Ένα πολυπλόκαμο δίκτυο λαθρεμπορίας πολύτιμων λίθων, με έδρα το λιμάνι της Αμβέρσας στο Βέλγιο, ενδέχεται να κρύβεται πίσω από την υπόθεση των κλεμμένων κοσμημάτων από το μουσείο του Λούβρου στο Παρίσι.
Αυτό τονίζει σε ρεπορτάζ του το Reuters, υπογραμμίζοντας ότι οι βελγικές αρχές ερευνούν ενδεχόμενη σύνδεση των εγκληματικών δικτύων της πόλης με τη θεαματική ληστεία κοσμημάτων, αξίας άνω των 100 εκατ. δολαρίων.
Τις ώρες που ακολούθησαν τη ληστεία, η βελγική αστυνομία έλαβε επείγουσα ειδοποίηση από τις γαλλικές αρχές που την προειδοποιούσαν για ενδεχόμενη προσπάθεια πώλησης των κλοπιμαίων. Η ειδοποίηση μεταδόθηκε μέσω του δικτύου «Pink Diamond», ενός ασφαλούς καναλιού υπό την εποπτεία της Europol, που συνδέει ευρωπαϊκές αρχές επιφορτισμένες με την εξιχνίαση εγκλημάτων μεγάλης αξίας.
Η Αμβέρσα διαδραματίζει διαχρονικά πρωταγωνιστικό ρόλο στην παγκόσμια αγορά διαμαντιών - μόνο πέρυσι οι χονδρέμποροί της διακίνησαν πολύτιμους λίθους αξίας 25 δισ. δολαρίων. Ωστόσο, πίσω από τη λάμψη των βιτρινών, οι αρχές βλέπουν να αναπτύσσεται τα τελευταία χρόνια μια παράλληλη υπόγεια οικονομία, όπου εκατοντάδες καταστήματα χρυσού και κοσμημάτων, πολλά υπό γεωργιανή ιδιοκτησία, συνδέονται με ύποπτες πρακτικές διακίνησης και «ξεπλύματος» κλεμμένων πολύτιμων μετάλλων.
Αφαντα τα κοσμήματα
Οι γαλλικές αρχές έχουν θέσει τέσσερα άτομα υπό επίσημη έρευνα για τη ληστεία, ωστόσο τα κοσμήματα αξίας 102 εκατ. δολαρίων παραμένουν άφαντα. Ερωτηθείς εάν η Αμβέρσα αποτελεί επίκεντρο της έρευνας, ο εισαγγελέας του Παρισιού απάντησε πως «όλα τα ενδεχόμενα εξετάζονται».
Μετά το σήμα από το «Pink Diamond», οι αστυνομικοί της Αμβέρσας κινητοποιήθηκαν άμεσα. Ανέλυσαν βίντεο ασφαλείας, αναζητώντας γαλλικές πινακίδες, ενεργοποίησαν πληροφοριοδότες και προειδοποίησαν κοσμηματοπώλες να μην εμπλακούν με το «διάσημο λάφυρο». Η Ομοσπονδιακή Αστυνομία του Βελγίου αρνήθηκε να σχολιάσει τις πληροφορίες, επικαλούμενη την εξέλιξη των ερευνών.
Οι ρίζες της γεωργιανής παρουσίας
Οι Γεωργιανοί έμποροι εγκαταστάθηκαν στην Αμβέρσα τη δεκαετία του 1990, μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης. Με εμπειρία στο εμπόριο μετάλλων και δεσμούς με τις εβραϊκές οικογένειες της Diamond District, δημιούργησαν ένα δυναμικό επιχειρηματικό δίκτυο.
Σήμερα λειτουργούν περίπου 300 κοσμηματοπωλεία στην ευρύτερη περιοχή του κέντρου - ένα στα τέσσερα, σύμφωνα με εκτιμήσεις αστυνομικών, εμπλέκεται σε «fencing», δηλαδή στη διάθεση κλεμμένων πολύτιμων αντικειμένων.
Το Antwerp World Diamond Centre, ο φορέας εκπροσώπησης των χονδρεμπόρων, παραδέχθηκε ότι η φήμη του «κινδυνεύει περιστασιακά» από την παρουσία κοσμηματοπωλείων με «ύποπτες πρακτικές ξεπλύματος χρήματος». Παράλληλα, η αγορά των διαμαντιών βρίσκεται αντιμέτωπη με σοβαρές εξωτερικές πιέσεις - το εμπάργκο των G7 στα ρωσικά διαμάντια και η άνθηση των συνθετικών λίθων έχουν συμπιέσει τις τιμές σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, προκαλώντας συζητήσεις για πιθανή κρατική παρέμβαση.
Δύο κόσμοι, δύο πραγματικότητες
Ορισμένοι από τους υπόπτους που συνδέονται με την παραοικονομία της Αμβέρσας φέρονται να κινούνται με πολυτελή αυτοκίνητα, να ανοίγουν συνεχώς νέα καταστήματα και να αποκτούν ακίνητα υψηλής αξίας στο εξωτερικό. «Υπάρχουν δύο κόσμοι εδώ», λέει αξιωματικός της αστυνομίας. «Αυτοί που δουλεύουν νόμιμα και δυσκολεύονται να επιβιώσουν, και αυτοί που πωλούν τα ίδια προϊόντα και φαίνεται να ευημερούν».
Ο δικηγόρος Kris Luyckx, που έχει υπερασπιστεί δεκάδες Γεωργιανούς κοσμηματοπώλες, επισημαίνει ότι οι κανόνες συμμόρφωσης είναι αυστηροί και οι αστυνομικοί έλεγχοι συχνοί, ωστόσο κατανοεί την καχυποψία των επιχειρηματιών απέναντι στις αρχές λόγω του «μυρωδιάς διακρίσεων και φυλετικού προφίλ».
Από την υπόθεση Kardashian στο δίκτυο Γαλλίας – Βελγίου
Η Αμβέρσα έχει επανειλημμένα αναφερθεί ως τελικός προορισμός κλοπιμαίων από τη Γαλλία. Μετά τη διάσημη ληστεία σε βάρος της Kim Kardashian στο Παρίσι το 2016, ο εγκέφαλος της σπείρας ομολόγησε ότι πούλησε το λιωμένο χρυσό και τα διαμάντια στην Αμβέρσα για 25.000 ευρώ. Οι αρχές εκτιμούν ότι τα αγόρασαν Γεωργιανοί διακινητές, αν και η λεία δεν ανακτήθηκε ποτέ.
Έκτοτε, περισσότερες από έξι κοινές έρευνες Γάλλων και Βέλγων έχουν αποκαλύψει έναν εγκληματικό διάδρομο που συνδέει τις δύο χώρες, με Βαλκάνιους διαρρήκτες να μεταφέρουν τα κλοπιμαία σε αγοραστές της Αμβέρσας.
Η Yakout Boudali, επικεφαλής πληροφοριών της Γαλλικής Χωροφυλακής, ανέφερε ότι σε δύο τουλάχιστον περιπτώσεις οι αγοραστές ήταν «γεωργιανής υπηκοότητας ή διπλής υπηκοότητας», υπογραμμίζοντας ωστόσο πως δεν πρέπει να στιγματίζεται η κοινότητα της Αμβέρσας, καθώς και άλλα δίκτυα, ιδίως ρουμανικά, δραστηριοποιούνται ολοένα και περισσότερο.
Διαμάντια και ναρκωτικά
Η παράνομη αγορά κοσμημάτων προσθέτει ένα ακόμη βάρος σε μια πόλη που ήδη βρίσκεται αντιμέτωπη με ισχυρά καρτέλ ναρκωτικών, τα οποία χρησιμοποιούν το λιμάνι της για τη διακίνηση πολλών τόνων κοκαΐνης ετησίως. Σε ανοικτή επιστολή που δημοσιεύθηκε πρόσφατα στον ιστότοπο των βελγικών δικαστηρίων, ανώνυμος δικαστής προειδοποίησε ότι η χώρα «βρίσκεται στα πρόθυρα μετατροπής σε ναρκο-κράτος».
Από το 2021, λειτουργεί ειδική αστυνομική δύναμη για την εποπτεία του τομέα διαμαντιών και κοσμημάτων. Σε επίσημη έκθεση του δημαρχείου τότε γινόταν λόγος για «ισχυρό δεσμό ανάμεσα σε απατηλές πρακτικές κοσμηματοπωλών και τον υπόκοσμο των ναρκωτικών».
Κάμερες και αντιδράσεις
Το 2017, ο τότε δήμαρχος και νυν πρωθυπουργός του Βελγίου, Bart De Wever, προσπάθησε να «καθαρίσει» την αγορά προωθώντας διάταγμα που προέβλεπε την εγκατάσταση καμερών με δυνατότητα αναγνώρισης προσώπου σε όλα τα κοσμηματοπωλεία. Η κίνηση προκάλεσε έντονες αντιδράσεις - οι κοινότητες των Εβραίων και των Γεωργιανών κοσμηματοπωλών θεώρησαν ότι στοχοποιούνται αδίκως.
Μετά από διαπραγματεύσεις, επήλθε συμφωνία: οι κάμερες τοποθετήθηκαν αλλά παρέμειναν απενεργοποιημένες. Ο δικηγόρος Luyckx, που εκπροσώπησε περισσότερους από 100 επιχειρηματίες, δήλωσε ότι το μέτρο «αντιμετώπιζε ολόκληρη περιοχή ως εγκληματικό γκέτο». Το διάταγμα ανακλήθηκε το 2020, έπειτα από παρέμβαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου που έκρινε ότι παραβίαζε την ιδιωτικότητα των πολιτών.
Τα κλοπιμαία του Λούβρου
Σύμφωνα με την αστυνομία, η πώληση κλεμμένων κοσμημάτων στην Αμβέρσα είναι συνήθως μια γρήγορη και απλή διαδικασία: ο κοσμηματοπώλης εξετάζει το μέταλλο, καθορίζει την τιμή και πληρώνει με μετρητά, χωρίς κανένα ίχνος της συναλλαγής. Τα αντικείμενα λιώνουν αμέσως σε μικρά εργαστήρια και μετατρέπονται σε ράβδους χρυσού βάρους ενός κιλού.
Όμως τα κοσμήματα του Λούβρου αποτελούν εξαίρεση. Οι λίθοι τους είναι τοποθετημένοι σε ασήμι με χαμηλή αξία τήξης, ενώ τα υπερμεγέθη διαμάντια και ζαφείρια είναι τόσο αναγνωρίσιμα που κανείς τεχνίτης δεν θα τολμούσε να τα αγγίξει. Ακόμη και η αγορά για τα μαργαριτάρια που φέρουν, θεωρείται εξαιρετικά περιορισμένη. «Δεν πρόκειται για εύκολο χρήμα», παραδέχεται ένας από τους αξιωματικούς της Αμβέρσας.
Πηγή: Reuters