Οι δικαστικές αρχές της Βραζιλίας υπέβαλαν σήμερα αίτημα προς το Ανώτατο Δικαστήριο, ζητώντας την καταδίκη του πρώην προέδρου Ζαΐχ Μπολσονάρου για τις κατηγορίες της απόπειρας πραξικοπήματος και της συμμετοχής σε ένοπλη εγκληματική οργάνωση. Η υπόθεση αυτή, που εξελίσσεται μέσα σε ένα ιδιαίτερα τεταμένο πολιτικό κλίμα, έχει ήδη προκαλέσει διπλωματική ένταση μεταξύ Βραζιλίας και Ηνωμένων Πολιτειών.
Κατά τη διάρκεια μιας πολυήμερης δίκης, οι εισαγγελείς κατέθεσαν την άποψή τους, υποστηρίζοντας ότι ο ακροδεξιός πρώην ηγέτης και επτά στενοί του συνεργάτες επιχείρησαν να παραμείνουν στην εξουσία, προκαλώντας βίαιη αναταραχή και διατάραξη του δημοκρατικού πολιτεύματος, σύμφωνα με την επίσημη ανακοίνωση της εισαγγελίας.
Κάθειρξη 40 ετών και βαριές κατηγορίες
Ο Μπολσονάρου κατηγορείται για απόπειρα πραξικοπήματος και κινδυνεύει να καταδικαστεί σε κάθειρξη 40 ετών. Φέρεται ότι ήταν «ο ηγέτης εγκληματικής οργάνωσης» που συνωμότησε ώστε να παραμείνει στην εξουσία, ανεξαρτήτως αποτελέσματος των προεδρικών εκλογών του 2022, τις οποίες κέρδισε ο υποψήφιος της αριστεράς και νυν πρόεδρος Λουίς Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα.
Ο γενικός εισαγγελέας σημείωσε ότι έχει αποδειχθεί η εμπλοκή των κατηγορουμένων στα όσα συνέβησαν τότε και τόνισε ότι «είναι αναγκαίο να καταδικαστούν (…) για ένοπλη εγκληματική οργάνωση (…) απόπειρα κατάργησης του δημοκρατικού κράτους (…) πραξικόπημα» και για άλλα αδικήματα, σχετικά με τις ζημιές που προκλήθηκαν σε δημόσια περιουσία.
Πολιτική διάσταση
Η τύχη του πρώην προέδρου και των συγκατηγορουμένων του είναι πλέον στα χέρια του δικαστή Αλεξάντρ ντε Μοράες, τον οποίο οι ΗΠΑ απειλούν με κυρώσεις, λόγω των αποφάσεων που έχει λάβει σε βάρος αμερικανικών ιστοτόπων κοινωνικής δικτύωσης.
Η δίκη του Μπολσονάρου προκάλεσε την οργή του Ντόναλντ Τραμπ, στενού συμμάχου του, ο οποίος κατηγόρησε τη Βραζιλία για «κυνήγι μαγισσών» και προανήγγειλε ότι θα της επιβάλει δασμούς ύψους 50% από την 1η Αυγούστου.
Ο ίδιος ο Μπολσονάρου δηλώνει αθώος και «διωκόμενος», ωστόσο ενώπιον του Δικαστηρίου παραδέχτηκε ότι εξέτασε την πιθανότητα να προσφύγει σε μια «συνταγματική διάταξη» για να εμποδίσει την ορκωμοσία του Λούλα. Υποστηρίζει επίσης ότι είναι θύμα «πολιτικής δίωξης» με στόχο να τον εμποδίσουν να είναι υποψήφιος στις προεδρικές εκλογές του 2026, μολονότι έχει στερηθεί το δικαίωμα αυτό μέχρι το 2030 εξαιτίας μιας άλλης υπόθεσης, για διασπορά ψευδών πληροφοριών σχετικά με το εκλογικό σύστημα.