Οι τελευταίες γεωπολιτικές εξελίξεις καθιστούν φανερό ότι διανύουμε μια ιστορική περίοδο μετάβασης σε έναν πολυπολικό κόσμο, χωρίς, όμως, να αναδύονται οι θεσμοί και οι κανόνες μιας νέας διεθνούς τάξης. Αντιθέτως, με την επανεκλογή του προέδρου Τραμπ, οι ΗΠΑ επιλέγουν η μετάβαση αυτή να γίνει με σημείο αναφοράς «το δίκαιο του ισχυρού» και την υιοθέτηση μεγάλου μέρους των κυνικών αξιών των πιο ισχυρών, αυταρχικών καθεστώτων. Αυτή η εξέλιξη μόνο θετική δεν είναι για τη χώρα μας, που έχει βασίσει –και ορθώς– την εθνική της στρατηγική στην ισχύ του Διεθνούς Δικαίου.
Η ιστορία έχει δείξει, άλλωστε, πόσο βαθιά επηρεάζεται η Ελλάδα από τις μεγάλες γεωπολιτικές αλλαγές, ειδικά όταν το πολιτικό της σύστημα δεν προλαμβάνει τις αρνητικές εξελίξεις και παρασύρεται από εθνικιστικές ιαχές ή βολεύεται στις ισορροπίες, στη στασιμότητα και στην αναβλητικότητα. Ο Μεσοπόλεμος σημάδεψε την Ελλάδα με τη Μικρασιατική Καταστροφή. Ο Ψυχρός Πόλεμος με τον Εμφύλιο, τη χούντα και την τραγωδία της Κύπρου. Η μεταψυχροπολεμική περίοδος της παγκοσμιοποίησης, με την οικονομική κρίση.
Σε αυτή τη νέα ιστορική περίοδο είναι πιο αναγκαίο από ποτέ η Ελλάδα να θωρακιστεί απέναντι στο ενδεχόμενο νέων κρίσεων και προκλήσεων, αναβαθμίζοντας την ανθετικότητα του κράτους, των θεσμών, της οικονομίας και των υποδομών της. Και την ίδια στιγμή να μπορέσει να αξιοποιήσει τις ευκαιρίες και δυνατότητες που ανοίγονται για να επεκτείνει την κυριαρχία και τα κυριαρχικά της δικαιώματα στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου και να αναβαθμίσει τον διεθνή της ρόλο και την ισχύ της, ως ευρωπαϊκού πυλώνα ειρήνης και σταθερότητας στην περιοχή. Αυτό απαιτεί μια νέα εθνική πυξίδα, βασισμένη σε μια ενεργητική και πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική, μακριά τόσο από τον εθνικισμό και τη φοβικότητα, όσο και από την επικίνδυνη λογική του δεδομένου και πειθήνιου συμμάχου.
Tον Δεκέμβριο του 2024 είχα τονίσει* την ανάγκη να είμαστε αποφασιστικοί στην προάσπιση των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων επί του πεδίου, αλλά και ενεργητικοί για την επίλυση των διαφορών μας στη βάση του διεθνούς δικαίου. Στήριξα, τότε, τις συνομιλίες των ΥΠΕΞ Ελλάδας – Τουρκίας για την προσφυγή των χωρών μας στη Χάγη για υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ με συγκεκριμένες κόκκινες γραμμές, τονίζοντας την αντίθεσή μου τόσο στη λογική του εθνικισμού ή της αναβλητικότητας, όσο και στη λογική του «λύση να ‘ναι και ό,τι να ‘ναι». Δυστυχώς, στο ίδιο συνέδριο ο κ. Μητσοτάκης ενταφίασε αυτές τις συνομιλίες, χωρίς ποτέ να εξηγήσει γιατί. Ηταν σαφές ότι και σε αυτήν την περίπτωση δεν διέθετε ένα σχέδιο με αρχή, μέση και τέλος.
Σχεδόν ένα χρόνο μετά, την Πέμπτη που πέρασε, ο ίδιος ανακοίνωσε αιφνιδιαστικά στη Βουλή και χωρίς περαιτέρω διευκρινίσεις την οργάνωση διάσκεψης με τη συμμετοχή χωρών της Ανατολικής Μεσογείου, που θα επικεντρωθεί μεταξύ άλλων στην οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών. Ανακοίνωση που συμπίπτει με τις δηλώσεις του Τούρκου ΥΠΕΞ για την επίλυση προβλημάτων στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, αλλά και με την επικράτηση του κεντροαριστερού υποψηφίου στην τουρκοκυπριακή κοινότητα, που ανοίγει ξανά ελπίδες για την επίλυση του Κυπριακού στο πλαίσιο των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ.
Εκτίμησή μου είναι ότι ο πρωθυπουργός δεν κατέθεσε αυτοβούλως την ιδέα αυτή στο ελληνικό Κοινοβούλιο, αλλά η πρωτοβουλία ανήκει στην αμερικανική κυβέρνηση και στην όψιμη επιθυμία του προέδρου Τραμπ να δείχνει επισπεύδων προς την επίλυση διεθνών διαφορών, φιλοτεχνώντας την εικόνα του παγκόσμιου ειρηνοποιού ηγέτη. Οπως και να έχει, η πρωτοβουλία ή η παρότρυνση της αμερικανικής κυβέρνησης για οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών στην Ανατολική Μεσόγειο είναι υπό προϋποθέσεις αξιοποιήσιμη. Το ερώτημα είναι τι έχει κάνει η ελληνική κυβέρνηση εκτός από το να σπεύσει να αναγγείλει μια διάσκεψη που δεν έχει προετοιμάσει, μόνο και μόνο για να μη φανεί ότι σέρνεται σε αυτήν; Και κυρίως, ποια είναι η προεργασία της ώστε να αποβεί επωφελής για τα εθνικά συμφέροντα;
Πρώτα από όλα, δεδομένου του ρόλου που έχουν οι ΗΠΑ στη στήριξη αυτής της διάσκεψης και της πολιτικής που ακολουθεί ο πρόεδρος Τραμπ επιδιώκοντας την επίλυση διαφορών στη βάση της αρχής «peace through strength», θα πρέπει να αποσαφηνιστούν προς την αμερικανική πλευρά οι στόχοι που επιδιώκει η Ελλάδα, όπως και οι πάγιες κόκκινες γραμμές της. Αλλωστε, δεν είναι η πρώτη φορά. Το κάναμε αποτελεσματικά το 2018, όταν ο πρόεδρος Τραμπ είχε στηρίξει αποφασιστικά τους όρους που είχε θέσει τότε η ελληνική κυβέρνηση, στη Συμφωνία των Πρεσπών.
Προφανώς το πρόβλημα σήμερα είναι ότι ο πρόεδρος Τραμπ φαίνεται να έχει στενές σχέσεις, δείχνοντας μάλιστα ιδιαίτερη συμπάθεια, με τον Τούρκο πρόεδρο και χλιαρές σχέσεις, δείχνοντας τουλάχιστον αδιαφορία, με τον Ελληνα πρωθυπουργό. Ειδικά υπό αυτές τις συνθήκες, η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να αποσαφηνίσει με πλήρη ειλικρίνεια και εκ των προτέρων το πλαίσιο της διάσκεψης. Αν αυτή αποτελεί όντως πρωτοβουλία της Ελλάδας, όπως διατείνεται ο κ. Μητσοτάκης, τότε τα πράγματα είναι απλά: Μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο αν υπάρχει συναντίληψη των ΗΠΑ με τις ελληνικές θέσεις, που άλλωστε στηρίζονται στο Διεθνές Δίκαιο. Αν δεν υπάρχει συναντίληψη, δεν έχει νόημα η ενεργοποίηση της ελληνικής πρωτοβουλίας.
Αν όμως η πρωτοβουλία, όπως παραπάνω εκτίμησα, δεν ανήκει στην ελληνική πλευρά, και δεδομένου ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν έχει κάνει καμία σοβαρή προετοιμασία, τότε η διάσκεψη αυτή, αν δεν ακολουθήσουμε συγκεκριμένα βήματα, μπορεί να αποβεί επικίνδυνη για τα ελληνικά συμφέροντα. Μπορεί να ωφελήσει την Ελλάδα μόνο αν ενταχθεί στο πλαίσιο μιας συνεκτικής στρατηγικής για την επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων και την εξασφάλιση ΑΟΖ/υφαλοκρηπίδας, με διατήρηση της ειρήνης και της σταθερότητας στην περιοχή μας. Ποια όμως πρέπει να είναι αυτή η εθνική στρατηγική;
Πρώτον, κεντρικός άξονας της στρατηγικής μας πρέπει να είναι ο συντονισμός με την Κυπριακή Δημοκρατία και η αποκλειστική συμμετοχή της στη διάσκεψη. Την ίδια στιγμή πρέπει να βρεθεί τρόπος ώστε η διάσκεψη να συνεισφέρει στην επανεκκίνηση των συνομιλιών για δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού στη βάση του πλαισίου Γκουτέρες, σε μία περίοδο που δημιουργούνται ελπίδες σε αυτήν την κατεύθυνση.
Δεύτερον, απαραίτητη είναι η κινητοποίηση της Ε.Ε. για την Ανατολική Μεσόγειο και η αξιοποίηση των ευρωτουρκικών σχέσεων. Η ευρωπαϊκή εκπροσώπηση στη διάσκεψη αποτελεί εγγύηση για την Ελλάδα και την Κύπρο τόσο σε θεσμικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο θέσεων.
Τρίτον, η Ελλάδα πρέπει να επιδιώξει, παράλληλα, την πραγματοποίηση Συνόδου Ε.Ε. – Ανατολικής Μεσογείου και –όπως έχω προτείνει από το 2021– τη διασύνδεση της αναθεωρημένης Τελωνειακής Συμφωνίας Ε.Ε. – Τουρκίας (ή μιας Συμφωνίας Επενδύσεων και Εμπορίου Ε.Ε. – Τουρκίας) με την κατάθεση συνυποσχετικού με την Τουρκία στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ. Ειδικά σε μία περίοδο που η Ε.Ε. έχει βάλει ως προτεραιότητα τη σύναψη εμπορικών συμφωνιών, η Ελλάδα και η Κύπρος πρέπει να στηρίξουν αυτήν την προοπτική θέτοντας προϋποθέσεις που αφορούν τα ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό. Ενώ ταυτόχρονα πρέπει να πρωτοστατήσουν ώστε η Ε.Ε. να αναβαθμίσει τον διεθνή ρόλο της στην Ανατολική Μεσόγειο. Σε αυτό το πλαίσιο, η Σύνοδος των Ευρωπαϊκών Χωρών του Νότου, που καθιερώθηκε το 2016, έχει επίσης ιδιαίτερη σημασία.
Τέταρτον, στο πλαίσιο της πρότασης που κατέθεσα τον Νοέμβριο 2022 στη Λευκωσία, τόνισα την ανάγκη η Ελλάδα να προβεί σε πρωτοβουλίες για οριοθέτηση της ΑΟΖ/υφαλοκρηπίδας της με όμορες χώρες στην Ανατολική Μεσόγειο, προσθέτοντας, ωστόσο, ότι αυτές πρέπει να συνδέονται με την εκεί επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ. (νότια και ανατολική Κρήτη, Καστελλόριζο). Σήμερα μια τέτοια απόφαση είναι ακόμη πιο σημαντική.
Πέμπτον, πρέπει να υπάρξει ελληνικός σχεδιασμός για παράλληλες, συντονισμένες διμερείς οριοθετήσεις σε μια ορισθείσα περιοχή και (αν χρειαστεί) παράλληλες προσφυγές προς συνεκδίκαση στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Αν δεν σημειωθεί πρόοδος εκ των προτέρων στις διαπραγματεύσεις σε διμερές επίπεδο για την Ανατολική Μεσόγειο με κάθε όμορη χώρα και ειδικά την Τουρκία και τη Λιβύη, η πιθανότητα να πραγματοποιηθεί μια διάσκεψη όπου Αγκυρα και Τρίπολη μαζί (και μάλιστα κατόπιν πρόσκλησης της Ελλάδας) θα εμμείνουν στις θέσεις τους για το παράνομο τουρκολιβυκό μνημόνιο είναι μεγάλη.
Εκτον, πρέπει να διευθετηθεί η εκπροσώπηση της Λιβύης με τρόπο που θα συμπεριλαμβάνει τη Βεγγάζη και κυρίως να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στον συντονισμό με την Αίγυπτο.
Οι γεωπολιτικές εξελίξεις είναι ραγδαίες και τα νερά στα οποία πλέουμε αχαρτογράφητα. Απαιτείται σχέδιο και στρατηγική. Δεν υπάρχει περιθώριο για επικοινωνιακούς χειρισμούς ούτε για μικροκομματικούς υπολογισμούς. Δυστυχώς, η κυβέρνηση της Ν.Δ. εξάντλησε τον χρόνο. Αξιοποίησε προεκλογικά τους υψηλούς τόνους για εκλογικό όφελος, χωρίς όμως εθνική στρατηγική και πυξίδα, κρύβοντας το πρόβλημα κάτω από το χαλί.
Κάποια στιγμή όμως το πρόβλημα σε συναντά, χωρίς να το επιλέξεις και κυρίως χωρίς να μπορείς να το αποφύγεις. Και τότε, χωρίς πυξίδα, κινδυνεύεις να ρίξεις τη χώρα στα βράχια. Ας κάνουμε, έστω και τώρα, ό,τι είναι δυνατόν για να αποτρέψουμε ένα τέτοιο ενδεχόμενο.