Το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας χειρίζεται καθημερινά δεκάδες θέματα. Αλλά για τους περισσότερους συμπολίτες το μείζον ζήτημα είναι το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας. Από την επιτυχία μας σε αυτό το θέμα θα κριθούμε. Ποια είναι όμως η στρατηγική που μπορεί να μας οδηγήσει στο φθηνότερο ρεύμα;
Η τιμή που πληρώνει ο καταναλωτής εξαρτάται από τέσσερις παραμέτρους: από την τιμή του φυσικού αερίου στην Ευρώπη, από τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η ευρωπαϊκή αγορά, από το επίπεδο του ανταγωνισμού και την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς μέσα στην Ελλάδα και από τα λοιπά κόστη που βαραίνουν, με τον ένα ή άλλο τρόπο, τους καταναλωτές.
Η τιμή του φυσικού αερίου και η διεθνής συγκυρία
Σχετικά με την τιμή του φυσικού αερίου, αυτή εξακολουθεί να παραμένει υψηλή καθώς οι ποσότητες που αφαίρεσε η Ρωσία το 2022 δεν έχουν ακόμα αντικατασταθεί. Υπάρχει μια μερική έλλειψη που συνεχίζει να πιέζει τις τιμές. Και επειδή η Ευρώπη βασίζεται στο φυσικό αέριο για να καλύψει τις ανάγκες της σε ηλεκτρική ενέργεια – ειδικά τις ημέρες και ώρες που ο ήλιος και ο άνεμος δεν επαρκούν – η αυξημένη τιμή του φυσικού αερίου περνάει αναπόφευκτα στην τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας.
Την τριετία 2025-2027 θα μπουν σε λειτουργία νέα έργα παραγωγής υγροποιημένου φυσικού αερίου. Αυτά λογικά θα ρίξουν τις τιμές, αν και οι προβλέψεις πάντα εμπεριέχουν ένα ρίσκο – η μείωση μπορεί να μην έρθει, να καθυστερήσει, ή να είναι πιο μετριασμένη. Την ίδια στιγμή τα γεωπολιτικά σύννεφα πληθαίνουν. Ευελπιστούμε όμως ότι οδεύουμε προς το τέλος της ενεργειακής κρίσης που προκάλεσε η Ρωσία το 2022 και στα απόνερα της οποίας εξακολουθούμε να ζούμε ακόμα. Αυτή είναι μια θετική τάση που θα ανακουφίσει σταδιακά τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις.
Ευρωπαϊκές νίκες και ελληνική επιρροή
Παράλληλα βλέπουμε ενθαρρυντικά βήματα στην Ευρωπαϊκή αγορά. Οι διαχωριστικές γραμμές στους χάρτες είναι πλέον ξεκάθαρες: η Ανατολική Ευρώπη έχει συστηματικά ψηλότερες τιμές. Το σημείο τομής αλλάζει κάθε ώρα και κάθε μέρα, αλλά η Ελλάδα είναι (σχεδόν) πάντα στην ακριβή μεριά της διαχωριστικής γραμμής. Αυτό είναι άδικο. Παραβιάζει επίσης την πιο θεμελιώδη αρχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που είναι η ενιαία αγορά.
Σε αυτό το μέτωπο η χώρα μας πέτυχε δύο σημαντικές διπλωματικές νίκες. Αρχικά ανέβασε σε επίπεδο στρατηγικής σημασίας και ενδιαφέροντος την ατζέντα για τα δίκτυα. Μια ατζέντα που αρχικά ξεκίνησε σε επίπεδο υπουργών ενέργειας, στη συνέχεια έφτασε στους αρχηγούς κρατών και από εκεί τέθηκε στα σχέδια και τις στρατηγικές της Κομισιόν. Δε νοείται πια κείμενο για την ενέργεια που να μην βάζει στο επίκεντρο των δράσεων τα δίκτυα και το διασυνοριακό εμπόριο.
Η δεύτερη διπλωματική επιτυχία ήταν να αποκτήσει αυτή η ατζέντα βραχυπρόθεσμο ορίζοντα. Η συζήτηση για τα δίκτυα ξεκίνησε με μια μακροχρόνια πνοή. Ωστόσο εμείς όμως βλέπαμε σημαντικά περιθώρια για καλύτερη χρήση των δικτύων που θα έφερναν αποτέλεσμα γρήγορα (καθώς και για καλύτερο συντονισμό σε θέματα όπως οι συντηρήσεις και οι αποσύρσεις μονάδων). Έτσι με δική μας πρωτοβουλία η Κομισιόν δέχθηκε να θεσπίσει μια ομάδα κρούσης για την αγορά ενέργειας που θα εστιάσει σε αυτά ακριβώς τα περιθώρια. Είναι μια πρωτοβουλία πάνω στην οποία θα χτίσουμε στο άμεσο μέλλον.
Ο ρόλος του ανταγωνισμού και της ευελιξίας
Την ίδια στιγμή βλέπουμε, στο εσωτερικό, τον ανταγωνισμό να εντείνεται: τόσο στην χονδρική με την κατασκευή νέων μονάδων φυσικού αερίου όσο και στη λιανική με τη στροφή των καταναλωτών σε εναλλακτικά προϊόντα (σταθερά ή κυμαινόμενα τιμολόγια). Στην χονδρική διαφαίνεται επίσης μια σύγκλιση στις αγορές της Νοτιοανατολικής Ευρώπης – ένδειξη που αναδεικνύει οι περιφερειακές τάσεις υπερισχύουν των εθνικών σχετικά με τη διαμόρφωση της τιμής. Μάλιστα η χώρα μας έχει συχνά πιο χαμηλές τιμές από τους γείτονές της, κάτι που σε βάθος χρόνου μπορεί να μεταφραστεί σε συγκριτικό πλεονέκτημα βασισμένο στις ΑΠΕ της χώρας.
Το μεγάλο κενό που παραμένει είναι η ευελιξία: τι κάνουμε όταν πέφτει ο ήλιος και όταν δεν έχει άνεμο; Προς το παρόν το Ευρωπαϊκό σύστημα, ή τουλάχιστον ένα μεγάλο κομμάτι αυτού, αμφιταλαντεύεται μεταξύ αρνητικών τιμών το μεσημέρι και πανύψηλων τιμών το πρωί και το βράδυ. Οι λύσεις αποθήκευσης (μπαταρίες και αντλησιοταμίευση) θα γεφυρώσουν σταδιακά αυτό το κενό, αν και η εμπειρία από άλλες αγορές δείχνει ότι η σπασμωδικότητα των τιμών είναι δομικό χαρακτηριστικό αγορών με πολλές ΑΠΕ.
Παθογένειες και δομικές λύσεις
Το τελευταίο κομμάτι του κόστους είναι το πιο σύνθετο και δύσκολο. Στη χώρα μας αντιμετωπίζουμε μακροχρόνιες παθογένειες όπως οι τεχνικές απώλειες του δικτύου, οι ρευματοκλοπές, οι ληξιπρόθεσμες οφειλές, το αυξημένο κόστος εξισορρόπησης, τα μη διασυνδεδεμένα νησιά (όπου το κόστος παραγωγής έχει αυξηθεί σημαντικά), καθώς και κάποια κόστη που είναι πιο δύσκολο να περιοριστούν (όπως η απόσβεση για τις επενδύσεις σε δίκτυα, η στήριξη προς τους ευάλωτους, οι επιδοτήσεις των παλαιότερων ΑΠΕ, κτλ.).
Για το καθένα από αυτά, αναζητούμε στο ΥΠΕΝ ένα μείγμα πολιτικών που να συνδυάζει δομικές λύσεις και άμεση ανακούφιση. Σε αρκετά μέτωπα καταγράφουμε ήδη πρόοδο: η διασύνδεση της Κρήτης, το πρόγραμμα για την εγκατάσταση έξυπνων μετρητών, το νέο πλαίσιο για την τηλεθέρμανση, οι αρνητικές τιμές στην αγορά εξισορρόπησης, και η αυστηροποίηση του πλαισίου για τις ρευματοκλοπές. Ταυτόχρονα δεν παραβλέπουμε ότι απαιτείται καθημερινή μάχη γιατί τα προβλήματα μετεξελίσσονται, γεγονός που μας θέτει σε διαρκή επιφυλακή.
Αυτή είναι μια στρατηγική φιλόδοξη αλλά καλά ζυγισμένη. Εξαρτόμαστε, φυσικά, και από παράγοντες που δεν ελέγχουμε, ενώ ανήκουμε και σε ένα ευρωπαϊκό σύστημα το οποίο χαρακτηρίζεται από ιδιομορφίες και συχνές δυσλειτουργίες. Παρ’ όλα αυτά συνεχίζουμε να παλεύουμε καθημερινά για να διαμορφώσουμε και να αλλάξουμε αυτό το σύστημα και είμαστε έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε τα χρόνια προβλήματα. Στο τέλος το αποτέλεσμα θα το κρίνουν οι πολίτες.
*Ο Νίκος Τσάφος είναι Υφυπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας