαλοκρηπίδας. Η συμφωνία για έναρξη των συνεδριάσεων των τεχνικών κλιμακίων Ελλάδας – Λιβύης, που συμφώνησαν χθες ο υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Γεραπετρίτης με τον Λίβυο ομόλογό του Ταχέρ Αλ Μπαούρ, σηματοδοτεί ότι Αθήνα και Τρίπολι έχουν καταφέρει να ξεπεράσουν τον «σκόπελο» του τουρκολιβυκού μνημονίου, που αποτελούσε το βασικό εμπόδιο στην έναρξη των συζητήσεων. Παρά το γεγονός ότι ακόμα δεν έχουν γίνει γνωστές οι λεπτομέρειες της συμφωνίας των δυο υπουργών, διπλωματικοί κύκλοι χαρακτήριζαν «εξαιρετικά σημαντική» αυτή την χθεσινή εξέλιξη.
Άλλες κυβερνητικές πηγές έλεγαν στην «Η» ότι η χώρα μας θα συνεχίσει και θα επεκτείνει τις προσπάθειες οριοθέτησης με γειτονικές και φίλιες χώρες, ώστε να ενισχύεται η νομιμοποίησή της στο διεθνές δίκαιο, εννοώντας προφανώς ότι δημιουργείται ένα περιβάλλον στο οποίο η Τουρκία θα αισθανθεί μοναξιά ως προς την τάση της για μονομερείς ενέργειες.
Οι κόκκινες γραμμές και η σταθερή στρατηγική
Εκτός από τις ασκήσεις και την εξοπλιστική πολιτική, η Ελλάδα επιμένει στη σαφή και ξεκάθαρη επικοινωνιακή γραμμή (προς το εσωτερικό και διεθνώς) για το τι θεωρείται «κόκκινη γραμμή». Με τη Λιβύη είναι το τουρκολιβυκό μνημόνιο. Με την Τουρκία εκτός αυτού είναι και το casus belli.
Η ελληνική διπλωματία έχει δημιουργήσει μια πραγματική ευκαιρία: Θέλει να μετατρέψει τις δυνατότητές της (στρατιωτικά, εξοπλιστικά και διπλωματικά) σε σταθερό γεωπολιτικό κεφάλαιο. Η κυβέρνηση μοιάζει να κινείται με ένα μείγμα αποφασιστικότητας και αυτοσυγκράτησης, με στρατιωτικές ασκήσεις και ενίσχυση του στόλου από τη μία, ψυχραιμία και διάθεση συνεννόησης μέσω διαλόγου από την άλλη.
Το ερώτημα δεν είναι αν η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να αντιδράσει, αυτό φαίνεται πως το έχει, αλλά αν μπορεί να το κάνει με τρόπο που να ελαχιστοποιεί την πιθανότητα κλιμάκωσης, να μεγιστοποιεί τη διεθνή υποστήριξη και να διατηρεί την εσωτερική σταθερότητα. Εάν καταφέρει να συνδυάσει όλα αυτά, τότε οι χθεσινές πολυεπίπεδες εξελίξεις δεν θα αποδειχθούν απλώς αντίδραση σε προκλήσεις, αλλά η βάση μιας αποτελεσματικής στρατηγικής αποτροπής και σεβασμού της κυριαρχίας μας στην ευρύτερη περιοχή.