Τις επιδόσεις της Vodafone Ελλάδας, τις μελλοντικές της προτεραιότητες, καθώς και το επενδυτικό πλάνο για την περίοδο 2024-2029, ύψους 1 δισ. ευρώ, παρουσίασε ο Αχιλλέας Κανάρης, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας. Ο ίδιος ξεκαθάρισε ότι ο Όμιλος Vodafone δεν έχει κανένα σχέδιο αποεπένδυσης από την ελληνική αγορά.
«Η ελληνική αγορά θεωρείται ελκυστική και προσοδοφόρα για τον όμιλο, ενώ έχει και σημαντικές προοπτικές», υπογράμμισε ο κ. Κανάρης. Παράλληλα, τόνισε ότι ο ρόλος του ως CEO δεν έχει στόχο την πώληση της Vodafone Ελλάδας. Οι προτεραιότητες της εταιρείας επικεντρώνονται στην ανάπτυξη δικτύων οπτικών ινών, στην ανάληψη έργων ΤΠΕ αλλά και στη συμμετοχή της σε αμυντικά έργα, ενώ κρίσιμη θεωρείται και η επέκταση των όρων διάθεσης του φάσματος 5G.
Κατά την πρώτη του επίσημη ενημέρωση προς εκπροσώπους των ΜΜΕ, ο κ. Κανάρης παρουσίασε το στρατηγικό σχέδιο της Vodafone Ελλάδας, με στόχο να μετατραπεί σε ηγέτη στην τεχνολογική εμπειρία για όλη την οικογένεια. Το πλάνο αυτό βασίζεται στη σύγκλιση συνδεσιμότητας, περιεχομένου, συσκευών και υπηρεσιών σε ένα ενιαίο οικοσύστημα που ανταποκρίνεται στις ανάγκες του σύγχρονου χρήστη.
Σύγχρονες υποδομές και πανελλαδική κάλυψη
«Προσφέρουμε σε κάθε πολίτη και επιχείρηση στην Ελλάδα τεχνολογικές λύσεις που κάνουν την καθημερινότητά τους καλύτερη. Δημιουργούμε ένα νέο μοντέλο εμπειρίας για τους πελάτες μας και επενδύουμε σε σύγχρονες υποδομές και ψηφιακές υπηρεσίες, που δεν ακολουθούν απλώς τις εξελίξεις, τις διαμορφώνουν. Στηρίζουμε με πράξεις την κοινωνία, την οικονομία και το περιβάλλον, και προχωράμε με αυτοπεποίθηση στην επόμενη ημέρα της Vodafone» δήλωσε ο κ. Κανάρης.
Η εταιρεία, είπε, συνεχίζει με συνέπεια το επενδυτικό της πλάνο ύψους 1 δισ. ευρώ μέχρι το 2029, για την επέκταση των υποδομών FTTH σε 850.000 γραμμές έως το 2028 και την επιτάχυνση της ανάπτυξης του 5G με στόχο πληθυσμιακή κάλυψη 96% έως τον Μάρτιο του 2026. Παράλληλα, εστιάζει στη βελτιστοποίηση της εμπειρίας των πελατών, την αναβάθμιση των σημείων επαφής και την ενίσχυση της παρουσίας της στην αγορά ICT, ειδικά σε ό,τι αφορά την ψηφιοποίηση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Η Vodafone Ελλάδας λειτουργεί σήμερα το πιο αποδοτικό και αξιόπιστο δίκτυο στην ιστορία της. Στη σταθερή τηλεφωνία διαθέτει 360.000 εμπορικά διαθέσιμες γραμμές FTTH, με ακόμη 140.000 σε προχωρημένο στάδιο υλοποίησης, οι οποίες αναμένεται να ενεργοποιηθούν έως το τέλος του έτους. Αξιοσημείωτη, επίσης, είναι η αναβάθμιση της ποιότητας της υπηρεσίας σε 10 νησιά του Αιγαίου και Ιονίου Πελάγους που διασυνδέονται με το ιδιόκτητο υποθαλάσσιο καλώδιο της με νοικοκυριά και τοπικές επιχειρήσεις να έχουν τη δυνατότητα πρόσβασης σε ταχύτητες έως 1 Gbps.
Στρατηγικός ρόλος σε ψηφιοποίηση, κοινωνία και περιβάλλον
Επιπλέον, όπως ανέφερε, η Vodafone πρωτοστατεί στη διεθνή διασυνδεσιμότητα της Ελλάδας, έχοντας ολοκληρώσει την προσαιγιάλωση των διεθνών καλωδίων India-Europe Express και 2Africa στον ιδιόκτητο σταθμό της εταιρείας στο Τυμπάκι Κρήτης, και ενισχύοντας τη θέση της χώρας μας στον διεθνή ψηφιακό χάρτη.
Παράλληλα, στην κινητή το Vodafone 5G Network καλύπτει πλέον πάνω από το 94% του πληθυσμού, προσφέροντας ενισχυμένη ποιότητα και ταχύτητα σύνδεσης στους συνδρομητές του. Η κάλυψη 5G περιλαμβάνει 247 πόλεις σε όλη την Ελλάδα, ανάμεσά τους όλες οι πρωτεύουσες των περιφερειών, τουλάχιστον οι δεύτερες και τρίτες σε πληθυσμό πόλεις ανά περιφερειακή ενότητα, καθώς και 70 νησιά. Η Vodafone έχει αυξήσει τους σταθμούς βάσης, βελτιώνοντας την κάλυψη σε απομακρυσμένες και δύσβατες περιοχές, ενώ παράλληλα αναβάθμισε υφιστάμενες υποδομές με νέες τεχνολογίες για τη βελτίωση της ποιότητας, ενώ εξακολουθεί να ενισχύει το δίκτυό της σε κομβικές υποδομές, όπως λιμάνια, αεροδρόμια, πλοία και μεγάλους οδικούς άξονες.
Ενισχυμένες επιδόσεις και αύξηση της εμπιστοσύνης στη λιανική
Στην κινητή τηλεφωνία παρατηρείται συνεχής ενίσχυση της εμπιστοσύνης των καταναλωτών, με αυξανόμενη μετακίνηση συνδρομητών από την καρτοκινητή σε προγράμματα συμβολαίου, ενώ ανανεωμένες συνδυαστικές προτάσεις αξίας και εξατομικευμένες εμπειρίες οδηγούν σε ισχυρότερη σχέση με τον πελάτη. Παρά την πίεση που δέχεται η αγορά καρτοκινητής συνολικά, η Vodafone ενισχύει την απόδοσή της, τόσο στην εγχώρια αγορά όσο και στους επισκέπτες εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Στον τομέα της σταθερής τηλεφωνίας και των ευρυζωνικών υπηρεσιών, η εταιρεία, όπως είπε, παρουσιάζει σταθερή ανάπτυξη, χάρη στη διείσδυση προηγμένων τεχνολογιών πρόσβασης, όπως οι υποδομές NGA και οι υπηρεσίες οπτικής ίνας. Παράλληλα, το Vodafone TV συνεχίζει την ανοδική του πορεία, καταγράφοντας αύξηση στη βάση συνδρομητών της και εδραιώνοντας τη θέση της στην ελληνική αγορά περιεχομένου ως η κορυφαία πλατφόρμα ποιοτικού περιεχομένου ψυχαγωγίας για όλη την οικογένεια.
Η Vodafone Ελλάδας, ανέφερε ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος, ενδυναμώνει συνεχώς τον ρόλο της ως τεχνολογικός συνεργάτης για επιχειρήσεις κάθε μεγέθους. Μέσα από ένα στρατηγικό οικοσύστημα συνεργασιών με κορυφαίες εταιρείες τεχνολογίας, εμπλουτίζει το χαρτοφυλάκιό της με λύσεις αιχμής σε τομείς όπως η Τεχνητή Νοημοσύνη, το cloud, η κυβερνοασφάλεια, το Internet of Things και οι υπηρεσίες ολοκληρωμένης συνδεσιμότητας. Οι λύσεις IoT και ICT της εταιρείας σημείωσαν ετήσια αύξηση άνω του 21%, αποδεικνύοντας την αυξανόμενη εμπιστοσύνη των εταιρικών πελατών. Αναγνωρίζεται ως στρατηγικός συνεργάτης της Πολιτείας, έχοντας αναλάβει, την τελευταία τριετία, πάνω από 30 έργα συνολικής αξίας 325 εκατ. ευρώ, στον πυρήνα του ψηφιακού μετασχηματισμού κρίσιμων δημόσιων υπηρεσιών.
Το Ίδρυμα Vodafone, με πάνω από δύο δεκαετίες προσφοράς στην ελληνική κοινωνία, συμβάλλει με συνέπεια στην αντιμετώπιση των πλέον κρίσιμων κοινωνικών, εκπαιδευτικών και περιβαλλοντικών προκλήσεων. Μόνο την περίοδο 2024-2025 ωφέλησε άμεσα και έμμεσα σχεδόν 1.000.000 πολίτες σε κάθε γωνιά της Ελλάδας, επιβεβαιώνοντας την αταλάντευτη δέσμευσή του στην οικοδόμηση ενός καλύτερου και πιο ισότιμου μέλλοντος για όλους.
Τέλος, η Vodafone Ελλάδας επιταχύνει την κλιματική της μετάβαση, υιοθετώντας φιλόδοξους στόχους βιωσιμότητας. Η εταιρεία φέρνει πιο κοντά τον στόχο μηδενικών εκπομπών ισοδύναμου CO₂ από τη λειτουργία της στην Ελλάδα, μετατοπίζοντας τον σχετικό χρονικό ορίζοντα στο 2028 – δύο χρόνια νωρίτερα από τον αρχικό σχεδιασμό.