Έχοντας ξεπεράσει, με πληγές και εσωκομματικά τραύματα, τον σκόπελο της τροπολογίας για το μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη – τον οποίο η ίδια δημιούργησε – η κυβέρνηση πασχίζει να σχεδιάσει τα επόμενα βήματά της στο κυνήγι της αυτοδυναμίας, που όσο περνάει ο καιρός φαίνεται όλο και πιο δύσκολο, έως ακατόρθωτο…
Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας βρίσκεται εκ νέου αντιμέτωπη με ένα γνώριμο, αλλά πολιτικά περίπλοκο ζήτημα: ποιος είναι ο πραγματικός αντίπαλός της στο σημερινό πολιτικό σκηνικό, δηλαδή εναντίον ποιου πρέπει να στρέψει τα πυρά της, ώστε να αυξήσει τη συσπείρωση, άρα και τα ποσοστά της.
Από τις εκλογές του 2023 και έπειτα, το κυβερνών κόμμα δυσκολεύεται να αποτυπώσει μια καθαρή στρατηγική σύγκρουσης, καθώς το πολιτικό τοπίο παραμένει ρευστό. Επισήμως, ο βασικός του ανταγωνιστής είναι το ΠΑΣΟΚ, το οποίο βρίσκεται θεσμικά στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ωστόσο, στο παρασκήνιο, ο παράγοντας Αλέξης Τσίπρας και το ενδεχόμενο νέου πολιτικού εγχειρήματος δημιουργεί μια παράλληλη πίεση που το Μέγαρο Μαξίμου δεν μπορεί να αγνοήσει.
Αυτοδυναμία ή συνεργασίες;
Καθώς η χώρα οδεύει προς τις επόμενες εκλογικές αναμετρήσεις, η Νέα Δημοκρατία προετοιμάζει τη στρατηγική της με πρωταρχικό δίλημμα: αυτοδυναμία ή κυβερνητικές συνεργασίες. Η κυβέρνηση επιδιώκει να διατηρήσει την εικόνα της σταθερότητας και να αναδείξει το επιχείρημα ότι μόνο η ΝΔ μπορεί να εξασφαλίσει συνέχεια και ασφάλεια. Ωστόσο, η επίτευξη αυτοδυναμίας προϋποθέτει ποσοστό κοντά στο 38%, ένα όριο που σήμερα φαντάζει πολύ υψηλό.
Κατά συνέπεια, το πιθανότερο σενάριο για το κυβερνών κόμμα είναι μια ισχυρή πρωτιά χωρίς κοινοβουλευτική πλειοψηφία, που θα το φέρει σε ρόλο διαμορφωτή όρων για μια πιθανή κυβέρνηση συνεργασίας. Ακόμη και τότε όμως, η προσωπική στάση του Κυριάκου Μητσοτάκη, ο οποίος διατυπώνει καθαρά την αντιπάθειά του προς κυβερνήσεις συνασπισμού, δυσκολεύει τα περιθώρια ευελιξίας.
Παρά την οικονομική σταθερότητα και την προώθηση μιας θετικής ατζέντας, με έμφαση στις φοροελαφρύνσεις και στην ενίσχυση του διαθέσιμου εισοδήματος, η Νέα Δημοκρατία δυσκολεύεται να ανακτήσει την πρωτοβουλία των κινήσεων. Το Μέγαρο Μαξίμου βλέπει μια πολιτική και δημοσκοπική στασιμότητα, η οποία απειλεί να παγιωθεί.
Το κυβερνητικό αφήγημα περί «πολιτικής σταθερότητας» εξακολουθεί να έχει απήχηση, ιδιαίτερα στα μεσαία και υψηλότερα κοινωνικά στρώματα. Όμως, το αίτημα για πολιτική αλλαγή εμφανίζεται πλειοψηφικό – απλώς μέχρι τώρα παραμένει κατακερματισμένο.
Οι εσωκομματικές ισορροπίες
Η συνοχή του κόμματος είναι ένας ακόμα κρίσιμος παράγοντας. Οι ισορροπίες στο εσωτερικό της ΝΔ βρίσκονται σε λεπτή φάση, ειδικά με την αυξανόμενη κινητικότητα στελεχών που προεξοφλούν, σιωπηρά προς το παρόν, τη «μετά Μητσοτάκη» εποχή. Πρόσωπα όπως ο Νίκος Δένδιας και ο Κωστής Χατζηδάκης εμφανίζονται στο προσκήνιο των εσωκομματικών συζητήσεων ως πιθανοί μελλοντικοί διεκδικητές.
Εάν προκύψουν εσωκομματικές αναταράξεις, η κυβέρνηση διατρέχει πραγματικό κίνδυνο να χάσει τον πυρήνα της πολιτικής αξιοπιστίας που της επιτρέπει να προβάλλει το προφίλ της σταθερότητας.
Απέναντι στη ΝΔ διαμορφώνονται δύο παράλληλες προκλήσεις:
Το μεν ΠΑΣΟΚ επιδιώκει τη δημοσκοπική του άνοδο, ώστε να αποκτήσει την «πρωτοβουλία κινήσεων», δηλαδή να επιβάλει όρους σε τυχόν μετεκλογικές διαβουλεύσεις, ο δε Αλέξης Τσίπρας ετοιμάζει το νέο του πολιτικό εγχείρημα, το οποίο θα μπορούσε να μεταβάλει τις ισορροπίες στον κεντροαριστερό χώρο και να ανατρέψει τις εκλογικές σταθερές.
Παράλληλα, το δίλημμα για την κυβέρνηση παραμένει: να πιέσει προς το Κέντρο ή να συσπειρώσει τη δεξιά βάση; Οι ταυτόχρονες κινήσεις και προς τις δύο κατευθύνσεις δυσκολεύουν την καθαρότητα του πολιτικού μηνύματος.
Από την αυτοπεποίθηση στην άμυνα
Η Νέα Δημοκρατία εισέρχεται σε μια περίοδο που δεν θυμίζει την επιθετική αυτοπεποίθηση των προηγούμενων ετών, αλλά περισσότερο φανερώνει μια διαχειριστική άμυνα. Το στοίχημα της κυβέρνησης είναι να υπενθυμίσει ότι η σταθερότητα αποτελεί πολιτικό κεκτημένο και όχι αυτονόητο γεγονός.
Ωστόσο, για να το πετύχει, χρειάζεται ξεκάθαρο πολιτικό αφήγημα, ανάκτηση της εμπιστοσύνης των μεσαίων στρωμάτων, εσωτερική πειθαρχία και, κυρίως, πολιτικές πρωτοβουλίες που μιλούν στο σύνολο της κοινωνίας και όχι μόνο στο ήδη πεισμένο 40%.
Σε αυτό το περιβάλλον, η Νέα Δημοκρατία δεν καλείται απλώς να κερδίσει μια εκλογική μάχη. Καλείται να αποδείξει ότι μπορεί ακόμη να είναι η πολιτική δύναμη που καθορίζει την ατζέντα της χώρας.