Το 2026 είναι μια χρονιά - ορόσημο για την ελληνική ενεργειακή αγορά και ειδικότερα για τα συστήματα αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας (ΣΑΗΕ). Μετά από μια τριετία αυξημένης διείσδυσης ΑΠΕ, υψηλής μεταβλητότητας τιμών και ραγδαίας αύξησης των περικοπών πράσινης παραγωγής, το ερώτημα πλέον δεν είναι αν χρειαζόμαστε αποθήκευση, αλλά πόσο γρήγορα, με ποια αρχιτεκτονική και με ποια επιχειρηματικά μοντέλα.
Η Ελλάδα έχει ήδη υπερκαλύψει ορισμένους από τους στόχους του αρχικού ΕΣΕΚ και βρίσκεται πλέον σε τροχιά κάλυψης και των υπόλοιπων στόχων έως το 2030, όπου για την αποθήκευση προβλέπεται συνολική εγκατεστημένη ισχύς 6 GW, εκ των οποίων 4,3 GW σε συστήματα μπαταριών και 1,9 GW σε αντλησιοταμίευση. Πρόκειται σαφώς για στόχους που, αν επιτευχθούν, μετασχηματίζουν τον τρόπο με τον οποίο θα λειτουργεί η ελληνική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας.
Η εμπειρία των τελευταίων ετών αναδεικνύει τα όρια του σημερινού μοντέλου χωρίς επαρκή ευελιξία και αποθήκευση. Οι περικοπές παραγωγής ΑΠΕ έχουν αυξηθεί σε υπερδιπλάσια επίπεδα, καθώς οι περικοπές ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ για το 2025 υπερβαίνουν τις 1,8 TWh, έναντι 899 GWh το 2024.
Το φαινόμενο αυτό συμπιέζει τα έσοδα των επενδυτών ΑΠΕ, επιτείνει το φαινόμενο του «cannibalization» των τιμών και υπονομεύει την κοινωνική αποδοχή της ενεργειακής μετάβασης, καθώς ο τελικός καταναλωτής βλέπει συχνά δυσανάλογα υψηλές χονδρεμπορικές τιμές, παρά την ισχυρή ανάπτυξη των ΑΠΕ.
Σε αυτό το πλαίσιο, τα ΣΑΗΕ αντιμετωπίζονται πλέον όχι μόνο ως μία ακόμη τεχνολογία, αλλά ως αναγκαία και κρίσιμη υποδομή του νέου ενεργειακού συστήματος. Η χώρα έχει ήδη ενεργοποιήσει πρόγραμμα διαγωνισμών για αυτόνομα έργα αποθήκευσης με κρατική ενίσχυση, συνολικής ισχύος περίπου 900 MW.
Σήμερα, όλοι οι εμπλεκόμενοι φορείς διαμορφώνουν και αναπροσαρμόζουν σταδιακά το υφιστάμενο πλαίσιο, ώστε να αποσαφηνιστούν ζητήματα όπως η πραγματική λειτουργία, τα δικαιώματα, οι συμβάσεις λειτουργικής ενίσχυσης και, εν γένει, η ουσιαστική συμμετοχή των ΣΑΗΕ σε όλες τις αγορές.
Το 2026 θα είναι, συνεπώς, η χρονιά όπου αυτά τα μέχρι πρότινος «σχέδια» θα αρχίσουν να μεταφράζονται σε πραγματικά έργα. Τα πρώτα ΣΑΗΕ μεγάλης κλίμακας – κυρίως από τη λίστα των έργων συνολικής ισχύος 900 MW που προκρίθηκαν στους διαγωνισμούς – αναμένεται να τεθούν σε λειτουργία εντός του πρώτου εξαμήνου του 2026, δοκιμάζοντας στην πράξη τον τρόπο με τον οποίο θα συμμετέχουν στις αγορές προημερήσιας και εξισορρόπησης, καθώς και σε πιθανά σχήματα αγοράς ευελιξίας σε επίπεδο μεταφοράς και διανομής.
Το διακύβευμα είναι διπλό:
- αφενός να μειωθούν δραστικά οι περικοπές ΑΠΕ και να μεγιστοποιηθεί η αξιοποίηση της εγχώριας καθαρής ενέργειας,
- αφετέρου να δημιουργηθούν βιώσιμα επιχειρηματικά μοντέλα που θα οδηγούν τελικά σε επενδύσεις, χωρίς εξάρτηση από κρατικές ενισχύσεις.
Σε αυτό το νέο περιβάλλον, διαμορφώνονται τρεις (3) βασικές κατηγορίες αποθήκευσης, με διαφορετική δυναμική και ρίσκα:
- Πρώτον, τα αυτόνομα έργα αποθήκευσης (standalone BESS) που θα λειτουργούν σε καθαρά χονδρεμπορικό προσανατολισμό, με ταυτόχρονη συμβολή στην εξισορρόπηση και την επάρκεια ισχύος.
- Δεύτερον, τα έργα αποθήκευσης παράλληλα με φωτοβολταϊκά και αιολικά πάρκα (co-located RES & BESS), τα οποία μπορούν να μετατρέψουν τις αναμενόμενες περικοπές σε πρόσθετα έσοδα, εξομαλύνοντας τα προφίλ παραγωγής τους και ενισχύοντας τη θέση τους στην αγορά εξισορρόπησης.
- Τρίτον, τα έργα πίσω από τον μετρητή (behind-the-meter) σε βιομηχανίες, επιχειρήσεις, αλλά και σε οικιακούς καταναλωτές και «έξυπνα κτίρια», όπου η αποθήκευση βοηθά και ολοκληρώνει την αυτοκατανάλωση, τη διαχείριση αιχμών και την ευελιξία σε τοπικό επίπεδο.
Θα πρέπει, ωστόσο, να αναφερθεί ότι οι αστοχίες για το 2026 δεν είναι απίθανες. Πρώτον, η ρυθμιστική αβεβαιότητα και οι καθυστερήσεις στην οριστικοποίηση των μηχανισμών αποζημίωσης (capacity mechanisms, αγορές ευελιξίας, επικουρικές υπηρεσίες) μπορούν να επιβαρύνουν το κόστος κεφαλαίου σε αρκετά έργα. Δεύτερον, ο κίνδυνος κακού σχεδιασμού ως προς τη χωροθέτηση της αποθήκευσης (π.χ. υπερσυγκέντρωση σε ήδη κορεσμένες περιοχές ή κοντά σε κόμβους με περιορισμένη δυνατότητα αποσυμφόρησης) μπορεί να οδηγήσει σε «μεταφορά» και όχι σε επίλυση του προβλήματος των συμφορήσεων. Τρίτον, η απότομη πτώση του κόστους των μπαταριών διεθνώς, αν και προφανώς θετική για τους επενδυτές, μπορεί να αποτιμηθεί ως τεχνολογικό ρίσκο από τις τράπεζες, επηρεάζοντας τη χρηματοδότηση μακροχρόνιων έργων.
Η Ελλάδα, μέσω της αποθήκευσης ενέργειας και κυρίως των μεγάλης κλίμακας υποδομών, έχει τη δυνατότητα να αναδειχθεί σε περιφερειακό κόμβο καθαρής ενέργειας στην Ανατολική Μεσόγειο, βασιζόμενη προφανώς και στις αναγκαίες και αναβαθμισμένες ηλεκτρικές διασυνδέσεις με γειτονικές χώρες. Παράλληλα, από την πλευρά του δικτύου, οι καταναλωτές θα πρέπει να υποστηριχθούν ώστε να ενσωματώσουν μικρής και μεσαίας κλίμακας μονάδες αποθήκευσης, προκειμένου να αυξηθεί η βιωσιμότητα των επιχειρήσεων και να μειωθεί η ενεργειακή φτώχεια των πολιτών.
Συνολικά, η ελληνική ενεργειακή αγορά εισέρχεται στο 2026 με μια εντυπωσιακή διείσδυση ΑΠΕ και με φιλόδοξους στόχους, αλλά ταυτόχρονα με οριακή συμφόρηση, αυξανόμενες περικοπές, αβεβαιότητα ως προς τους μηχανισμούς αγοράς και έντονη ανάγκη για επενδύσεις σε διασυνδέσεις και ευφυή δίκτυα. Η ενεργειακή αγορά αποτελεί πλέον μια πολύπλοκη εξίσωση, με την αποθήκευση ηλεκτρικής ενέργειας να βρίσκεται στο επίκεντρο αυτής της εξίσωσης.
Εφόσον το ρυθμιστικό πλαίσιο σταθεροποιηθεί, οι αγορές ευελιξίας σχεδιαστούν ορθά και οι επενδύσεις κατευθυνθούν εκεί όπου το σύστημα έχει τη μεγαλύτερη ανάγκη, το 2026 μπορεί να αποτελέσει την αρχή μιας νέας, ώριμης φάσης της ελληνικής ενεργειακής μετάβασης, όπου η εγχώρια ενεργειακή παραγωγή δεν θα «χάνεται», αλλά θα αποθηκεύεται και θα αξιοποιείται προς όφελος της οικονομίας, της κοινωνίας και της ανταγωνιστικότητας της χώρας.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφερθεί ότι ο Ελληνικός Σύνδεσμος Συστημάτων Αποθήκευσης Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΕΣΣΑΗΕ), υπηρετώντας τον ιδρυτικό του στόχο, επιδιώκει συστηματικά να συμβάλλει στη διαμόρφωση ενός τεχνικά και επενδυτικά ώριμου πλαισίου για τα έργα αποθήκευσης. Η συμβολή αυτή πραγματοποιείται μέσα από τεκμηριωμένες παρεμβάσεις, προτάσεις κανονιστικού και ρυθμιστικού χαρακτήρα, καθώς και μέσω συνεχούς διαλόγου με τους αρμόδιους φορείς για το σύνολο των θεμάτων που άπτονται των ΣΑΗΕ.
Ο Μανώλης Καραπιδάκης είναι Καθηγητής, Διευθυντής του Ινστιτούτου Ενέργειας Περιβάλλοντος & Κλιματικής Αλλαγής στο Ελληνικό Μεσογειακό Πανεπιστήμιο και Πρόεδρος ΔΣ του ΕΣΣΑΗΕ