Σήμερα το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ) καλείται να αποφανθεί σε μία από τις σημαντικότερες υποθέσεις σχετικά με την επαναφορά του 13ου και 14ου μισθού στους εργαζόμενους του δημόσιου τομέα.
Η υπόθεση εκδικάζεται σε πρότυπη δίκη, μετά από προσφυγή της ΑΔΕΔΥ, και η απόφαση αναμένεται να επηρεάσει εκατοντάδες χιλιάδες δημόσιους υπαλλήλους αλλά και το ύψος της επιβάρυνσης του κρατικού προϋπολογισμού.
Οικονομικές απώλειες και αιτήματα
Η ΑΔΕΔΥ υποστηρίζει ότι από το 2012, με την κατάργηση των δώρων, οι δημόσιοι υπάλληλοι έχουν χάσει εισόδημα της τάξης των 35 έως 40 δισεκατομμυρίων ευρώ, ενώ αν προστεθούν και οι απώλειες των συνταξιούχων, το συνολικό ποσό ξεπερνά τα 50 δισεκατομμύρια ευρώ. Οι συνδικαλιστές χαρακτηρίζουν το ζήτημα «ζήτημα επιβίωσης» και ζητούν από την κυβέρνηση να αναλάβει πολιτική πρωτοβουλία, ανεξαρτήτως της δικαστικής απόφασης, θεωρώντας ανεπαρκείς τις πρόσφατες αυξήσεις.
Η κρίσιμη παράμετρος είναι ο τρόπος με τον οποίο θα αποφασίσει το ΣτΕ. Αν το δικαστήριο αποφανθεί υπέρ της πλήρους επαναφοράς του 13ου και 14ου μισθού, η ετήσια επιβάρυνση για το κράτος εκτιμάται μεταξύ 1,6 και 1,7 δισεκατομμυρίων ευρώ. Εάν, μάλιστα, η απόφαση επηρεάσει και τις προσφυγές των συνταξιούχων που ζητούν την επαναφορά της 13ης και 14ης σύνταξης, το κόστος θα μπορούσε να φτάσει ή και να ξεπεράσει τα 4 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως.
Υπάρχει, επίσης, το ενδεχόμενο το ΣτΕ να επιτρέψει την καταβολή επιδόματος αντί για την πλήρη επαναφορά των δώρων, οπότε το κόστος θα μπορούσε να περιοριστεί στα 350-400 εκατομμύρια ευρώ, κοντά στο πρόσφατα εξαγγελθέν επίδομα των 250 ευρώ για τους χαμηλοσυνταξιούχους που έχει προγραμματιστεί για τον Νοέμβριο.
Σε περίπτωση που το ΣτΕ περιοριστεί σε γενική παραδοχή χωρίς να ορίσει σαφή όρια, η κυβέρνηση θα μπορούσε να εφαρμόσει σταδιακά την επιστροφή των δώρων, διαχειρίζοντας το οικονομικό βάρος σε βάθος χρόνου.
Η υπόθεση που εκδικάζεται σήμερα
Η δίκη αφορά αγωγή δημόσιου υπαλλήλου, εκπαιδευτικού, ο οποίος διεκδικεί για τα έτη 2023 και 2024 ποσό 6.278 ευρώ ως δώρα. Υποστηρίζει πως η Ελλάδα δεν βρίσκεται πλέον υπό συνθήκες δημοσιονομικού περιορισμού όπως τα μνημόνια που οδήγησαν στην κατάργηση των δώρων και συνεπώς πρέπει να αποκατασταθούν.
Η Ολομέλεια του ΣτΕ είχε ανατρέψει το 2019 μια προηγούμενη απόφαση που υποστήριζε την επαναφορά, ενώ το θέμα προκαλεί έντονο ενδιαφέρον και στους δικαστικούς λειτουργούς, οι οποίοι έχουν ζητήσει την επαναφορά των δώρων και για τη δική τους κατηγορία.
Επίδραση της ευρωπαϊκής οδηγίας
Παράθυρο για την επαναφορά των δώρων ανοίγει η οδηγία 2022/2241 της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που επιδιώκει τη σύγκλιση των κατώτατων αμοιβών στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα. Η ελληνική κυβέρνηση έχει ενσωματώσει την οδηγία με τον νόμο 5163/2024, ορίζοντας εισαγωγικό μισθό 880 ευρώ στο Δημόσιο, ισότιμο με τον ιδιωτικό τομέα, όμως χωρίς να συμπεριλαμβάνονται τα δώρα που λαμβάνουν οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα.
Ο ενάγων επικαλείται αυτήν την οδηγία και θεωρεί πως η μη συμπερίληψη των δώρων στον δημόσιο τομέα αποτελεί λανθασμένη εφαρμογή της στην ελληνική νομοθεσία. Εάν δεν δικαιωθεί πλήρως, ζητά την καταβολή των δώρων ως ισοδύναμο με το κατώτατο μισθό του ιδιωτικού τομέα.
Η εισήγηση του ΣτΕ καλεί να εξεταστούν τα εξής:
- Αν η αγωγή αφορά περίοδο πριν ή μετά την προθεσμία (15 Νοεμβρίου 2024) μεταφοράς της οδηγίας.
- Την ερμηνεία των όρων της οδηγίας και το αν απαιτεί άμεση εξίσωση μισθών, ειδικά μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού τομέα.
- Τη σύγκριση του νομοθετικού πλαισίου αποδοχών δημοσίων υπαλλήλων και ιδιωτικών εργαζομένων.
Σε περίπτωση αποδοχής της οδηγίας από το ΣτΕ, οι δημόσιοι υπάλληλοι θα δικαιούνται 12 μηνιαίους μισθούς συν 2 επιπλέον δώρων, βάσει του εισαγωγικού μισθού των 880 ευρώ, δηλαδή περίπου δύο επιπλέον μισθούς ετησίως.
Τα δημοσιονομικά όρια και το επιχείρημα της μονιμότητας
Το Δημόσιο από την πλευρά του τονίζει πως οι δημοσιονομικές δυνατότητες επιτρέπουν ετήσια παροχή μέχρι 1 δισεκατομμυρίου ευρώ και υπολογίζει το κόστος επαναφοράς των δώρων στα 2,68 δισεκατομμύρια ευρώ. Προειδοποιεί πως κάτι τέτοιο θα μπορούσε να οδηγήσει σε υπερβολικό δημοσιονομικό έλλειμμα και ενδεχόμενη επιβολή περιοριστικών μέτρων.
Επιπλέον, το Δημόσιο υποστηρίζει ότι οι ειδικές συνθήκες εργασίας και μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων διαφοροποιούν το μισθολογικό τους καθεστώς από τον ιδιωτικό τομέα, γεγονός που επιτρέπει τη μη καταβολή δώρων.