Η σημερινή συνάντηση ανάμεσα στον Κυριάκο Μητσοτάκη και τον Ταγίπ Ερντογάν στη Νέα Υόρκη αναμένεται χωρίς υψηλές προσδοκίες. Ωστόσο, αποτελεί αναμφίβολα μια επαφή με πραγματικό βάρος, στην οποία οι δύο ηγέτες εμφανίζονται οπλισμένοι με όλα τα πλεονεκτήματα που έχουν στη διάθεσή τους, αλλά και με τις αδυναμίες τους, γνωρίζοντας ότι το αποτέλεσμα της συζήτησης μπορεί να επηρεάσει καθοριστικά την ισορροπία δυνάμεων στην Ανατολική Μεσόγειο.
Τα «όπλα» του Κυριάκου Μητσοτάκη
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης εισέρχεται στη συνάντηση με έξι «όπλα»:
- Ελλάδα, χώρα σταθερότητας: Στην παρούσα συγκυρία, κατά την οποία η ευρύτερη περιοχή χαρακτηρίζεται από ρευστότητα και αστάθεια, αυτή η εικόνα λειτουργεί ως κεφάλαιο εμπιστοσύνης.
- Εύρωστη οικονομία: Η πορεία της ελληνικής οικονομίας, με τα πλεονάσματα, τις φοροελαφρύνσεις και τις ευκαιρίες για ξένες επενδύσεις, του προσφέρει ένα αφήγημα επιτυχίας που μπορεί να αξιοποιηθεί και στο διπλωματικό επίπεδο. Η Ελλάδα παρουσιάζεται ως ένας προορισμός με σταθερότητα και προοπτική, κάτι που είναι ζητούμενο για πολλές χώρες της περιοχής.
- Διπλωματικές συμμαχίες: Το δίκτυο των πολύ καλών διμερών σχέσεων που έχει υφάνει η ελληνική διπλωματία, από την Κύπρο και την Αίγυπτο μέχρι το Ισραήλ και την κεντρική εξουσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενισχύουν την αίσθηση ότι η χώρα μας δεν είναι μόνη, όπως θα ήθελε η Άγκυρα.
- Πρωθυπουργική επικοινωνία: Η παρουσία του Κυριάκου Μητσοτάκη σε πολλαπλά θεσμικά fora, με παρεμβάσεις σε θέματα όπως η τεχνητή νοημοσύνη και η προστασία των παιδιών στο διαδίκτυο, εντάσσει την ελληνική φωνή σε μια παγκόσμια συζήτηση, διευρύνοντας την εμβέλειά της. Δεν πρέπει να υποτιμηθεί και η αξία των επικοινωνιακών του εργαλείων: οι συνεντεύξεις σε διεθνή μέσα και οι επαφές με την ομογένεια επιτρέπουν στον πρωθυπουργό να προβάλει τις ελληνικές θέσεις σε κοινά πολύ ευρύτερα από την αίθουσα μιας διμερούς συνάντησης.
- Οι κόκκινες γραμμές: Το ισχυρότερο όμως χαρτί του Μητσοτάκη παραμένει η σαφήνεια στις κόκκινες γραμμές. Η πρόθεση να θέσει την άρση του casus belli στο τραπέζι αποτελεί μια καθαρή κίνηση που αν επιτευχθεί, έστω και σε επίπεδο δέσμευσης, θα αλλάξει τον τόνο της ελληνοτουρκικής σχέσης. Το ρίσκο βέβαια είναι υπαρκτό: αν η τουρκική πλευρά αρνηθεί ή το υποβαθμίσει, τότε η Αθήνα θα βρεθεί εκτεθειμένη, έχοντας αναδείξει μια κρίσιμη απαίτηση χωρίς να καταφέρει να αποσπάσει ανταπόκριση.
Τα «όπλα» του Ταγίπ Ερντογάν
Ο Ταγίπ Ερντογάν προσέρχεται στη σημερινή συνάντηση με τον Έλληνα πρωθυπουργό, με διαφορετικού τύπου όπλα, επίσης όμως ισχυρά:
- Ισχυρή παρουσία: Η Τουρκία διαθέτει στρατιωτική ισχύ και γεωστρατηγικό βάρος που κανείς δεν μπορεί να αγνοήσει. Η θέση της ως χώρα-κλειδί στο ΝΑΤΟ, σε συνδυασμό με την ανερχόμενη αμυντική βιομηχανία της, της δίνει την αυτοπεποίθηση να προβάλλει τον εαυτό της ως αναντικατάστατο παράγοντα ασφάλειας.
- Επιτήδειος Ουδέτερος: Στον διπλωματικό στίβο, ο Ερντογάν έχει καταφέρει να ισορροπεί ανάμεσα σε Δύση και Ανατολή, διατηρώντας σχέσεις με τις ΗΠΑ, τη Ρωσία και την Κίνα ταυτόχρονα, γεγονός που του επιτρέπει να κινείται ευέλικτα σε πολλαπλά μέτωπα.
- Σχέσεις με τον Αραβικό Κόσμο: Παράλληλα, η ικανότητά του να αντλεί στήριξη από τις χώρες του Κόλπου, με μεγάλες επενδύσεις και συμφωνίες, προσφέρει στην τουρκική οικονομία μια ανακούφιση και ταυτόχρονα τονώνει το διεθνές του προφίλ.
- Ο φίλος του ο Τραμπ: Οι δύο άνδρες έχουν αναπτύξει μια άμεση προσωπική επικοινωνία, που συχνά παρακάμπτει τις θεσμικές αντιστάσεις στην Ουάσιγκτον. Ο Τούρκος πρόεδρος ελπίζει ότι αυτή η «χημεία» μπορεί να αποδώσει οφέλη σε καίρια ζητήματα, από το πρόγραμμα των F-35 και την αναβάθμιση των F-16, μέχρι την άρση περιορισμών που επιβλήθηκαν λόγω των S-400. Για την Αθήνα, αυτή η σχέση αποτελεί παράγοντα ανησυχίας, αφού μπορεί να ανατρέψει ισορροπίες που χτίστηκαν με συστηματική διπλωματική δουλειά στο Κογκρέσο.
- Το χαρτί των εκβιασμών: Το μεταναστευτικό, οι ενεργειακοί δρόμοι και οι περιφερειακές συγκρούσεις αποτελούν πεδία όπου η Άγκυρα μπορεί να προσφέρει λύσεις ή να δημιουργήσει προβλήματα, κι αυτή η δυνατότητα λειτουργεί ως διαπραγματευτικό χαρτί απέναντι σε όλους τους συνομιλητές της.
Το διακύβευμα της Νέας Υόρκης
Δεν πρέπει επίσης να ξεχνούμε και το γεγονός ότι ο Ερντογάν ξέρει να επιβάλει την ατζέντα. Με το casus belli, με τις διεκδικήσεις σε θαλάσσιες ζώνες, με τις κινήσεις στη Λιβύη, έχει κατορθώσει να κρατά συνεχώς την Ελλάδα σε θέση άμυνας, ακόμη κι αν αυτό του στοιχίζει σε διεθνή κριτική. Η ίδια τακτική μπορεί να αναπαραχθεί και στη Νέα Υόρκη, όπου μια αιφνιδιαστική τοποθέτησή του αρκεί για να ανατρέψει τους όρους της συζήτησης.
Ωστόσο, και τα δικά του χαρτιά έχουν παρενέργειες. Η εμμονή με τους ρωσικούς S-400 εξακολουθεί να εμποδίζει την πλήρη αποκατάσταση των σχέσεων με την Ουάσιγκτον, ενώ η οικονομία, παρά τις εισροές κεφαλαίων από το εξωτερικό, αντιμετωπίζει σοβαρές προκλήσεις. Ο κίνδυνος για τον Ερντογάν είναι ότι αν οι κινήσεις του εκληφθούν ως υπερβολικά προκλητικές ή μονομερείς, μπορεί να απομονωθεί περισσότερο, ιδίως σε μια συγκυρία όπου χρειάζεται διεθνή στήριξη.
Η Νέα Υόρκη, λοιπόν, γίνεται το σκηνικό μιας συνάντησης όπου ο Μητσοτάκης φέρνει την αξιοπιστία, τις συμμαχίες και τις θεσμικές διεκδικήσεις, ενώ ο Ερντογάν τη στρατιωτική ισχύ, τη γεωπολιτική ευελιξία και την ικανότητα να επιβάλλει την ατζέντα.
Το ζητούμενο δεν είναι μόνο ποιος θα πείσει τον συνομιλητή του, αλλά και ποιος θα καταφέρει να μετατρέψει τα πλεονεκτήματα σε δεσμευτικά αποτελέσματα που θα αναγνωρίσουν οι διεθνείς εταίροι. Για την Ελλάδα, η παρενέργεια μιας αποτυχίας είναι η εικόνα μιας χώρας που ζητά αλλά δεν πετυχαίνει. Για την Τουρκία, ο κίνδυνος είναι να φανεί πως η διεθνής της τακτική στηρίζεται σε απειλές χωρίς ουσία.
Σε κάθε περίπτωση, το τετ-α-τετ στη Νέα Υόρκη αποτελεί μια δοκιμή ισχύος και αντοχής, στην οποία οι δύο ηγέτες θα μετρήσουν όχι μόνο τις θέσεις τους, αλλά και το κατά πόσο μπορούν να τις επιβάλουν σε ένα διεθνές περιβάλλον γεμάτο αβεβαιότητες.