Νέα ιστορικά υψηλά σε αφίξεις και τουριστικά έσοδα σημείωσε ο ελληνικός τουρισμός το 2024, επιβεβαιώνοντας τη δυναμική που ανέπτυξε μετά την πανδημία και τον κομβικό του ρόλο στην ελληνική οικονομία. Ωστόσο, πίσω από τους εντυπωσιακούς αριθμούς, η εικόνα δεν είναι απολύτως ομοιογενής, καθώς βασικοί ποιοτικοί δείκτες –όπως οι διανυκτερεύσεις και η μέση διάρκεια παραμονής– εξακολουθούν να υποχωρούν σε σύγκριση με το 2019.
Η εξέλιξη αυτή καταδεικνύει ότι η αύξηση του όγκου των επισκεπτών δεν μεταφράζεται αυτομάτως σε αντίστοιχη ενίσχυση της παραμονής και της χωρικής διασποράς της τουριστικής δραστηριότητας, στοιχείο που επαναφέρει στο προσκήνιο τη συζήτηση για το αναπτυξιακό μοντέλο του ελληνικού τουρισμού.
Μεταξύ των κυρίαρχων τάσεων της περιόδου ξεχωρίζουν τα περισσότερα αλλά μικρότερης διάρκειας ταξίδια, η ενίσχυση του διεθνούς brand της Ελλάδας στις μεγάλες αγορές της Δυτικής Ευρώπης, η έντονη άνοδος της κρουαζιέρας και η σταδιακή βελτίωση της εποχικότητας, με μετακίνηση μέρους της ζήτησης εκτός της παραδοσιακής αιχμής του καλοκαιριού.
Παράλληλα, ιδιαίτερη βαρύτητα αποκτά η εντυπωσιακή ενίσχυση των τουριστικών μεγεθών στην Αττική και την Αθήνα, οι οποίες λειτουργούν πλέον ως αυτόνομοι προορισμοί city break και ως βασική πύλη εισόδου για ταξιδιώτες υψηλής δαπάνης.
Τα μεγέθη: Ρεκόρ εσόδων, πίεση στις διανυκτερεύσεις
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζα της Ελλάδος, οι τουριστικές εισπράξεις –εξαιρουμένης της κρουαζιέρας– αυξήθηκαν το 2024 κατά 16,5% σε σύγκριση με το 2019, φτάνοντας τα 20,59 δισ. ευρώ. Οι αφίξεις ενισχύθηκαν κατά 14,7%, αγγίζοντας τα 35,95 εκατ. ταξιδιώτες, επιβεβαιώνοντας τη συνεχιζόμενη ελκυστικότητα της χώρας.
Την ίδια στιγμή, οι διανυκτερεύσεις παρουσίασαν οριακή μείωση κατά 0,6%, ενώ η μέση διάρκεια παραμονής περιορίστηκε στις 6,4 ημέρες, καταγράφοντας πτώση 13,3% σε σχέση με την προ πανδημίας περίοδο. Το στοιχείο αυτό αποτυπώνει μια σαφή μεταβολή στη συμπεριφορά των επισκεπτών, με πιο σύντομα και συχνά ταξίδια.
Αττική και Ήπειρος ξεχωρίζουν στον χάρτη
Η Αττική αναδεικνύεται στον αδιαμφισβήτητο «πρωταγωνιστή» της πενταετίας, καταγράφοντας τη μεγαλύτερη συμβολή στη συνολική αύξηση των τουριστικών μεγεθών. Οι εισπράξεις τείνουν να διπλασιαστούν σε σχέση με το 2019, ξεπερνώντας τα 4,75 δισ. ευρώ, ενώ ιδιαίτερα εντυπωσιακή είναι και η αύξηση των διανυκτερεύσεων, σε αντίθεση με τη συνολική εικόνα της χώρας.
Σημαντικές διψήφιες αυξήσεις και στα τρία βασικά μεγέθη εμφανίζει και η Ήπειρος, αν και με σαφώς μικρότερη απόλυτη δυναμική. Αντίθετα, απώλειες σε αφίξεις, εισπράξεις και διανυκτερεύσεις καταγράφουν Περιφέρειες όπως η Ανατολική Μακεδονία – Θράκη, η Πελοπόννησος, η Θεσσαλία και η Δυτική Μακεδονία, αναδεικνύοντας τις έντονες περιφερειακές ανισότητες του τουριστικού χάρτη.
Αλλαγή μίγματος αγορών και άνοδος της κρουαζιέρας
Καθοριστικό ρόλο στην αύξηση των εσόδων έπαιξε η αλλαγή στο μίγμα των αγορών, με τις αγορές υψηλής δαπάνης –Γερμανία, Ηνωμένο Βασίλειο, ΗΠΑ, Γαλλία και Ιταλία– να ενισχύουν το μερίδιό τους. Ενδεικτικό της τάσης είναι ότι οι συνολικές εισπράξεις από τις ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένης της κρουαζιέρας, αυξήθηκαν κατά 746 εκατ. ευρώ, αντιπροσωπεύοντας σημαντικό μέρος της συνολικής ανόδου.
Η κρουαζιέρα κατέγραψε εντυπωσιακή ανάπτυξη, με τα έσοδα να υπερβαίνουν το 1 δισ. ευρώ το 2024 από 499 εκατ. ευρώ το 2019, ενώ οι αφίξεις αυξήθηκαν από 2,7 σε 4,7 εκατ. ταξιδιώτες, ενισχυμένες και από τις περισσότερες απευθείας αεροπορικές συνδέσεις με τις ΗΠΑ.
Οι προκλήσεις της επόμενης ημέρας
Τα παραπάνω συμπεράσματα αποτυπώνονται στην Ετήσια Έκθεση Ελληνικού Τουρισμού 2024 και στις αναλύσεις για τις 13 Περιφέρειες που εκπόνησε το ΙΝΣΕΤΕ, όπου αναδεικνύονται και οι κρίσιμες προκλήσεις που καλείται να αντιμετωπίσει ο κλάδος.
Μεταξύ αυτών ξεχωρίζουν η κλιματική αλλαγή και τα ακραία καιρικά φαινόμενα, οι υψηλές φορολογικές επιβαρύνσεις και το Τέλος Κλιματικής Αλλαγής, η ανάγκη για επενδύσεις σε ανθεκτικές υποδομές, αλλά και η απουσία σαφούς και αποτελεσματικού χωροταξικού σχεδιασμού. Παράλληλα, κρίσιμη θεωρείται η επιτάχυνση του ψηφιακού μετασχηματισμού, η αναβάθμιση της εκπαίδευσης και της κατάρτισης των εργαζομένων και η εφαρμογή στρατηγικών βιώσιμης ανάπτυξης σε επίπεδο προορισμών.
Ο γενικός διευθυντής του ΙΝΣΕΤΕ, Ηλίας Κικίλιας, επισημαίνει ότι η διατήρηση της δυναμικής του ελληνικού τουρισμού και το 2025 προϋποθέτει στρατηγικό σχεδιασμό, επαρκείς υποδομές και ορθολογική φορολογική πολιτική, ώστε να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα και να διασφαλιστούν ουσιαστικά οφέλη για τις τοπικές κοινωνίες.