Τις προκλήσεις και τις προοπτικές της ευρωπαϊκής και ελληνικής οικονομίας στη μετά το Ταμείο Ανάκαμψης εποχή αναλύει ο Κυριάκος Πιερρακάκης, Πρόεδρος του Eurogroup και Υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, σε εκτενή συνέντευξή του στην Καθημερινή και τη δημοσιογράφο Ειρήνη Χρυσολωρά, θέτοντας στο επίκεντρο την ανταγωνιστικότητα, τις επενδύσεις και τη θεσμική αποτελεσματικότητα. Ο κ. Πιερρακάκης αναφέρεται στον ρόλο της Ευρώπης στον διεθνή ανταγωνισμό, στη σημασία της παραγωγικότητας και του βάθους των κεφαλαιαγορών, καθώς και στο μήνυμα που μπορεί να εκπέμψει η ελληνική εμπειρία μεταρρυθμίσεων και δημοσιονομικής σταθερότητας.
Παράλληλα, παρουσιάζει τη στρατηγική της κυβέρνησης για τη διατήρηση της αναπτυξιακής δυναμικής μετά το 2026, εστιάζοντας στον καθοριστικό ρόλο των ιδιωτικών και ξένων επενδύσεων, στη σταδιακή σύγκλιση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και σε κρίσιμα ζητήματα οικονομικής πολιτικής, όπως το στεγαστικό, η αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας και οι δημοσιονομικές ισορροπίες ενόψει προεκλογικού έτους. Η συνέντευξη αποτυπώνει τις βασικές κατευθύνσεις της οικονομικής πολιτικής των επόμενων ετών, με έμφαση στη βιώσιμη ανάπτυξη, την κοινωνική συνοχή και τη διατήρηση της αξιοπιστίας της χώρας.
Η συνέντευξη
Η οικονομία μετά το Ταμείο Ανάκαμψης
Ανησυχείτε για το μέλλον της Ευρώπης; Τι θα επιδιώξετε ως νέος πρόεδρος του Eurogroup ώστε να έχει ελπίδες στον διεθνή ανταγωνισμό;
Η Ευρώπη δεν έχει την πολυτέλεια του εφησυχασμού ή της απαισιοδοξίας. Βρίσκεται σε μια περίοδο μεγάλων γεωοικονομικών ανακατατάξεων και ο διεθνής ανταγωνισμός γίνεται πιο έντονος. Αυτός δεν είναι λόγος ανησυχίας, είναι λόγος να κινηθούμε ταχύτερα και πιο αποφασιστικά.
Η Ευρώπη αντιμετωπίζει προκλήσεις σε τρεις κρίσιμες διαστάσεις: στην παραγωγικότητα, στο βάθος των κεφαλαιαγορών και στην ταχύτητα λήψης αποφάσεων. Εκεί πρέπει να εστιάσουμε. Πρώτον, με πολιτικές που ενισχύουν τις επενδύσεις σε καινοτομία, ψηφιακές υποδομές, ενέργεια και δεξιότητες. Δεύτερον, με πραγματική πρόοδο στην Ένωση Αποταμιεύσεων και Επενδύσεων, ώστε οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις να χρηματοδοτούνται εντός Ευρώπης και να μη στρέφονται αλλού. Και τρίτον, με θεσμική αποτελεσματικότητα, με λιγότερη γραφειοκρατία και περισσότερη αξιοπιστία στους κοινούς κανόνες.
Παράλληλα, πρέπει να είμαστε ρεαλιστές. Ο διεθνής ανταγωνισμός δεν κερδίζεται με παραβίαση των κανόνων που διασφαλίζουν τη σταθερότητα. Κερδίζεται με μεταρρυθμίσεις που αυξάνουν την παραγωγικότητα, με επενδυτική ασφάλεια και με συνέπεια στους κανόνες που όλοι έχουμε συμφωνήσει.
Η εμπειρία χωρών όπως η Ελλάδα δείχνει ότι όταν συνδυάζεις σταθερά δημόσια οικονομικά, μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις, μπορείς να ανακτήσεις αξιοπιστία και δυναμική. Αυτό είναι ένα μήνυμα που έχει αξία για ολόκληρη την Ευρώπη.
Το τέλος του Ταμείου Ανάκαμψης και η επόμενη μέρα
Το 2026 είναι η τελευταία χρονιά του Ταμείου Ανάκαμψης και οι προβλέψεις, συμπεριλαμβανομένης της δικής σας στον Πολυετή Δημοσιονομικό Προγραμματισμό, προβλέπουν υποχώρηση του ρυθμού ανάπτυξης στη συνέχεια. Σας προβληματίζει αυτό;
Το τέλος του Ταμείου Ανάκαμψης δεν σηματοδοτεί το τέλος της ανάπτυξης. Η Ελλάδα περνά από την εποχή των έκτακτων εργαλείων στην εποχή της κανονικής, βιώσιμης και αυτοτροφοδοτούμενης ανάπτυξης. Αυτό είναι το πραγματικό στοίχημα, και αυτό ακριβώς είναι που σκοπεύουμε να κερδίσουμε.
Το 2026 είναι χρονιά υψηλών εκταμιεύσεων, με περίπου 7,2 δισ. ευρώ σε επιχορηγήσεις και πάνω από 6,9 δισ. ευρώ σε δάνεια από το Ταμείο Ανάκαμψης. Αυτοί οι πόροι πράγματι δεν επαναλαμβάνονται, αλλά η οικονομία δεν μένει χωρίς «καύσιμα».
Η ανάπτυξη διασφαλίζεται, πρώτα απ’ όλα, μέσα από τη σταθερή αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων, που είναι καταλύτης της ανταγωνιστικότητας και ο πιο αξιόπιστος δείκτης εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία. Συνεχίζεται, επίσης, μέσω ενός ισχυρού Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων.
Το Αναπτυξιακό Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων ανέρχεται σε 16,7 δισ. ευρώ για το 2026, ποσό τριπλάσιο από το 2019, ενώ το Εθνικό Πρόγραμμα Ανάπτυξης 2026–2030 είναι το μεγαλύτερο στην ιστορία της Ελλάδας, με συνολικό προϋπολογισμό 22,4 δισ. ευρώ. Καλύπτει ένα ευρύ φάσμα παρεμβάσεων σε στρατηγικές προτεραιότητες, όπως οι υποδομές, οι μεταφορές, η ενίσχυση των ιδιωτικών επενδύσεων, η ψηφιακή και πράσινη μετάβαση, η τεχνητή νοημοσύνη και η ενίσχυση της ανθεκτικότητας σε κρίσεις.
Την ίδια ώρα, η χώρα εξασφαλίζει νέους ευρωπαϊκούς πόρους άνω των 8 δισ. ευρώ για την περίοδο 2026–2032, μέσω του Κοινωνικού Κλιματικού Ταμείου, του Ταμείου Εκσυγχρονισμού και του Ταμείου Απανθρακοποίησης Νήσων, που στηρίζουν την κοινωνική συνοχή, την πράσινη μετάβαση και την ανάπτυξη σε κάθε γωνιά της χώρας.
Και, βεβαίως, υπάρχει κάτι που υπερβαίνει ποιοτικά την απλή ποσοτική αποτύπωση: είναι το «μεταρρυθμιστικό πλεόνασμα» που μας μένει από τα έργα που υλοποιούνται. Έργα που διαμορφώνουν τις προϋποθέσεις για διαρκή ανάπτυξη, μέσα από τον εκσυγχρονισμό της Δικαιοσύνης, την ψηφιοποίηση του κράτους και τη βελτίωση του επενδυτικού περιβάλλοντος.
Κατά κεφαλήν ΑΕΠ και σύγκλιση
Τελικά, θα πλησιάσουμε ποτέ το μέσο κατά κεφαλήν ΑΕΠ της ΕΕ ή θα βρεθούμε πίσω κι από τη Βουλγαρία;
Η Ελλάδα βρίσκεται σήμερα στο 70% του μέσου όρου της ΕΕ στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε όρους αγοραστικής δύναμης, από 66% που το παραλάβαμε. Από το 2019 έως το 2026, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε σταθερές τιμές αυξήθηκε κατά 15,7% στην Ελλάδα, έναντι 5,3% στην Ευρωζώνη.
Η σύγκλιση είναι για πρώτη φορά ορατή, με αναγκαία προϋπόθεση να μην υπονομευτεί η οικονομική και πολιτική σταθερότητα η οποία έχει κατακτηθεί τα τελευταία έξι χρόνια.
Ιδιωτικές και greenfield επενδύσεις
Οι ιδιωτικές επενδύσεις, περιλαμβανομένων των ξένων άμεσων επενδύσεων, αυξήθηκαν μεν τα τελευταία χρόνια, αλλά υπάρχουν ερωτήματα για το περιεχόμενό τους. Πολλές κατοικίες, κάποιες εξαγορές ήδη υφιστάμενων επιχειρήσεων. Γιατί δεν έχουμε αρκετές greenfield επενδύσεις και τι πρέπει να γίνει για να τις αυξήσουμε;
Οι greenfield επενδύσεις είναι, από τη φύση τους, οι πιο απαιτητικές. Χρειάζονται μεγάλο αρχικό κεφάλαιο, χρόνια ωρίμανσης και πλήρη έκθεση σε αδειοδοτικό, τεχνολογικό και μακροοικονομικό ρίσκο. Δεν συγκρίνονται με το real estate ή τις εξαγορές υφιστάμενων επιχειρήσεων, που αποδίδουν γρηγορότερα και με πολύ μικρότερη αβεβαιότητα.
Ακριβώς γι’ αυτό, μετά από μια δεκαετία κρίσης, το πρώτο κύμα επενδύσεων που επιστρέφει σε μια οικονομία δεν είναι ποτέ οι greenfield. Είναι εκείνες που «τεστάρουν» το περιβάλλον. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι από το 2019 και μετά το κράτος δουλεύει συστηματικά για να μειώσει το ρίσκο των παραγωγικών επενδύσεων: σταθερότερο φορολογικό πλαίσιο, χαμηλότεροι συντελεστές, ψηφιοποίηση του κράτους.
Το αποτέλεσμα αρχίζει να φαίνεται. Οι ιδιωτικές επενδύσεις αυξάνονται με ρυθμούς 5,7% το 2025 και 10,2% το 2026, ενώ η Ελλάδα καλύπτει σταδιακά ένα μεγάλο μέρος του επενδυτικού κενού της κρίσης.
Το πιο κρίσιμο στοιχείο, όμως, είναι η αλλαγή στη σύνθεση των επενδύσεων. Το 2026 οι συνολικές επενδύσεις εκτιμώνται στα 46 δισ. ευρώ, με το 61% να προέρχεται από τον ιδιωτικό τομέα. Μέχρι το 2029, θα φτάσουν τα 51,7 δισ. ευρώ, με τις ιδιωτικές επενδύσεις να αντιστοιχούν στο 78%, αποτυπώνοντας έναν σαφή δομικό μετασχηματισμό: λιγότερη εξάρτηση από το Δημόσιο, περισσότερη παραγωγική πρωτοβουλία.
Στην μεγάλη αύξηση επενδύσεων που παρατηρούμε στην χώρα μας μετά το 2019, καθοριστικός είναι και ο ρόλος των άμεσων ξένων επενδύσεων. Τα προηγούμενα έξι χρόνια (2019–2024) οι άμεσες ξένες επενδύσεις ξεπέρασαν τα 32 δισ. ευρώ, ποσό μεγαλύτερο από το σύνολο των προηγούμενων δεκαεπτά ετών (2002–2018). Το 2025 φαίνεται ότι θα έχουμε μια ακόμη πολύ καλή χρονιά, καθώς στο πρώτο δεκάμηνο του έτους έφτασαν τα 10,3 δισ. ευρώ, ποσό σημαντικά υψηλότερο από το σύνολο του 2022, όταν και καταγράφηκε ρεκόρ άμεσων ξένων επενδύσεων.
Το στεγαστικό και ο Φορέας Απόκτησης και Επαναμίσθωσης
Σχετικά με το στεγαστικό, πέρα από τα μέτρα για την αύξηση της προσφοράς που ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός, υπάρχει η εκκρεμότητα του Φορέα Απόκτησης και Επαναμίσθωσης Ακινήτων. Τι να περιμένουν οι ενδιαφερόμενοι;
Πρόκειται για μία ακόμη εκκρεμότητα που κλείνει πριν από το τέλος του έτους, ενδεχομένως ακόμη και αύριο, οπότε αναμένεται να δημοσιευθεί η προκήρυξη για την τελική φάση του διαγωνισμού, δηλαδή για την υποβολή δεσμευτικών προσφορών για τον ανάδοχο του Φορέα Απόκτησης και Επαναμίσθωσης Ακινήτων. Είναι ένα κρίσιμο εργαλείο κοινωνικής πολιτικής που δίνει πραγματική δεύτερη ευκαιρία στους ευάλωτους οφειλέτες και διασφαλίζει την προστασία της κύριας κατοικίας τους ακόμη και σε περιπτώσεις πτώχευσης ή αναγκαστικής εκτέλεσης.
Ο Φορέας θα αποκτά την κατοικία και θα την επαναμισθώνει στον πολίτη, με κρατική επιδότηση του ενοικίου και με σαφές, θεσμοθετημένο δικαίωμα επαναγοράς, εφόσον βελτιωθεί η οικονομική του κατάσταση.
Στόχος μας είναι ο Φορέας να τεθεί σε πλήρη λειτουργία εντός του πρώτου εξαμήνου του έτους. Μέχρι τότε, το Ενδιάμεσο Πρόγραμμα στήριξης παραμένει σε ισχύ, αναστέλλοντας τη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης της κύριας κατοικίας και παρέχοντας κρατική επιδότηση της δόσης του δανείου έως και 210 ευρώ.
Αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας και ΕΤΑΔ
Έχετε μιλήσει κατ’ επανάληψιν για την ανάγκη αξιοποίησης της περιουσίας του Δημοσίου. Τι περιλαμβάνει ο προγραμματισμός για το 2026 και πώς προχωρά ειδικότερα το σχέδιο για την αξιοποίηση των ακινήτων της ΕΤΑΔ;
Η αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας είναι ένα εργαλείο οικονομικής πολιτικής που συνδέεται άμεσα με την ανάπτυξη, τις επενδύσεις και τη βελτίωση της καθημερινότητας των πολιτών.
Ο προγραμματισμός για το 2026 εστιάζει σε τρεις κατευθύνσεις:
- στη συστηματική καταγραφή και ωρίμανση της δημόσιας περιουσίας, ώστε να γνωρίζουμε με ακρίβεια τι διαθέτουμε και τι μπορεί ρεαλιστικά να αξιοποιηθεί·
- στη μετάβαση από την παθητική διαχείριση στη δημιουργία αξίας, με μακροχρόνιες μισθώσεις, συμπράξεις και στοχευμένες επενδύσεις·
- και, τέλος, στη διασύνδεση της αξιοποίησης με ευρύτερους αναπτυξιακούς στόχους, όπως ο τουρισμός υψηλής προστιθέμενης αξίας, η αστική αναζωογόνηση και η τοπική ανάπτυξη.
Το κρίσιμο στοιχείο είναι ότι η δημόσια περιουσία αντιμετωπίζεται πλέον ως αναπτυξιακό κεφάλαιο και όχι σαν αδρανές βάρος.
Προεκλογικό έτος και δημοσιονομική ισορροπία
Το 2026 είναι ένα προεκλογικό έτος και λογικά αναμένονται παροχές και εξαγγελίες. Εσείς τι νομίζετε ότι πρέπει να υποσχεθεί η κυβέρνηση, με βάση τις δυνατότητες και τις ανάγκες της ελληνικής οικονομίας;
Έχουμε αποδείξει τα τελευταία χρόνια ότι μπορούμε ταυτόχρονα να στηρίζουμε την κοινωνία μέσα από ισχυρά πλεονάσματα, τα οποία προκύπτουν από τον περιορισμό της φοροδιαφυγής και το μέρισμα της ανάπτυξης, και την ίδια ώρα να θωρακίζουμε τα θεμέλια της οικονομίας και της δημοσιονομικής σταθερότητας.
Μάθαμε στα πολύ δύσκολα χρόνια της κρίσης τι σημαίνει να μην έχεις σταθερότητα και δεν πρόκειται να επιστρέψουμε σε εκείνες τις πρακτικές. Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι το 2026 είναι προεκλογική χρονιά, μπορώ να σας πω με σαφήνεια ότι θα γίνουν όλες εκείνες οι ενέργειες που απαιτούνται ώστε να διασφαλιστεί η κοινωνική συνοχή και η αναπτυξιακή δυναμική της χώρας, τηρώντας πάντοτε τη δημοσιονομική ισορροπία.