Με αφετηρία προσωπικές αναμνήσεις από τα πρώτα βήματα της Πληροφορικής στην Ελλάδα και με φόντο τα 30 χρόνια του ΣΕΠΕ, ο Κ. Πιερρακάκης περιγράφει τη διαδρομή της χώρας από τον ψηφιακό ουραγό στη σύγκλιση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο – και πέρα από αυτόν. Αναλύει πώς, μέσα από πολιτική βούληση, σωστό σχεδιασμό, θεσμικές παρεμβάσεις και τη συμβολή της αγοράς, τέθηκαν τα θεμέλια της ψηφιακής μεταρρύθμισης του κράτους, αξιοποιήθηκαν οι χρηματοδοτικές ευκαιρίες πριν και μετά το Ταμείο Ανάκαμψης και δρομολογήθηκαν έργα που αλλάζουν οριστικά τη σχέση κράτους–πολίτη. Τέλος, σκιαγραφεί τις προκλήσεις της επόμενης ημέρας – από τις υποδομές και τις επιχειρήσεις έως τις ψηφιακές δεξιότητες – και αναδεικνύει το ελληνικό παράδειγμα ως πηγή έμπνευσης για την Ευρώπη.
Ολόκληρη η ομιλία
Ευχαριστώ για τα τόσο θερμά λόγια και την υποδοχή. Να πω ότι αυτονοήτως και ευρισκόμενος απόψε εδώ, στο ΣΕΠΕ, αισθάνομαι σε σχεδόν οικογενειακό περιβάλλον, με τόσα γνώριμα πρόσωπα και συνεργάτες , γιατί όλη αυτή τη μεγάλη αλλαγή που συνέβη στη χώρα θα έλεγα ότι, σε πολύ μεγάλο βαθμό, την ενορχηστρώσαμε μαζί και την πετύχαμε σε ιδιαίτερα δύσκολους καιρούς. Κι έτσι μου έρχονται πολλές αναμνήσεις στο μυαλό.
Θα ξεκινήσω αναφερόμενος στις αναμνήσεις αυτές και θα ήθελα να μιλήσω και λίγο πιο προσωπικά -καθότι το περιβάλλον είναι ανάλογο.
Αναφερθήκατε, κυρία Πρόεδρε, στα 30 χρόνια του ΣΕΠΕ. Προσπαθούσα να σκεφτώ που ήμουν εγώ τότε. Λοιπόν, ως 42 ετών ξεκινούσα την Α’ Γυμνασίου στα 30 χρόνια που εσείς οι παλιότεροι ξεκινήσατε τη μεγάλη πορεία της Πληροφορικής στην Ελλάδα. Θυμάμαι να παίρνω τα πρώτα περιοδικά από το χώρο της Πληροφορικής.
Κάποιοι εκεί δίνατε συνεντεύξεις και μιλούσατε για το όραμά σας, για το πώς μπορεί η Πληροφορική να μπει στο κράτος, στις επιχειρήσεις, εγώ θυμάμαι το Pixel, το PC Master, το «Κομπιούτερ για Όλους», το RAM και όλα αυτά στο μυαλό ενός νέου παιδιού που αγαπούσε την Πληροφορική και ήθελε να την σπουδάσει, αφορούσαν πάρα πολύ και τον κόσμο και τη χώρα. Ήταν ένα παράθυρο στον κόσμο από τη μία ο χώρος των υπολογιστών, και τα παιχνίδια και όλες οι πτυχές του ψηφιακού, αλλά από την άλλη ήταν και ένα παράθυρο στο πώς αυτή η χώρα θα μπορούσε να γίνει εάν ενσωμάτωνε την πρόοδο στον πυρήνα της.
Κι έτσι, μετά από χρόνια κάνοντας μια συνολικότερη πορεία και διαδρομή, το 2019 όταν ξεκινήσαμε αυτή την πορεία -και ανέφερα ότι μέσα στην αίθουσα είναι συνεργάτες μου- θυμάμαι να ανεβαίνω στο βήμα της Βουλής στις προγραμματικές δηλώσεις του 2019 και να λέω ότι «σε τέσσερα χρόνια θα βάλουμε ένα στόχο, έστω σε ένα κομμάτι στον δείκτη DESI, στις Ψηφιακές Δημόσιες Υπηρεσίες, από τελευταίοι- προτελευταίοι να περάσουμε τον μέσο όρο». Και θυμάμαι, τότε, πολλοί από τους συνεργάτες μου, που είναι εδώ σήμερα στην αίθουσα, να με ψέγουν λέγοντας ότι «κακώς έβαλες έναν τέτοιο πήχη που πάρα πολύ δύσκολα θα μπορέσουμε να πιάσουμε».
Πίστευα πάρα πολύ στην φράση «η αισιοδοξία της βούλησης» του Αντόνιο Γκράμσι. Και «η αισιοδοξία της βούλησης» συνεπάγεται ότι αν κάτι το πιστεύεις πάρα πολύ και διαβάσεις το γήπεδο και θεωρείς ότι μπορείς να το πετύχεις, αυτό που λίγο πολύ κάνετε όλες και όλοι στις επιχειρήσεις σας, αν κάνεις Reverse Engineering, ανάστροφη δυναμική και διαβάσεις το γήπεδο σωστά, τότε μπορεί να χτίσεις ένα σχέδιο και να θεωρήσεις ότι μπορείς να φτάσεις εκεί. Και η αλήθεια είναι ότι την πρώτη ύλη την είχαμε. Είχαμε το hardware, δεν είχαμε το software. Το software ήταν το Υπουργείο, ήταν η σωστή νομοθετική μηχανική.
Ακόμα και το να μπορεί ο Υπουργός Ψηφιακής Διακυβέρνησης, Ψηφιακής Πολιτικής πιο πριν, να διαλειτουργεί τα Μητρώα του κράτους μεταξύ τους, να έχει κεντρικό έλεγχο σε θέματα που αφορούν την αποθήκευση δεδομένων, να συγκεντρώσει όλες τις ψηφιακές υπηρεσίες του κράτους μαζί. Όλα αυτά τα αυτονόητα, που κατά το 2018- 2019 στον χρόνο της προετοιμασίας τα δουλέψαμε με έναν πολύ συντεταγμένο τρόπο, ήρθαν το 2019 και ξεκίνησαν να εφαρμόζονται.
Ανέφερε πριν η Πρόεδρος το χρηματοδοτικό κομμάτι, το οποίο ξέρω μοιραία απασχολεί πολλούς από εσάς και πολλές από εσάς, ο τίτλος είναι «Μετά το Ταμείο Ανάκαμψης τι;». Η αλήθεια όμως είναι ότι έχει ενδιαφέρον να δει κανείς και το «πριν το Ταμείο Ανάκαμψης τι;». Θυμάμαι τότε να φτιάχνουμε την «Ψηφιακή Βίβλο».
Κάναμε το gap analysis του Δημοσίου: ψάχναμε να βρούμε ποια είναι όλα εκείνα τα έργα τα οποία πρέπει να γίνουν στην χώρα για να πιάσουν το 100% του χάρτη. Όχι το επιθυμητό, το αναγκαίο. Υπουργείο-Υπουργείο, δομή-δομή. Και όταν κάναμε την κοστολόγηση στα τέλη του 2019 συνειδητοποιήσαμε ότι είχαμε κάπου το 20% με 25% του απαιτούμενου budget. Μέσα από το πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, μέσα από το τότε ΕΣΠΑ και το πώς αυτό είχε διαμορφωθεί.
Στην πορεία ήρθε ο COVID-19. Στην πορεία ήρθε το Ταμείο Ανάκαμψης, άλλαξαν πάρα πολλά στον σχεδιασμό μας. Οι χρηματοδοτικές δυνατότητες του Ταμείου Ανάκαμψης μάς επέτρεψαν να φύγουμε από τη σφαίρα του αναγκαίου και να μπούμε στο πεδίο του επιθυμητού και να γίνουν και πολλά έργα της νέας φάσης, τα οποία ήταν προαπαιτούμενο να γίνουν. Αλλά ξέρετε τι έχει ενδιαφέρον; Η σύγκλιση με το δείκτη, το να πιάσουμε τον μέσο όρο, το πετύχαμε εν πολλοίς, με επέκταση προηγούμενων έργων ή με μικρά έργα. Γιατί κατά την πρώτη τετραετία, στην πραγματικότητα, δημοπρατήθηκαν έργα τα οποία ξεκινούν να παραδίδονται τώρα.
Αυτό τι μου λέει; Τι πρέπει να μας πει; Ότι έχουμε περάσει τον μέσο όρο αυτή τη στιγμή. Αλλά μόλις όλα αυτά τα έργα τα οποία πολλές από τις επιχειρήσεις που τα έχουν αναλάβει βρίσκονται σε αυτή την αίθουσα σήμερα, παραδοθούν, τότε θα διαπιστώσουμε ότι η Ελλάδα θα έχει περάσει από, περίπου, τον μέσο όρο, ενδεχομένως στην πρώτη δεκάδα - αν όχι στην πρώτη πεντάδα των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίες να έχουν καταφέρει να ενσωματώσουν την έννοια του ψηφιακού στις δημόσιες υπηρεσίες τους.
Φυσικά, όπως είπε και πριν η Πρόεδρος δεν είναι αυτή η μόνη πτυχή της ψηφιακής πολιτικής, όπως ξέρουμε είναι κι άλλες. Στις ασύρματες επικοινωνίες είμαστε από τους πρωτοπόρους με τη μετάβαση του 5G, στη σταθερή έχουμε ακόμα πολλές προκλήσεις. Και βέβαια έχουμε τις σταθερές προκλήσεις της ενσωμάτωσης των ψηφιακών μέσων στον ιδιωτικό τομέα με δεδομένο το πλήθος των μικρομεσαίων επιχειρήσεων που έχουμε στη χώρα μας, που βασικά αυξάνει την κλίμακα της πρόκλησης. Και έχουμε και την πρόκληση του ανθρωπίνου δυναμικού, δηλαδή να μπορέσουμε να ενσωματώσουμε βασικές ή και ενδελεχείς ψηφιακές δεξιότητες στο σύνολο του πληθυσμού. Αυτός είναι λίγο-πολύ ο χάρτης του τι έχουμε μπροστά μας, αλλά από την άλλη το γεγονός ότι έχουμε πετύχει αυτό το πολύ μεγάλο άθλο -θα το πω- μέσα σε λίγα χρόνια πρέπει να μας πει κάτι για τις δυνατότητες που έχουν όλοι οι άνθρωποι που βρίσκονται σε αυτή την αίθουσα μόλις υπάρξει η βούληση, το σχέδιο και ελαφρώς και η συναστρία.
Όλα αυτά συνέβησαν μαζί, τα πετύχαμε και το βίωσα πολύ ξεκάθαρα και πολύ έντονα και τις τελευταίες εβδομάδες, κατά τη διάρκεια της υποψηφιότητάς μου για την προεδρία του Eurogroup γυρνώντας πολλές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, όταν ειδικά στα γερμανικά μέσα ενημέρωσης διάβαζα το πόσο πολύ έχει εισπραχθεί αυτή η αλλαγή η οποία έχει γίνει στη χώρα. Δείτε και στον Economist εάν διαβάσατε ένα σχετικό άρθρο.
Δηλαδή, υπήρχε η αίσθηση ότι πόσο πιο ενδιαφέρον είναι το μήνυμα, όχι της χώρας η οποία ξεκίνησε και εξ αρχής το έχτισε σωστά, πχ η Εσθονία, αλλά μιας χώρας η οποία στην πραγματικότητα ήταν ο απόλυτος ουραγός και κατάφερε κάνοντας το σωστό βήμα-βήμα, και υλοποιώντας το, να περάσει τον μέσο όρο σε τέσσερα χρόνια και να είναι σε μια πάρα πολύ καλή διαδρομή για να πετύχει κάτι καλύτερο. Και αυτό το μάθημα είναι πολύ πιο ενδιαφέρον, ενδεχομένως, για εκείνον ο οποίος θέλει να εμπνευστεί, εγώ θα πω, από αυτό. Γιατί στην πραγματικότητα σε αυτά τα θέματα δεν μπορείς απλώς να λες στον άλλο τι να κάνει. Δεν έχει και πολύ νόημα. Γιατί κάθε χώρα είναι μοναδική στην υφή της ή στη δική της αρχιτεκτονική. Αλλά σίγουρα μπορεί να εμπνέεται ο ένας από τον άλλον.