Στο επίκεντρο μιας πολύ ενδιαφέρουσας σύζευξης πολιτικών κι επιχειρηματικών πρωτοβουλιών, γεωπολιτικών εξελίξεων και στρατηγικών ισορροπιών βρίσκεται αυτή την περίοδο η Ελλάδα, καθώς σήμερα ξεκινά στην Αθήνα η μεγάλη διήμερη διατλαντική ενεργειακή σύνοδος (Partnership for Transatlantic Energy Cooperation — P-TEC) στην οποία συμμετέχουν υπουργοί και κορυφαίοι παράγοντες από ΗΠΑ και Ευρώπη. Τα όσα θα ακουστούν στη διάρκεια αυτού του διημέρου θα δείξουν καθαρά την κατεύθυνση που θα πάρει η σημερινή κατάσταση στην ανατολική Μεσόγειο, με την Ελλάδα να παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτή.
Η διοργάνωση αποσκοπεί στον επανασχεδιασμό των ενεργειακών ροών και η Ελλάδα, με υποδομές όπως αυτές της Αλεξανδρούπολης, της Ρεβυθούσας, αλλά και σχέδια για διασυνδέσεις, προβάλλει ως κρίσιμος κόμβος. Η παρουσία υψηλόβαθμων Αμερικανών αξιωματούχων και πάρα πολλών Ευρωπαίων υπουργών καταδεικνύει ότι οι στρατηγικές επιλογές της Αθήνας λαμβάνουν ευρύτερη διεθνή στήριξη.
Η τουρκική ενόχληση και οι ελληνικές απαντήσεις
Όπως είναι επακόλουθο, η σφοδρή ενόχληση της Τουρκίας δεν κρύβεται, καθώς βλέπει ότι σχεδιάζεται το ενεργειακό μέλλον της περιοχής με εκείνη απούσα, ενώ αντιλαμβάνεται ότι στην Ουάσιγκτον έχουν ληφθεί αποφάσεις που κάθε άλλο παρά ευνοούν τα τουρκικά τελεσίγραφα του τύπου «τίποτα δεν μπορεί να γίνει στο θέμα της ενεργειακής αξιοποίησης χωρίς να το εγκρίνει η Τουρκία». Η Άγκυρα έχει ήδη διατυπώσει ενστάσεις για τις παραχωρήσεις στην αμερικανική Chevron, και η ελληνική κυβέρνηση απάντησε με αποφασιστικότητα ότι τα ελληνικά κοιτάσματα και η άσκηση δικαιωμάτων έρευνας-εκμετάλλευσης είναι ζήτημα κυριαρχίας και θα προχωρήσουν χωρίς διαπραγμάτευση με την Τουρκία.
Είναι προφανές ότι η σύγκρουση περί των ερευνών δεν είναι απλά τεχνική· είναι πολιτική πρόκληση που αφορά στο διεθνές δίκαιο της θάλασσας, σε προβλήματα που δημιουργούν διάφορες αναθεωρητικές αξιώσεις και σε ευρύτερες συμμαχίες. Κρίσιμο ρόλο σε αυτό το πλαίσιο αναμένεται να διαδραματίσει η νέα πρέσβης, Κίμπερλι Γκιλφόιλ, η οποία ανήκει στον πολύ στενό κύκλο του προέδρου Τραμπ, αποτελεί προσωπική του επιλογή για την πρεσβεία της Αθήνας και έχει πολύ ψηλά στην ατζέντα της την ενεργειακή -και ταυτόχρονα γεωπολιτική- αναβάθμιση της Ελλάδας.
Άλλωστε, η Κίμπερλι Γκιλφόιλ είχε πει δημόσια, κατά την ακρόασή της στο αμερικανικό Κογκρέσο, ότι «η Ελλάδα εξελίσσεται σε πυλώνα σταθερότητας σε μια πολύπλοκη περιοχή» και ότι επιδιώκει τη «μετατροπή της Ελλάδας σε κόμβο αμερικανικού φυσικού αερίου για την κεντρική και ανατολική Ευρώπη». Το γεγονός ότι η ίδια έθεσε ως προτεραιότητες την άμυνα, την ενέργεια και τις διασυνδέσεις Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ (που εμπεριέχονται στη θεματολογία του διήμερου συνεδρίου) αποκαλύπτει ότι η αμερικανική διπλωματία τοποθετεί την Ελλάδα στον πυρήνα της περιφερειακής αναβάθμισης και όχι απλώς ως σύμμαχο εντός του ΝΑΤΟ.
Η αμερικανική ατζέντα και ο ρόλος της Ελλάδας
Επίσης, η αμερικανική ατζέντα που παρουσιάστηκε στην πρόσφατη έκθεση του State Department και συνοδεύει την άφιξη της Γκιλφόιλ, εμφανίζει την Ελλάδα ως έναν αξιόπιστο, ενεργειακό και τεχνολογικό κόμβο: LNG, πράσινη ενέργεια, data centers, επενδύσεις σε υδρογόνο και διασυνδέσεις, καθώς και ένα ανανεωμένο επενδυτικό περιβάλλον που προσελκύει εταιρείες τεχνολογίας και υπηρεσιών. Η ρητή στήριξη των ΗΠΑ σε επίπεδο πρεσβείας και υψηλόβαθμων αξιωματούχων που καταφθάνουν για τις διήμερες επαφές ενισχύει το αφήγημα μιας Αθήνας που μετατρέπεται σε «πύλη» προς την Ευρώπη για αμερικανικά κεφάλαια.
Γεωπολιτικές προεκτάσεις
Τι σημαίνουν όλα αυτά γεωπολιτικά; Πρώτον, η ενδυνάμωση του ρόλου της Ελλάδας ως ενεργειακού κόμβου αλλάζει τον χάρτη ισορροπιών στην Ανατολική Μεσόγειο· οι αμερικανικές και ευρωπαϊκές στρατηγικές δίνουν βαρύτητα σε χώρες όπως η Ελλάδα για εναλλακτικές ροές ενέργειας με πολλαπλά οφέλη (επενδύσεις, υποδομές, πολιτική επιρροή).
Δεύτερον, αυτή η αναβάθμιση συνοδεύεται από μεγαλύτερη ευθύνη και έκθεση σε γεωπολιτικούς κινδύνους. Όταν αμερικανικά ενεργειακά συμφέροντα (π.χ. Chevron) μπαίνουν σε περιοχές με όρια που η Τουρκία αυθαίρετα αμφισβητεί, η Αθήνα πρέπει να συνδυάσει τεχνοκρατική διαχείριση (διαγωνισμοί, γεωφυσικές έρευνες, νομική τεκμηρίωση) με ισχυρή διπλωματική κάλυψη (Ευρώπη, ΗΠΑ, τριμερείς συμμαχίες με Κύπρο, Αίγυπτο και Ισραήλ). Η παρουσία των ΗΠΑ δίνει αυτή τη «σκιά» προστασίας, αλλά δεν απαλλάσσει την Ελλάδα από το κόστος της έντασης με την Τουρκία.
Τρίτον, οι ελληνοτουρκικές εντάσεις γύρω από την ενέργεια δείχνουν ότι στις μέρες μας η οικονομική διπλωματία είναι περισσότερο από κάθε άλλη περίοδο συνδεδεμένη με την υψηλή πολιτική. Η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να διαχειριστεί ταυτόχρονα την προσέλκυση επενδύσεων, τη σύσφιξη σχέσεων με ΗΠΑ και Ε.Ε. και την ανάγκη αποτροπής ή αποκλιμάκωσης με την Τουρκία. Στην πράξη αυτό σημαίνει ενισχυμένη διπλωματία, συνεχή επικοινωνία με την Ε.Ε. για νομική και πολιτική στήριξη και σαφή κανονιστικά μέτρα που θα μειώνουν κινδύνους για επενδυτές.
Ένα γεωπολιτικό στοίχημα με υψηλό ρίσκο
Τέλος, η Αθήνα έχει μια μεγάλη ευκαιρία σε αυτή τη συγκυρία, την οποία ενισχύουν οι ΗΠΑ και ο διεθνής επενδυτικός κόσμος, να θεμελιώσει μια νέα γεωστρατηγική θέση. Όμως η προοπτική αυτή περνά μέσα από δύσκολες επιλογές, όπως η απαίτηση για πολιτική σταθερότητα, η επαρκής νομική τεκμηρίωση των θαλάσσιων ζωνών, οι αποτελεσματικές δημόσιες υποδομές και, πάνω απ’ όλα, σωφροσύνη στη διαχείριση των σχέσεων με την Τουρκία. Η «αναβάθμιση» δεν είναι απλώς επενδυτικό αφήγημα, είναι κυρίως γεωπολιτικό στοίχημα, και η Αθήνα δείχνει ότι έχει πάρει θέση. Η επόμενη πρόκληση είναι να το κάνει με τέτοιο τρόπο ώστε τα οφέλη να γίνουν βιώσιμα, διακριτά και ασφαλή για τη χώρα και την ευρύτερη περιφέρεια.