Ελαφρώς υψηλότερα από τον μέσο όρο του Νοεμβρίου κινείται, κατά το πρώτο δεκαπενθήμερο του Δεκεμβρίου, η μέση τιμή του ρεύματος στην αγορά χονδρικής.
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία του Ελληνικού Χρηματιστηρίου Ενέργειας (EnEx), η μέση τιμή χονδρικής για την περίοδο από 1η έως 30 Νοεμβρίου διαμορφώθηκε στα 106,45 ευρώ ανά μεγαβατώρα, ενώ για τον Δεκέμβριο, με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία από 1η έως και 19 Δεκεμβρίου, ανέρχεται στα 115,26 ευρώ ανά μεγαβατώρα, καταγράφοντας αύξηση 8,27%.
Η μέγιστη τιμή της Αγοράς Επόμενης Ημέρας εμφανίζεται μειωμένη τον Δεκέμβριο, καθώς διαμορφώνεται μέχρι στιγμής στα 282,28 ευρώ ανά μεγαβατώρα έναντι των 347,85 ευρώ ανά μεγαβατώρα που είχαν καταγραφεί τον Νοέμβριο.
Σημαντική διαφοροποίηση καταγράφεται και στο σκέλος των ελάχιστων τιμών, καθώς κατά τον Δεκέμβριο – μέχρι στιγμής – δεν έχουν εμφανιστεί αρνητικές τιμές. Αντίθετα, τον Νοέμβριο είχαν καταγραφεί αρνητικές τιμές έως και -4,50 ευρώ ανά μεγαβατώρα.
Αυξήθηκαν τα ορυκτά καύσιμα
Σε επίπεδο παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, τον Δεκέμβριο καταγράφεται σαφής ενίσχυση της συμμετοχής των ορυκτών καυσίμων, δηλαδή του φυσικού αερίου και του λιγνίτη, στο μείγμα ηλεκτροπαραγωγής.
Ειδικότερα, το φυσικό αέριο αυξάνει το μερίδιό του από 37,25% τον Νοέμβριο σε 45,34% τον Δεκέμβριο, καταγράφοντας αύξηση της τάξης του 21,7%, ενώ ο λιγνίτης ενισχύεται επίσης αισθητά, από 4,42% τον Νοέμβριο σε 7,94% τον Δεκέμβριο, σημειώνοντας άνοδο περίπου 80%.
Στον αντίποδα, σημαντική υποχώρηση καταγράφεται στη συμμετοχή των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ), οι οποίες από 43,9% τον Νοέμβριο περιορίζονται στο 32,53% τον Δεκέμβριο, σημειώνοντας μείωση κατά 11,37 ποσοστιαίες μονάδες, δηλαδή πτώση της τάξης του 26%, εξέλιξη που αποτυπώνει τη μειωμένη παραγωγή από ΑΠΕ κατά τη χειμερινή περίοδο.
Παράλληλα, μειωμένη εμφανίζεται και η συμβολή των εισαγωγών ηλεκτρικής ενέργειας, οι οποίες υποχωρούν από 8,08% τον Νοέμβριο σε 5,85% τον Δεκέμβριο.
Εάν η τάση αυτή συνεχιστεί στο υπόλοιπο του Δεκεμβρίου, δεν αποκλείεται τα «πράσινα» τιμολόγια του Ιανουαρίου να βρεθούν υπό πίεση, στην περίπτωση που οι πάροχοι επιλέξουν να μετακυλήσουν μέρος τουλάχιστον της επιβάρυνσης στην αγορά χονδρικής, στους καταναλωτές.
Το αέριο εκτινάσσει το κόστος ρεύματος
Σημειώνεται ότι, όπως αποτυπώνει πρόσφατη ανάλυση του The Green Tank, οι υψηλές τιμές ρεύματος στην Ελλάδα συνδέονται σε μεγάλο βαθμό με την εκτεταμένη χρήση του φυσικού αερίου στην ηλεκτροπαραγωγή, σε συνδυασμό με τη χαμηλή διείσδυση της αποθήκευσης, που περιορίζει την αποτελεσματική αξιοποίηση της φθηνής παραγωγής από ΑΠΕ.
Όπως τονίζεται στη σχετική μελέτη που τιτλοφορείται «Πού οφείλονται οι υψηλές τιμές ηλεκτρικής ενέργειας;», η ελληνική χονδρεμπορική αγορά συγκαταλέγεται σταθερά ανάμεσα στις ακριβότερες της Ευρώπης, γεγονός που μεταφέρεται και στις λιανικές τιμές που πληρώνουν τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις. Η ανάλυση βασίζεται σε πραγματικά δεδομένα του Ευρωπαϊκού Δικτύου Διαχειριστών Συστημάτων Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας (ENTSO-E) και συγκρίνει την Ελλάδα με την Πορτογαλία, μια χώρα με παρόμοια χαρακτηριστικά αλλά συστηματικά χαμηλότερες τιμές στην προημερήσια αγορά ηλεκτρισμού.
Η συσχέτιση τιμών - αερίου
Όπως προκύπτει, και στις δύο χώρες το ορυκτό αέριο εμφανίζει τη μεγαλύτερη θετική συσχέτιση με τις τιμές, δηλαδή συνδέεται με υψηλότερα επίπεδα τιμών στη χονδρεμπορική αγορά. Αντίθετα, οι ΑΠΕ - και η αντλησιοταμίευση στην περίπτωση της Πορτογαλίας - παρουσιάζουν τις ισχυρότερες αρνητικές συσχετίσεις, λειτουργώντας ως παράγοντας συγκράτησης των τιμών.
Ενδεικτικό της αυξημένης μεταβλητότητας είναι ότι η διαφορά μεταξύ της μέσης ελάχιστης τιμής (12:00–13:00) και της μέσης μέγιστης τιμής (20:00–21:00) στην Ελλάδα διευρύνθηκε από 128 ευρώ ανά μεγαβατώρα το 2024 σε 143,4 ευρώ ανά μεγαβατώρα το 2025. Η «ψαλίδα» αυτή αποδίδεται αφενός στη χαμηλή αύξηση της παραγωγής από ΑΠΕ (+5,5% στους πρώτους 10 μήνες του 2025) και αφετέρου στη σημαντικότερη άνοδο της χρήσης φυσικού αερίου (+12,6%), το οποίο τροφοδότησε και τις εξαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας.
Σε σύγκριση με την Πορτογαλία, η Ελλάδα εμφανίζει ακριβότερη και πιο έντονα κυμαινόμενη προημερήσια αγορά, καθώς μετά τον Απρίλιο του 2022 ήταν κατά μέσο όρο 36% ακριβότερη, με σχεδόν διπλάσια διακύμανση τιμών. Την ίδια στιγμή, η Ελλάδα διατηρεί σταθερά υψηλότερο μερίδιο φυσικού αερίου, άνω του 32% και κατά μέσο όρο 43,9%, όταν η Πορτογαλία παραμένει κάτω από 25% και κατά μέσο όρο στο 14%.
«Κλειδί» η αποθήκευση
Καθοριστικό ρόλο παίζει και η έλλειψη επαρκών υποδομών αποθήκευσης. Η Πορτογαλία έχει αυξήσει την ισχύ αντλησιοταμίευσης στα 3,71 GW, επιτρέποντας την αποθήκευση πλεονάζουσας φθηνής ενέργειας από ΑΠΕ και τη διοχέτευσή της τις ώρες αιχμής. Αντίθετα, η Ελλάδα παραμένει καθηλωμένη σε 0,7 GW, περιορίζοντας τις δυνατότητες εξομάλυνσης των τιμών.
Με τον Νίκο Μάντζαρη, αναλυτή πολιτικής του Green Tank, να τονίζει ότι «είναι απαραίτητο να επαναπροσδιοριστούν οι σημερινές ενεργειακές επιλογές της χώρας που ενισχύουν την εξάρτηση της ηλεκτροπαραγωγής από το ορυκτό αέριο, καθώς αυτό αποδυναμώνει τις ευεργετικές επιδράσεις των ΑΠΕ στις τιμές. Ο συνδυασμός ΑΠΕ και αποθήκευσης μπορεί και πρέπει να αποτελέσει τον βασικό μοχλό για ουσιαστική και μακροπρόθεσμη μείωση των τιμών ηλεκτρισμού προς όφελος της κοινωνίας και της οικονομίας».