Νέα

ΚΟΣΜΟΣ

Εχουν μέλλον οι ρωσικοί ενεργειακοί κολοσσοί μετά τις κυρώσεις της Δύσης;

Διαθέτοντας το ένα τέταρτο των αποθεμάτων φυσικού αερίου και περισσότερο από το 5% του αργού πετρελαίου του πλανήτη, η οικονομία της Ρωσίας βασίζεται σε μεγάλο βαθμό εδώ και δεκαετίες στον ενεργειακό τομέα. Καθώς η απομόνωση της χώρας από την Ευρώπη εντείνεται μετά την εισβολή στην Ουκρανία, το ερώτημα είναι «ποιο θα είναι το μέλλον της σημαντικότερης  βιομηχανίας της Ρωσίας».

Βασικοί ξένοι πετρελαϊκοί εταίροι όπως οι BP, Shell και ExxonMobil έχουν ήδη σχέδια εξόδου από τη Ρωσία, ενώ και οι διεθνείς εταιρείες που μεσολαβούν στις εξαγωγές πετρελαίου και παραγώγων του έχουν στρέψει το ενδιαφέρον τους μακριά από τη Μόσχα όπως και οι αγοραστές του ρωσικού αργού.

Ωστόσο, το φυσικό αέριο και πετρέλαιο συνεχίζουν να τροφοδοτούν την Ευρώπη, παρά τη μείωση και την απαγόρευσή του σε κάποιες χώρες, κρατώντας ζωντανή την ρωσική οικονομία που αποκομίζει κέρδη δισ δολαρίων.

«Ακόμα κι αν οι ρωσικές πετρελαϊκές εταιρείες είναι σε θέση να διατηρήσουν την παραγωγή τους, η συρρίκνωση της αγοράς εξαγωγών, η μειωμένη πρόσβαση στη διεθνή τεχνογνωσία και η ανάγκη να αλλάξουν τις ροές πετρελαίου και φυσικού αερίους προς άλλες χώρες της Ασίας, όπως η Κίνα και η Ινδία, απαιτεί νέες επενδύσεις δισ.δολαρίων σε υποδομές που ίσως οδηγεί σε μια περίοδο μακροπρόθεσμης παρακμής για τη Ρωσία» εκτιμά ο Michael Moynihan, της εταιρείας συμβούλων Wood Mackenzie που εξειδικεύεται στο ρωσικό πετρέλαιο και φυσικό αέριο.

Οι ρωσικοί κολοσσοί

Οι Ρωσικοί ενεργειακοί κολοσσοί ιδρύθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1990 μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, όταν τα αποθέματα πετρελαίου και φυσικού αερίου της χώρας, άρχισαν να ιδιωτικοποιούνται.

Η κρατική Rosneft, που ιδρύθηκε το 1993, έχει επωφεληθεί από την πλήρη υποστήριξη του Κρεμλίνου καθώς κατάφερε να γίνει ο μεγαλύτερος παραγωγός πετρελαίου της χώρας καθώς διαχειρίζεται το 40% της παραγωγής ρωσικού αργού.

Η δεύτερη μεγαλύτερη εταιρεία, η Lukoil, η οποία τον περασμένο μήνα συμφώνησε να αγοράσει όλα τα βενζινάδικα της Shell στη Ρωσία, δημιουργήθηκε από τρεις κρατικές επιχειρήσεις το 1991 από τον Vagit Alekperov, όταν ήταν ακόμη υφυπουργός της κυβέρνησης του Μπόρις Γέλτσιν.

Η Gazprom ιδιωτικοποιήθηκε το 1992 και κυριαρχεί σήμερα στην παγκόσμια αγορά φυσικού αερίου, παράγοντας 540 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα καυσίμου πέρυσι — περισσότερα από την BP, τη Shell, τη Chevron, την ExxonMobil και τη Saudi Aramco μαζί.

Ενώ η Rosneft και η Gazprom έχουν κοινοπραξίες με εταιρείες όπως η BP και η Shell για την παραγωγή πετρελαίου στο βόρειο και ανατολικό τμήμα της Ρωσίας, έχουν παράλληλα, σε συνεργασία με την Lukoil, και δικά τους κοιτάσματα πετρελαίου στη δυτική Σιβηρία και στην περιοχή των Ουραλίων και του Βόλγα.

«Όταν η ΕΕ επέβαλλε τις οικονομικές κυρώσεις στη Μόσχα, οι ρωσικές εταιρείες πετρελαίου και φυσικού αερίου ήταν πολύ ισχυρές και σε αρκετά καλή οικονομική κατάσταση, καθώς ήταν διαχειρίσιμα τα επίπεδα χρέους τους και χαμηλό το κόστος παραγωγής», υποστηρίζει ο Eric Mielke, επικεφαλής της Wood Mackenzie. 

Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, ακόμη και σήμερα το ρωσικό αργό Urals να διαπραγματεύεται με έκπτωση 20 έως 30 δολαρίων έναντι του Brent και οι Ρώσοι παραγωγοί να εξακολουθούσαν να έχουν σημαντικές ταμειακές ροές.

Η Rosneft ανέφερε το καλύτερο καθαρό εισόδημά της το 2021, ύψους 11,7 δισεκατομμυρίων δολαρίων, ενώ η Gazprom, ενισχυμένη από τις τιμές ρεκόρ του φυσικού αερίου, σημείωσε καθαρά έσοδα ρεκόρ 29 δισεκατομμυρίων δολαρίων την ίδια χρονιά.

Τόσο η Rosneft όσο και η Gazprom έχουν επενδύσει πολλά στην ανάπτυξη του τομέα υπηρεσιών της εγχώριας βιομηχανίας πετρελαίου και φυσικού αερίου, με τη Rosneft να διαθέτει 344 γεωτρήσεις το 2020, σύμφωνα με την ετήσια έκθεσή της. 

Η έλλειψη τεχνογνωσίας  

Η Ρωσική πετρελαϊκή βιομηχανία αλλά και η ρωσική οικονομία άρχισαν να προετοιμάζονται για μια σειρά σκληρών κυρώσεων από τη Δύση από το 2014, οπότε και επιβλήθηκαν οι πρώτες κυρώσεις μετά την εισβολή στην Κριμαία. 

Αυτό που ωστόσο δεν πρόλαβαν να ολοκληρώσουν, είναι η ικανότητα να κάνουν μερικές από τις πιο εξελιγμένες τεχνικές αναλύσεις σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο που απαιτούνται για την ανάπτυξη νέων δεξαμενών πετρελαίου, ιδιαίτερα σε απομακρυσμένες υπεράκτιες τοποθεσίες όπως η Θάλασσα του Μπάρεντς.

Αυτό θα έχει επιπτώσεις σε έργα όπως το Vostok Oil της Rosneft - ένα τεράστιο έργο στην Αρκτική που υποστηρίζεται από τους εμπόρους εμπορευμάτων Trafigura και Vitol – και που είναι αβέβαιο εάν θα προχωρήσει.

Ο Αλεκπέροφ, ο οποίος παραιτήθηκε από τη θέση του προέδρου της Lukoil τον περασμένο μήνα αφού τέθηκε υπό κυρώσεις από το Ηνωμένο Βασίλειο, περιέγραψε την παύση νέων επενδύσεων από τις μεγαλύτερες διεθνείς εταιρείες παροχής υπηρεσιών πετρελαιοειδών ως «μεγάλο πλήγμα» αν και δήλωσε στους FT ότι «η Ρωσία έχει τις δικές της καλά ανεπτυγμένες τεχνολογίες».

Οι νέες αγορές και οι δυσκολίες

Η ΕΕ, η οποία έλαβε περισσότερες από τις μισές εξαγωγές αργού της Ρωσίας το 2021, συμφώνησε να σταματήσει τις θαλάσσιες εισαγωγές πετρελαίου της χώρας μέχρι το τέλος του έτους και ελπίζει να καταργήσει σταδιακά το φυσικό αέριο έως το 2027.

Το εμπάρκο στην ρωσική ενέργεια ωστόσο από την ΕΕ έχει ήδη αρχίσει να επιβαρύνει την παραγωγή πετρελαίου. Η μέση παραγωγή ήταν 10,05 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα τον Απρίλιο, από 11,01 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα τον Μάρτιο, σύμφωνα με την OilX, που συλλέγει data για τη μέτρηση της δραστηριότητας σε κοιτάσματα πετρελαίου.

Ο Αντόν Σιλουάνοφ, υπουργός Οικονομικών της Ρωσίας, προειδοποίησε τον Απρίλιο ότι η παραγωγή πετρελαίου της Ρωσίας ενδέχεται να μειωθεί κατά 17% φέτος, κάτι που θα σήμαινε πτώση περίπου 2 εκατ. βαρέλια πετρελαίου την ημέρα

Η ελπίδα της ρωσικής βιομηχανίας πετρελαίου είναι να στρέψει τις τεράστιες ποσότητες που προορίζοντας για την Ευρώπη προς την Ασία. 
«Εάν αφαιρέσετε τη Ρωσία από την ευρωπαϊκή αγορά, αυτό το αργό θα εμφανιστεί απλώς στην Ινδία, την Κίνα και άλλες χώρες», δήλωσε στους FT ο Konstantin Simonov, επικεφαλής του ταμείου εθνικής ενεργειακής ασφάλειας της Ρωσίας.

Η Ινδία έχει αυξήσει σημαντικά τις εισαγωγές θαλάσσιου ρωσικού αργού από την έναρξη του πολέμου και η Κίνα αναμένεται να εισαγάγει περισσότερα καθώς οι μεγάλες πόλεις της βγαίνουν από τα σκληρά περιοριστικά μέτρα του κορονοιού και η καθημερινότητα απαιτεί μεγαλύτερες ποσότητες πετρελαίου.
Όμως, παρά τις υποθέσεις ότι το ρωσικό πετρέλαιο θα βρει πρόθυμους Κινέζους αγοραστές, αυτό αργεί να επιβεβαιωθεί.

Ο Moynihan στο Wood Mackenzie εκτιμούν ότι η Κίνα δεν θα επενδύσει σε νέες υποδομές για το ρωσικό πετρέλαιο καθώς θα μπορεί να το προμηθευτεί σε χαμηλές τιμές λογω έλλειψης ανταγωνιστών.

Επιπλέον, δεν υπάρχουν αρκετά πλοία για να καλύψουν όλες τις εξαγωγές δια θαλάσσης ενώ και η θαλάσσια κυκλοφορία θα περιοριστεί περαιτέρω εάν η ΕΕ και το Ηνωμένο Βασίλειο εφαρμόσουν απαγόρευση για την ασφάλιση πλοίων που μεταφέρουν ρωσικό αργό.

«Δεν είναι αδύνατο για τη Ρωσία να εφαρμόσει μέτρα για να μετατοπίσει την προσφορά παραγωγής προς την Κίνα, αλλά θα της κοστίσει», είπε ο Moynihan, προσθέτοντας ότι θα υπήρχε επίσης μικρό κίνητρο για την Κίνα να βοηθήσει στην ανάληψη του κόστους της νέας υποδομής αγωγών γνωρίζοντας ότι η Ρωσία δεν έχει πολλές άλλες επιλογές.

Γιατί η Gazprom είναι σε δυσκολότερη θέση

Η κατάσταση θα είναι ιδιαίτερα δύσκολη για την Gazprom, δεδομένου ότι σχεδόν όλες οι υποδομές φυσικού αερίου οδηγούνται προς την Ευρώπη και δεν υπάρχει αγωγός που να συνδέει τις κύριες περιοχές παραγωγής φυσικού αερίου στα δυτικά της χώρας με την ανατολική Ρωσία και προς την Κίνα.

Η Ρωσία συμφώνησε τον Φεβρουάριο σε 30ετή σύμβαση για την προμήθεια φυσικού αερίου στην Κίνα μέσω ενός αγωγού μήκους 2.600 χιλιομέτρων που συνδέει τα κοιτάσματα αερίου στη χερσόνησο Γιαμάλ προς την Κίνα μέσω Μογγολίας, αλλά δεν έχει ακόμη κατασκευαστεί.

Εναλλακτικά, η Gazprom θα μπορούσε να επιδιώξει να μετατρέψει περισσότερη παραγωγή αερίου σε LNG και να το μεταφέρει δια θαλάσσης.

Αλλά οι φιλοδοξίες της Ρωσίας να εξασφαλίσει το 20% της παγκόσμιας παραγωγής LNG επεκτείνοντας την ετήσια παραγωγή της από 30 εκατομμύρια τόνους σε τουλάχιστον 120 εκατομμύρια τόνους έως το 2035 αντιμετωπίζει πολλές δυσκολίες.

Κι αυτό γιατί οι ευρωπαϊκές κυρώσεις απαγορεύουν την παράδοση αγαθών και τεχνολογιών που απαιτούνται για την υγροποίηση φυσικού αερίου, από τα οποία εξαρτώνται τα έργα υπό ανάπτυξη, συμπεριλαμβανομένων των 21 δισεκατομμυρίων δολαρίων Arctic LNG 2 της Novatek και του Baltic LNG της Gazprom.

«Η ανάπτυξη της τοπικής τεχνογνωσίας που είναι απαραίτητη για την αντικατάσταση της ευρωπαϊκής τεχνολογίας LNG θα πάρει χρόνια», δήλωσε ο Henderson της Οξφόρδης ο οποίος εκτιμά ότι  «το μέλλον της στρατηγικής LNG της Ρωσίας δεν είναι ευοίωνο».

Ημερησία στο Google News Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!

Διαβάστε επίσης:

  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς

Newsletter

Η ημέρα ξεκινάει εδώ. Το imerisia.gr ετοιμάζει το δικό του newsletter. Κάντε εγγραφή εδώ για να είστε οι πρώτοι που θα λαμβάνετε όλες τις οικονομικές ειδήσεις της ημέρας.

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ - ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΚΟΣΜΟΣ

Περισσότερα

ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΝΕΑ - ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΚΟΣΜΟΣ